Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα EZRA POUND. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα EZRA POUND. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ezra Pound - Η Πέμπτη Δεκάδα των Κάντο

“ … Ο Αμερικανός ποιητής Ezra Loomis Pound, εκ των κορυφαίων αρχιτεκτόνων του Ευρωπαϊκού Μοντερνισμού, γεννήθηκε το 1885 στο Hailey του Idaho και μεγάλωσε στο Wyncote της Pennsylvania, στο πολιτειακό πανεπιστήμιο της οποίας σπούδασε Συγκριτική Λογοτεχνία. Δίδαξε για σύντομο χρονικό διάστημα γαλλικά και ισπανικά στο Κολέγιο Wabash της Indiana. Το 1907 αναχώρησε για την Ευρώπη, όπου παρέμεινε μέχρι το 1945, εκδίδοντας τα κλασικά πια βιβλία του.

Προκαλώντας τους συντηρητικούς λογοτεχνικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους, πυροδοτώντας τα ποιητικά κινήματα του Εικονισμού και του Βορτικισμού, καινοτομώντας στην μετάφραση αρχαίων, μεσαιωνικών και αναγεννησιακών ποιητικών έργων και επιβάλλοντας σπουδαίους συγγραφείς, όπως ο T. S. Eliot, ο James Joyce, ο William Carlos Williams και ο Robert Frost.

Αποτελώντας ήδη την κορυφαία προσωπικότητα του αγγλόφωνου μοντερνισμού, αλλά απογοητευμένος από την εκβαρβάρωση του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, εγκαταστάθηκε στην Ιταλία, όπου ασχολήθηκε με την συγγραφή των Cantos, του εικονοκλαστικού έπους, που αποτέλεσε το magnum opus του.

Η ενασχόλησή του με τους οικονομικούς και πολιτικούς λόγους της πρώτης μεγάλης ευρωπαϊκής αλληλοσφαγής τον οδήγησε στην φασιστική ιδεολογία. Με αποτέλεσμα μια σειρά αντιαμερικανικών εκπομπών στον Κρατικό Ραδιοσταθμό της Ρώμης. Το 1945 συνελήφθη από τα αμερικάνικα στρατεύματα και μεταφέρθηκε στις Η.Π.Α. για να δικαστεί με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας.

Η υπεράσπιση του κατάφερε να τον παρουσιάσει διανοητικά ακατάλληλο και να εξασφαλίσει τον εγκλεισμό του σε ψυχιατρική κλινική, απ’ όπου αποφυλακίστηκε το 1958 και επέστρεψε αμέσως στην Ιταλία. Ο θάνατος τον βρήκε στην Βενετία, το 1972. Αποτελούσε ήδη μια μυθική μορφή για τον ποιητικό κόσμο που έφευγε, αλλά και γι’ αυτόν που ερχόταν …”

Θρήνος του φρουρού των συνόρων (Ezra Pound)

 Στη βορινή πύλη ο άνεμος φυσά γεμάτος άμμο μονάχος από τότε που υπάρχει χρόνος ως τα τώρα! Τα δέντρα γέρνουν, η χλόη κιτρινίζει απ' το φθινόπωρο.

 Σκαρφαλώνω σε πύργους και πύργους να αγναντέψω τη βάρβαρη γη:

 Ρημαγμένο κάστρο, ουρανός, η πλατιά ερημιά .

Δεν έμεινε τοίχος σε τούτο το χωριό.

 Κόκαλα ξασπρισμένα από χίλιες παγωνιές, άψιλοι σωροί, σκεπασμένοι με δέντρα και χορτάρι.

 Ποίος ήταν η αιτία και έγιναν όλ' αυτά;

Ποίος έφερε την φλογερή αυτοκρατορική οργή;

Ποίος έφερε το στρατό με τούμπανα και τουμπερλέκια;

 Βάρβαροι βασιλιάδες. Καλωσυνάτη άνοιξη, που γίνηκε φθινόπωρο διψασμένο για αίμα,

 οχλαγωγία πολεμιστών, απλωμένη στο μεσανό βασίλειο, Τρακόσες εξήντα χιλιάδες,

 Και θλίψη, θλίψη σα βροχή. Θλίψη να πας και θλίψη να ξαναγυρίσεις.

 Έρημα, έρημα πεδία μάχης, και δεν υπάρχουν πάνω τους παιδιά να κάνουν πόλεμο,

 Δεν υπάρχουν πια άντρες για την επίθεση και την άμυνα.

 Α, πως να μάθετε την ολοσκότεινη θλίψη στη βορινή πύλη, Με του Ριχόκου το όνομα λησμονημένο,

 Και εμάς τους φρουρούς φαγωμένους απ' τις τίγρεις.

πηγή

Ezra Pound, Canto LXXII (οβ΄): Presenza (Παρουσία)


Canto LXXII (οβ΄): Presenza (Παρουσία)

Μετάφραση - Σχόλια: Βαγγέλης Κάσσος

Φτάνει νὰ θυμηθεῖς αὐτὸ τὸ βρωμοπόλεμο

Ὥστε μερικὰ γεγονότα νὰ βγοῦν στὴν ἐπιφάνεια. Στὴν ἀρχὴ, ὁ Θεὸς

Ὁ μεγάλος ἐστέτ, ἀφοῦ δημιούργησε τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ,

Ὕστερα τὴν ἡφαιστειακὴ δύση, ἀφοῦ ζωγράφισε

Τὰ βράχια μὲ λειχῆνες καθὼς οἱ Γιαπωνέζοι,

Χέζοντας ἔβγαλε τὸ μεγάλο τοκογλύφο Σατανᾶ - Γηρυόνη, πρότυπο

Τῶν ἀφεντικῶν τοῦ Τσῶρτσιλ. Καὶ τώρα μοὔρχεται νὰ τραγουδήσω

Σὲ ἄξεστη ἀργκὸ (non a (h)antar ‘oscano) νὰπῶ ὅτι

Μετὰ τὸν θάνατό του ὁ Φίλιππο Τομάζο μὲ πλησίασε λέγοντας:

«Ἔ, λοιπόν πέθανα,

Μὰ δὲ θέλω νὰ πάω στὸν Παράδεισο, θέλω ἀκόμη ν’ ἀγωνιστῶ.

Θέλω τὸ σῶμα σου, γιὰ νὰ πολεμήσω κι ἄλλο.»

Κι ἐγὼ τοῦ ἀπάντησα: «Τὸ σῶμα μου εἶναι πιὰ γερασμένο, Τομάζο

Κι ἔπειτα ἐγὼ τί θὰ γινόμουν; Τὸ χρειάζομαι τὸ σῶμα αὐτό.

Θὰ σοῦ δώσω ὡστόσο, μιὰ θέση μέσα στὸ Κάντο κι ὁ λόγος ἄς εἶναι δικός σου

Ἂν, ὅμως, θέλεις κι ἄλλο νὰ πολεμήσεις, ἐμπρός πιάσε ἕναν νεαρὸ

Ἄδραξε ἕνα κοπέλι ἄκαπνο κι ἀλαφρόμυαλο

Δώστου λίγο κουράγιο, δώστου λίγο μυαλό,

Χάρισε στὴν Ἰταλία ἕναν ἥρωα παραπάνω

Ἔτσι θὰ μπορέσεις νὰ ξαναγεννηθεῖς, νὰ γίνεις πάνθηρας,

Νὰ γνωρίσεις δύο ζωές καὶ μιὰ φορὰ ἀκόμη νὰ πεθάνεις,

Καὶ νὰ πεθάνεις ὄχι Viejo στὸ κρεβάτι,

μὰ νὰ πεθάνεις μέσα στῆς μάχης τὴ χλαλοὴ

Μόνον ἔτσι θὰ κερδίσεις τὸν Παράδεισο.

για να διαβάσετε ολόκληρο στον σύνδεσμο εδώ ...

Ezra Pound - Η Πέμπτη δεκάδα των Κάντο


Η Πέμπτη δεκάδα από τα «Κάντο» του Έζρα Πάουντ είναι γνωστή στη διεθνή βιβλιογραφία ως «Λεοπολδινά Κάντο». Ο Πάουντ τα έγραψε στο Ραπάλο της Β. Ιταλίας μεταξύ 1935-1937 και η πρώτη τους έκδοση οφείλεται στον εκδοτικό οίκο Faber&Faber.

Σε αυτά τα κάντο, ο Πάουντ (πρωταγωνιστής-προφήτης) καταγγέλλει την τοκογλυφία σαν την επίγεια Κόλαση. Αφορμή υπήρξε η πρώτη στον κόσμο συνεταιριστική και μη τοκογλυφική τράπεζα “Monte dei Paschi”, που ιδρύθηκε στη Σιένα το 1624. Μετά από λίγα χρόνια και παρά τη σωτήρια παρέμβαση του φωτισμένου δούκα Λεοπόλδου, έπεσε στα χέρια αγυρτών τοκογλύφων. «…Η αλήθεια είναι πως η δίψα για το κέρδος δεν σβήνει εύκολα (Κάντο L). 

Την αμερικανική δημοκρατία την αφάνισαν οι τοκογλύφοι. Τον Ναπολέοντα τον αφάνισε η Ευρώπη των χρηματιστών. Ο κόσμος παραδόθηκε στην τοκογλυφία. Αλλά ο κόσμος δεν είναι η κόλαση των εξουσιαστών και των τοκογλύφων (Κάντο LI). Ο κόσμος είναι θεϊκός. Η ύβρις της τοκογλυφίας μπορεί να καταστρέψει τα πάντα, αλλά όλα γίνονται από την αρχή. ‘Ειλικρίνεια!’ φωνάζει ο ποιητής. Και σωπαίνει» […] (απόσπασμα από την υποδειγματική Εισαγωγή του Γιώργου Μπλάνα).

Ezra Pound: τα δύο αποσιωπημένα Cantos (LXXII - LXXIII)




Κι ύστερα αποκοιμήθηκα
και στο χαμένο άνεμο ξυπνώντας
είδα και άκουσα,
κι εκείνος που είδα φανερώθηκε καβαλάρης,
και άκουσα :
"Καμίαν εγώ δεν έχω χαρά
τη ράτσα μου βλέποντας να πεθαίνει
μες στη ντροπή και τη λάσπη
Κυβερνημένη απ' τα ψοφίμια
και προδομένη.
Ο Ρούσβελτ, ο Τσώρτσιλ κι ο Ήντεν
μπάρσταρδοι και εβραιούληδες
Φαγάδες όλοι και ψευταράδες
κι ο λαός ηλίθιος
του ήπιαν το αίμα!
Θάνατος που βρέθηκα στη Σαρζάνα
τώρα περιμένω το εγερτήριο.
Είμαι ο Γκουίντο, αυτός που αγάπησες
για το αγέρωχο πνεύμα
και την αγαθή προαίρεση.
Από την Κυπριακή σφαίρα
γνώρισα τη λάμψη
πάντοτε καβαλάρης
(ποτέ ιπποκόμος)
Μέσ' απ' τους δρόμους του Άστεως
που άλλο όνομα είχε
η πόλη του πόνου
(η Φλωρεντία)
διχασμένη διαρκώς
Κατοικημένη από κόσμο ευέξαπτο και επιπόλαιο
τι ράτσα σκλάβων!
Περνώντας απ' το Αρίμνιο
ένα κορίτσι αντάμωσα
με ηθικό ακμαίο
που τραγουδούσε από χαρά
ξετρελαμένο!
Ήταν μια χωριατοπούλα
λιγάκι παχουλή μα ωραία
στην αγκαλιά δυο Γερμανών
και τραγούδαε
τον έρωτα τον ετραγούδαε
καμιάν ανάγκη δεν είχε να ανέβει
στον ουρανό.
Είχε τραβήξει τους Καναδούς
σ' ένα ναρκοπέδιο
εκεί που ήταν ο Ναός
της ωραίας Ιζόττα.
Βάδιζαν ανά τέσσερις ή ανά πέντε
κι εγώ λαίμαργος
ακόμη για έρωτα ήμουν
παρόλα τα χρόνια μου.
Έτσι είναι όλα
τα κορίτσια στη Ρομάνια.
Οι Καναδοί έρχονταν
να "καθαρίσουν" τους Γερμανούς
να ρημάξουν ό,τι απόμεινε
από την πόλη του Ρίμινι
ζήτησαν να τους δείξει το δρόμο
για τη Βία Εμίλια
από ένα κορίτσι,
κορίτσι που είχαν βιάσει
μια στιγμή μόλις πριν ο άθλιος συρφετός.
- Μάλιστα! Μάλιστα! στρατιώτες!
Αυτός είναι ο δρόμος.
Εμπρός, εμπρός
για τη Βία Εμίλια!
Και πήγε κι εκείνη μαζί τους.
Ο αδερφός της είχε ανοίξει
τις τρύπες για τις νάρκες
εκεί προς τη θάλασσα.
Προς τη θάλασσα η κόρη,
λιγάκι παχουλή μα ωραία,
οδήγησε το φανταρομάνι.
Τι γενναία κούκλα! Τι γενναία κουκλίτσα!
Κι όλα τα έδινε σαν ένα χάδι
από έρωτα αγνό,
τι ηρωίδα!
Αψηφούσε το θάνατο
κερδίζοντας το σπάνιο
πεπρωμένο της.
Παχουλή όχι και τόσο
μα έπιασε το στόχο.
Τι λάμψη!
Στην κόλαση ο εχθρός,
νεκροί είκοσι,
νεκρή κι η κόρη
ανάμεσα σ' αυτόν τον άθλιο όχλο,
σώοι και αβλαβείς οι αιχμάλωτοι.
Της κουκλίτσας το ηθικό
ακμαιότατο
τραγούδαε, τραγούδαε
ξετρελαμένη από χαρά,
τραγούδαε ως το τέρμα του δρόμου
που πάει προς τη θάλασσα.
Δόξα της πατρίδας!
Δόξα! Δόξα!
Να πεθαίνεις για την πατρίδα
μες στη Ρομάνια!
Δεν πέθαναν οι νεκροί,
εγώ κατέβηκα
από τον τρίτο ουρανό
για να δω τη Ρομάνια,
να δω τα βουνά
επάνω στην έφοδο
Τι ωραίος χειμώνας!
όταν ψηλά στο βορρά η πατρίδα γεννιέται ξανά,
και τι κορίτσι!
τι κορίτσια,
και τι αγόρια,
ντυμένα στα μαύρα!

El Alamein, 23 ottobre 1942: la Folgore entra nella leggenda



«Εκεί που τραγουδά η νεκροκεφαλή , θα γυρίσουν οι στρατιώτες , οι σημαίες ξανά θα γυρίσουν Αλαμέϊν, Αλαμέϊν, θα ξαναγυρίσουμε , ΕΜΕΙΣ θα ΞΑΝΑΓΥΡΙΣΟΥΜΕ» 

Έζρα Πάουντ


Κάντο LXXII (Ezra Pound)




"Το Ρίμινι καμένο και ρημαγμένο το Φορλί, / ποιος θα δει τώρα το μνήμα του Γεμιστού / που τόσο σοφός υπήρξε αν και Έλληνας; / Οι αψίδες γκρεμισμένες και οι τοίχοι φριχτά πυρπολημένοι / γύρω απ' τη μυστηριώδη κλίνη της θεϊκής Ιζόττα... / Μα ποιος είσαι; φώναξα / τ' αφηνιασμένο πάθος μου αντικόβοντας. / Μήπως είσαι ο Σιγισμούνδος; / Μα εκείνος μες στην οργή του πια δεν άκουγε..."