Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα YUKIO MISHIMA. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα YUKIO MISHIMA. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ημέρα μνήμης για τον Ιάπωνα Φασιστή Yukio Mishima: αναζητώντας τον Νίτσε

Γύρω στο τέλος του Β’ ΠΠ, ένα ντροπαλό, προικισμένο 19χρονο αγόρι, με μια  φουρτουνιασμένη ψυχή, γεμάτη συγκρούσεις, ανακάλυψε ένα βιβλίο με τον τίτλο “Η γένεση της Τραγωδίας”. Αυτό έμελλε να είναι  για την ζωή του  μια στιγμή απελευθέρωσης και φωτίσματος που ποτέ δε θα ξεχνούσε.

Η Νιτσεϊκή έννοια του Διονυσιακού ως μιας παντεποπτικής, πρωτόγονης δύναμης απ’ την οποία όλοι αναδυόμαστε και στην οποία όλοι τελικά επιστρέφουμε, θα γινόταν μια τεράστια πηγή παρηγοριάς και έμπνευσης για έναν οδυνηρά εσωστρεφή και απομονωμένο νέο. Το όνομα αυτού του νεαρού ήταν Κιμιτάκε Χιραόκα (公威平岡), στην ηλικία, όμως, των 16 ετών, το 1941 πρωτοδημοσίευσε ένα έργο του με το ψευδώνυμο Γιούκιο Μίσιμα (由紀夫三島).

Όσο χειροτέρευε η κατάσταση λόγω του πολέμου, η ιδέα πως όλη η φουρτούνα και η φρενίτιδα στον κόσμο μέσα του και εκτός μπορούσαν να δαμαστούν ώστε να φτιάξουν αιθέριες  Απολλώνιες οπτασίες μιας συγκεκριμένης τέχνης χάρισε στο νου του Μίσιμα μια αίσθηση υπέρβασης που εν τέλη στάθηκε στον πυρήνα της ίδιας της ζωής του αλλά και της δημιουργίας του για πάντα.

“Ο δεσμός του Μίσιμα με τον Νίτσε”, περιγράφει ο πατέρας του μετά τον θάνατό του, “υπήρξε ιδιαίτερα φορτισμένος”. Μια εβδομάδα πριν τον φυσικό, σχεδιασμένο θάνατό του στην ηλικία των 45 το 1970 – την τελική επιστροφή του στην ζωοβόρα πυρά του Διονυσιακού Χάους - ο Μίσιμα σε μια συνέντευξή του μίλησε για την ισόβια επιρροή που άσκησε στην φαντασία του η “Γένεση της Τραγωδίας” και ο “Ζαρατούστρα”. Μετά την τελετουργική του αυτοκτονία, η μητέρα του άφησε ένα βιβλίο του Νίτσε πάνω στον τάφο του για να μπορεί να διαβάζει στην αιωνιότητα.

Ο Μίσιμα δεν έγραφε ή μίλαγε απλά στην γλώσσα του Νίτσε, αλλά υπήρξε, με την πιο καθαρή έννοια της λέξης αυτής, ο “Υπεράνθρωπος”, ένα πρόσωπο συνεχών μεταλλάξεων (“ubergehen”). Ο Μίσιμα ζούσε και ανέπνεε με τον Νίτσε. Με απόλυτα την δύναμη της θέλησης, μετέτρεψε το φιλάσθενο, αδύνατο κορμί του σε μια δική του δημιουργία κάλλους: μυώδη και εύρωστη. Πεπεισμένος πως κατοικούσε σε μια σπηλιά, βημάτισε προς το φως του Ήλιου, απ’ το οποίο λουζόταν καθημερινά ως μέρος των τελετών του. Αρνούμενος να δεχτεί οποιοδήποτε εμπόδιο που στεκόταν στο δρόμο του, έγινε σταρ του σινεμά, φωτογραφική περσόνα, σεναριογράφος και σκηνοθέτης, κοσμοταξιδευτής, στρατηγός του δικού του στρατού. Έγραψε πάνω σε μια τεράστια ποικιλία στυλ, από έργα Καμπούκι μέχρι διηγήματα sci-fi. Σχεδόν όλα δεμένα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με τον Νίτσε.

Όταν ο Μίσιμα αποφάσισε να γυρίσει τον κόσμο για πρώτη φορά, το 1951, διάλεξε ειδικά να ταξιδέψει στην Ελλάδα για να σταθεί πάνω στα ερείπια του θεάτρου του Διονύσου στην Αθήνα. Όταν δέχτηκε να φωτογραφηθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ακόμα συζητιέται το ότι κράταγε ένα σφυρί δίπλα στο κεφάλι του, κάνοντας έτσι την αναφορά του στην πρόταση του Νίτσε περί του φιλοσοφώντας με ένα σφυρί.

Όμως,  ίσως με πιο ενδεικτικό τρόπο, όταν ο Μίσιμα τελικά σχεδίασε το δικό του σπίτι - μια παράταιρη ιταλο-σπανιόλικη δημιουργία μέσα στο σύγχρονο Τόκυο - έστησε στο μέσον του μικρού του κήπου ένα άγαλμα του Απόλλωνα.

Εδώ ήταν που έπαιρνε γύρω στο μεσημέρι το πρωινό του και δεχόταν το φως του Ήλιου. Η Απολλώνια οπτασία βρίσκονταν στο κέντρο του κόσμου της δημιουργίας του Μίσιμα και όλα στη ζωή του γύριζαν γύρω απ’ αυτήν.

Άραγε πώς θα ήταν, εκείνο το ύστατο πρωϊνό όταν αποχαιρετούσε για τελευταία φορά εκείνο το άγαλμα, σημαίνοντας  ένα τέλος για τα οράματα της τέχνης και τα όνειρα περί ομορφιάς.

Κάπου μέσα στην Δίνη του Διονυσιακού, ο Νίτσε και ο Μίσιμα πρέπει ακόμη και τώρα να ανταλλάσσουν σημειώσεις.

Damian Flanagan                                                       

Διαδικτυακή έκδοση της εφημερίδας The Mainichi

Μετάφραση: Ασφάλιος

O Γιουκίο Μισίμα και η παραδοσιακή λατρεία του Αυτοκράτορα στην Ιαπωνία



Σήμερα ο περισσότερος κόσμος  θυμάται τον Γιουκίο Μισίμα ως πιθανόν τον σημαντικότερο Ιάπωνα μυθιστορηματογράφο του τελευταίου αιώνα. Οι άνθρωποι τον θυμούνται για τα πολλά γραπτά του, πιθανόν κάποιες από τις δραματικές φωτογραφίες του και συνήθως κάτι από τον ασυνήθιστο θάνατο του. Ασυνήθιστο στο ότι έγινε για να διατηρηθεί μια πανάρχαια παράδοση, την οποία πολλοί θεωρούσαν ότι ανήκε στο παρελθόν. Παραμένει μια αμφιλεγόμενη φιγούρα, τόσο για την προσωπική  ζωή, όσο και για τις πολιτικές του απόψεις, τις οποίες πολλοί απομονώνουν από τα γραπτά του, τα οποία σχεδόν εξυμνούνται σε όλο τον κόσμο. Ήταν τρείς φορές υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ και ήταν ένας  παραγωγικός καλλιτέχνης, που μας έδωσε σαράντα μυθιστορήματα, είκοσι βιβλία με δοκίμια, είκοσι βιβλία με μικρές ιστορίες, δεκαοκτώ θεατρικά έργα, ένα λιμπρέτο και μια ταινία.


Όλα αυτά είναι γνωστά και έχουν τιμηθεί σε ευρεία κλίμακα. Ίσως λιγότερο γνωστό είναι το γεγονός ότι ήταν ένας ένθερμος οπαδός της μοναρχίας, αν και ένα ιδιαίτερο είδος μοναρχίας  έτσι όπως εννοείτο μέσα στην δική του κουλτούρα και  πολιτιστικό υπόβαθρο. Πίστευε σε ένα είδος μοναρχισμού που ήταν συνδεδεμένος με την καλλιτεχνική του άποψη περί ομορφιάς και των διαχρονικών, ιερών πλευρών της ύπαρξης, τις οποίες το ανθρώπινο είδος δεν μπορεί πλήρως να αντιληφθεί και αν το προσπαθούσε, το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν  να τις καταστρέψει. Ήταν ένας πολύπλοκος χαρακτήρας, αλλά οι προτεραιότητες του μπορούν να ειδωθούν καθαρά στο τρόπο με τον οποίο έφυγε από αυτήν την ζωή, καλώντας για μια πλήρη αποκατάσταση του Αυτοκράτορα με τον παραδοσιακό τρόπο. 

για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο στον σύνδεσμο εδώ ...

Richard Wagner & Yukio Mishima


Μετάφραση - Απόδοση: Τίσις


ΟΙ ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ «ΤΡΙΣΤΑΝΟΣ & ΙΖΟΛΔΗ» ΚΑΙ ΤΟΥ «ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΜΟΣ»

Θα επιχειρήσω μια σύγκριση μεταξύ του «Τριστάνος & Ιζόλδη» του Βάγκνερ και του «Πατριωτισμός» του Μισίμα. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να εξηγήσω την πλοκή του «Πατριωτισμού» στους παρευρισκόμενους. Ο Μισίμα μετέφερε το βιβλίο του στην μεγάλη οθόνη με το ίδιο όνομα, πρωταγωνίστησε ο ίδιος και χρησιμοποίησε ως μουσική επένδυση της ταινίας την όπερα του Βάγκνερ «Τριστάνος & Ιζόλδη». Αν και τούτη η παρατήρηση κάθε άλλο παρά πρωτότυπη είναι, αυτή η ίδια η επιλογή του Μισίμα προς το συγκεκριμένο έργο του Βάγκνερ δεν δείχνει ότι υπάρχει κάτι κοινό ή όμοιο μεταξύ των δύο έργων;




Αυτά τα δύο σπουδαία έργα, το «Τριστάνος & Ιζόλδη» και ο «Πατριωτισμός», φέρουν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά• ας ξεκινήσω με το προφανές και επιφανειακό στοιχείο: οι πρωταγωνιστές είναι όλοι όμορφοι. Στον «Πατριωτισμό», αυτό το στοιχείο τονίζεται ιδιαιτέρως.

Στην αρχή ακόμα της αφηγήσεως, λέγεται: «Περιττό να πω, ότι αυτοί που παρευρέθηκαν στην γαμήλια τελετή του υπολοχαγού Takeyama και της γυναικός του, ακόμα και αυτοί που κοίταξαν μόνο την φωτογραφία τους, δεν μπορούσαν να μην θαυμάσουν την ομορφιά της νύφης και του γαμπρού». Και καθ’ όλην την αφήγηση του μυθιστορήματος, διαβάζουμε διάφορες λεπτομερείς και εξαίσιες περιγραφές για το πώς και πόσο όμορφοι ήσαν. Η ομορφιά των δύο νεαρών πρωταγωνιστών συνιστά προϋπόθεση και του «Τριστάνος & Ιζόλδη». Η εξήγηση είναι απλή: τόσο ο Μισίμα όσο και ο Βάγκνερ είναι τελειομανείς, και γι’ αυτούς οι πρωταγωνιστές μιας ρομαντικής ιστορίας επιβάλλεται να είναι πανέμορφοι χωρίς κανένα ψεγάδι• αλλιώς η ιστορία δεν έχει νόημα. Είναι τόσο απλό.




Η ΝΥΧΤΑ ΚΑΙ Η ΠΑΡΟΡΜΗΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Η επόμενη ομοιότητα βρίσκεται στο ότι και τα δύο έργα αφηγούνται ιστορίες της νύχτας, μιας νύχτας που μοιάζει ατελείωτη, μιας νύχτας την οποία δεν αγγίζει ποτέ η αυγή• και ίσως ούτε κάποιο φωτεινό και όμορφο σεληνόφως. Ακόμα και αν κάνει την εμφάνισή του στον ουρανό το φεγγάρι, το φως του θα είναι αμυδρό και ωχρό, μόλις που θα αχνοφαίνεται στο περιρρέον σκότος, προκαλώντας ακόμα μια πιο υποβλητική ατμόσφαιρα.

Το κεντρικό μέρος του «Πατριωτισμού» εξελίσσεται κατά την διάρκεια μιας νύχτας από την αρχή προς το τέλος της. Η ιστορία εκτυλίσσεται σε ένα λεπτομερώς κατασκευασμένο σκηνικό, ώστε να αποπνέει την ατμόσφαιρα που περιγράφεται στο βιβλίο: «η νύχτα σε τούτη την συνοικία είναι τόσο ήσυχη, που ούτε κάποιος απομακρυσμένος ήχος κίνησης δεν ακούγεται».

Στο «Τριστάνος & Ιζόλδη» η σκηνή της ευδαιμονίας (2η Πράξη), διαδραματίζεται επίσης την νύχτα. Η Ιζόλδη δυσανασχετεί με το φως της μέρας και το περιγράφει με προσφωνήσεις όπως, «Αλίμονο, άκαρδε υπηρέτη!» και φράσεις όπως «ψεύτικος φωτισμός», ενώ ο Τριστάνος αναφέρει «είμαστε η θυσία στην νύχτα», και «εμείς είμαστε αυτοί που λαμβάνουμε τα βαθειά μυστικά της νύχτας», προτάσεις με τις οποίες δηλώνει ότι οι δυό τους ανήκουν στην νύχτα. Έπειτα, οι δυό τους, σε μια κατάσταση εκστάσεως, αρχίζουν να τραγουδούν δυνατά σε ντουέτο «Αλίμονο, η αιώνια νύχτα, η ευχάριστη νύχτα, η νύχτα του υψηλού και ευγενούς έρωτος».




Αλλά τι ακριβώς σημαίνει αυτό το σύμβολο της νύχτας;

Η νύχτα συμβολίζει τον θάνατο. Για να είμαι πιο ακριβής, συμβολίζει την διαδρομή από τον κόσμο των ζωντανών προς την μεταθανάτια ζωή. Η ημέρα δεν σχετίζεται με τον θάνατο, τουλάχιστον όχι με τον όμορφο κόσμο του θανάτου και την μετά θάνατον ζωή που οι πρωταγωνιστές και των δύο ιστοριών αναζητούν διακαώς. Συνεπώς, το κεντρικό μοτίβο του άσβεστου πόθου του θανάτου και της νύχτας αποτελεί την σημαντικότερη και πιο αξιοσημείωτη ομοιότητα των δύο αφηγήσεων.

Και στις δύο ιστορίες, η ενέργεια που οδηγεί στον θάνατο είναι ένα ρεύμα που ρέει σταθερώς και υπογείως. Εκπέμπει το πρόδηλο μήνυμα πως ο θάνατος είναι ο σκοπός και ότι μόνο στον θάνατο μπορούμε να βρούμε την απόλυτη ομορφιά και την ιδανική αγάπη. Επιπλέον, ο θάνατος απεικονίζεται μ’ έναν εξαιρετικά αισθησιακό τρόπο.

Στο βιβλίο του με τίτλο Self - selected Short Stories, ο Μισίμα έκανε τα εξής σχόλια στο υστερόγραφο: «οι σκηνές του έρωτα και του θανάτου, της τέλειας ενώσεως του ερωτισμού και του ενάρετου σκοπού και η αμοιβαία ενισχυτική αλληλεπίδρασή τους όπως περιγράφεται εδώ, μπορώ να πω ότι αποτέλεσαν την πρώτη και την υπέρτατη ευδαιμονία στην οποία προσέβλεπα σε όλη μου την ζωή». Με άλλα λόγια, ο θάνατος είναι η ύψιστη ευδαιμονία και ο απώτατος σκοπός. Αυτό ταιριάζει απόλυτα και με το «Τριστάνος & Ιζόλδη».

Στον «Τριστάνο», ο «θάνατος» και άλλες λέξεις με την ίδια σημασία εμφανίζονται 45 φορές. Η παρόρμηση του θανάτου σ’ αυτό το έργο είναι ένα από τα πιο έντονα στοιχεία του. Στην σκηνή όπου ο Τριστάνος και η Ιζόλδη τραγουδούν δυνατά σε ντουέτο εκστασιασμένοι «Λοιπόν πεθαίνουμε, γινόμαστε Ένα για πάντα και ποτέ δεν θα χωρίσουμε, ποτέ δεν θα ξυπνήσουμε, χωρίς φόβο και χωρίς όνομα, τυλιγμένοι στην αγάπη ανήκουμε ο ένας στον άλλον, μόνο για να ζήσουμε αγαπημένοι..» αποδεικνύεται ότι κατά το ήμισυ είχαν ήδη αναχωρήσει για τον άλλο κόσμο.

Το ίδιο συμβαίνει και στον «Πατριωτισμό». Αναμένοντας τον σύζυγό της, που δεν έχει επιστρέψει εδώ και 2 μέρες μετά το Γεγονός στις 26/2 (1), η νιόπαντρη Reiko είχε ήδη ένα προαίσθημα θανάτου και βρίσκεται σε μια ψυχική κατάσταση έκστασης. Ως εκ τούτου, αφού τελικώς ο σύζυγός της επιστρέφει και ακούει την απόφασή του να πεθάνει, λέει απλώς: «Σε παρακαλώ, άσε με να φύγω μαζί σου». Μετά από αυτό, «μεγάλη χαρά τυλίγει τις καρδιές τους, και χαμόγελα ανατέλλουν στα πρόσωπά τους». Ο σύζυγος αρχίζει να ξυρίζεται στο μπάνιο, πράξη που υπονοεί ότι «αντικρίζοντας τον επικείμενο θάνατο, είναι πλέον γεμάτος από ευχάριστη προσμονή».

Και έπειτα, «συνδέοντας τα φωτεινά, χαρούμενα και υγιή πρόσωπα με τον θάνατο, μπορούμε να πούμε ότι ενυπάρχει σ’ αυτά μια κομψότητα».Καθισμένη μπροστά στον σύζυγo της o οποίος εκτελεί την τελετή αυτοκτονίας (seppuku), η σύζυγος ντύνεται και στολίζεται προσεκτικά, «μια πράξη γι’ αυτόν τον κόσμο, που δεν θα έχει νόημα σε λίγο». Στην πραγματικότητα, κατά το ήμισυ έχει ήδη αναχωρήσει για τον άλλο κόσμο• όπως και η Ιζόλδη.

Το εμφανές κοινό στοιχείο εδώ είναι ο πόθος του θανάτου, μια ισχυρή και έντονη παρόρμηση. Μπορεί να μοιάζει αρχικά με σκοτεινή απερισκεψία, αλλά οι πρωταγωνιστές που κατέχονται από αυτήν είναι γεμάτοι από υπέρτατη ευδαιμονία, από αδάμαστη ευτυχία. Επιπλέον, αποτελεί κάθαρση, η οποία απομακρύνει κάθε φαυλότητα και ασχήμια και οδηγεί στην εξύψωση της απολύτου αγνότητος και αυθεντικότητος. Ο θάνατος και ο ερωτισμός έχουν ενωθεί αδιαχώριστα σε μια ενότητα, σε μια μοναδική ύπαρξη. Με άλλα λόγια, ο θάνατος σηματοδοτεί το αποκορύφωμα του ερωτισμού και την ολοκλήρωση της ευτυχίας.

Απόσπασμα από την ομιλία του Emi Mann Kawaguchi στο 42ο Yukoki-ki (ετήσια εκδήλωση αφιερωμένη στην μνήμη του Yukio Mishima)


Σχόλια:


1. Το Γεγονός στις 26/2: το διάσημο ανεπιτυχές πραξικόπημα που συνέβη στο Τόκυο στις 26 Φεβρουαρίου το 1936, από μια ομάδα πατριωτών κατωτέρων αξιωματικών που είχαν δυσανασχετήσει με το διεφθαρμένο πλουτοκρατικό καπιταλιστικό σύστημα και αποφάσισαν να το ρίξουν για να δημιουργήσουν μια νέα Ιαπωνία κατά το εθνικοσοσιαλιστικό πρότυπο. Ο Μισίμα εξέφρασε την συμπάθεια του προς τους πρωταγωνιστές του γεγονότος και πιθανώς να είχε απογοητευθεί βαθιά από τον Αυτοκράτορα και την άρνηση του να τους ακούσει και την απόφαση του να πατάξει τους αποστάτες στρατιώτες, οι οποίοι ήταν μόνο ενάντιοι των διεφθαρμένων πλουτοκρατών, αλλά σταθερά πιστοί στον ίδιο τον Αυτοκράτορα. Λέγεται ότι το γεγονός αυτό ενέπνευσε τον Μισίμα να γράψει το "Πατριωτισμός".