Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ROBERT BRASILLACH. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ROBERT BRASILLACH. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Μνήμη Robert Brasillach 31.03.1909 - 06.02.1945


Ο Ρομπέρ Μπραζιγιάκ, λογοτέχνης, δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας, γεννήθηκε στις 31 Μαρτίου 1909 στο Περπινιάν, στην περιοχή των Ανατολικών Πυρηναίων και εκτελέστηκε με τυφεκισμό στις 6 Φεβρουαρίου 1945 στο φρούριο Montrouge στο Παρίσι.

Στις 6 Φεβρουαρίου 1934 συμμετέχει σε πολυπληθή αντικοινοβουλευτική διαδήλωση, εκδηλώνοντας τις αντικοινοβουλευτικές του ιδέες, έξω από τη Γαλλική Βουλή, [Palais Bourbon]. Η αστυνομία αντιμετωπίζει τους διαδηλωτές, που φώναζαν συνθήματα όπως «Κάτω η Βουλή», με τα όπλα και από τους πυροβολισμούς υπάρχουν 22 εθνικιστές νεκροί, όλοι τους μέλη του «Action Francaise», ανάμεσά τους και ένας Ελληνικής καταγωγής.

Οι νεκροί διαδηλωτές και το σκάνδαλο που προκάλεσε τη διαδήλωση, αποτέλεσαν την αφορμή για τα πρώτα βίαια αντικοινοβουλευτικά του κείμενα.

Το 1936 ταξίδεψε στο Βέλγιο όπου γνωρίστηκε με το Leon Degrelle, τον αρχηγό του Εθνικιστικού κόμματος «Rex», ενώ στήριξε δημόσια με άρθρα του, τον Ισπανό στρατηγό Φρανσίσκο Φράνκο και διατηρούσε τακτική αλληλογραφία με τον Jose Antonio Primo de Riviera, ηγέτη της οργανώσεως «Ισπανική Φάλαγγα». 

Επισκέφθηκε ακόμη τη Ιταλία, τη Βενετία και τη Ρώμη, το Τολέδο και την Νυρεμβέργη όπου παραβρέθηκε στις εορταστικές εκδηλώσεις της Εθνικοσοσιαλιστικής Νεολαίας. Το 1937 φυλακίστηκε με τον Charles Maurrasκατηγορούμενος ότι καλούσε σ’ ένα άρθρο του το λαό δημοσίως να κομματιάσει τους βουλευτές που είχαν ψηφίσει την επιβολή κυρώσεων εναντίον της Φασιστικής Ιταλίας. 

Από το 1937 διεύθυνε την αγωνιστική εφημερίδα «Είμαι παντού», [«Je suis partout»], με αναγκαστικό διάλειμμα στο διάστημα που ήταν στο μέτωπο και στη συνέχεια αιχμάλωτος των Γερμανών, και την επανακυκλοφόρησε από τον Απρίλιο του 1941 έως το τέλος του 1943.

Τάχθηκε εναντίον της εισόδου της Γαλλίας στον πόλεμο, όμως όταν στις 3 Σεπτεμβρίου 1939 η Γερμανία κήρυξε τον πόλεμο στην πατρίδα του, πολέμησε στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Αιχμαλωτίστηκε το 1940 και κρατήθηκε ως αιχμάλωτος πολέμου στο στρατόπεδο του Neuf Breisach, όπου έγραψε το θεατρικό δράμα «Berenice», ενώ όταν τον Απρίλιο του 1941 αφέθηκε ελεύθερος και επέστρεψε στη Γαλλία.

Τις ημέρες της συμμαχικής αποβάσεως στη Νορμανδία και της καταρρεύσεως του Γερμανικού κράτους, οι Γαλλικές αρχές συλλαμβάνουν και φυλακίζουν στο Sens τη μητέρα και την αδελφή του, με απώτερο σκοπό και στόχο τη δική του παράδοση. Αρνείται σθεναρά κάθε πρόταση ή σκέψη να εγκαταλείψει τη Γαλλία και τον Αύγουστο του 1944, μετά από έξι μήνες παραμονής στη σοφίτα ενός φιλικού του σπιτιού, παραδίδεται για να πετύχει την αποφυλάκιση της μητέρας και της αδελφής του.

Του απαγγέλλεται η κατηγορία της προδοσίας και μεταφέρεται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Noisy le Sec κι από εκεί στη φυλακή του Fresnes. Εκεί συγγράφει αρκετά έργα μεταξύ των οποίων το «Chenier», αφιερωμένο στον Γάλλο ποιητή Andre Chenier που οδηγήθηκε στην γκιλοτίνα σε ηλικία 32 ετών.

Στο δικαστήριο όπου οδηγήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 1945, του απαγγέλθηκε κατηγορία «για παροχή βοήθειας στον εχθρό», σύμφωνα με το άρθρο 75 του Γαλλικού Ποινικού Κώδικα, υπερασπίστηκε τον εαυτό μου με αξιοπρέπεια και οι κατήγοροι του δεν κατάφεραν να αποδείξουν ότι υπήρξε άμεση συμμετοχή του σε αξιόποινες πράξεις. Ο πρόεδρος τον κατηγόρησε κυρίως για τα γραπτά του και όχι για πολιτική ή πολεμική συνεργασία με τους Γερμανούς, λέγοντας ότι τα άρθρα του ήταν περισσότερο επικίνδυνα για την Αντίσταση από ένα ολόκληρο τάγμα της Wehrmacht.

Τουφεκίστηκε την ημέρα που συμπληρώνονταν 11 χρόνια από την αντικοινοβουλευτική εξέγερση του 1934 και αφού φώναξε «Ζήτω η Γαλλία», παρέδωσε το πνεύμα του δεμένος σ’ ένα ξύλινο πάσσαλο. Την προηγούμενη της εκτελέσεως του έγραψε το τελευταίο του ποίημα αφιερωμένο στους 22 νεκρούς της αντικοινοβουλευτικής διαδηλώσεως, ενώ είχε πει «Λένε πως τον θάνατο, όπως και τον ήλιο δεν μπορεί κανείς να τους αντικρύσει κατάματα. Εν τούτοις προσπάθησα».

πηγή

Εις μνήμην: «Λέγουν ότι τον θάνατο, όπως και τον ήλιο δεν μπορεί κανείς να αντικρύσει στα μάτια. Εν τούτοις προσπάθησα» άρθρο του Κωνσταντίνου Μποβιάτσου για τον Γάλλο Φασιστή Robert Brasillach (31.03.1909 – † 06.02.1945)



του Κωνσταντίνου Μποβιάτσου

Κελί νούμερο 77

Παρίσι, φθινόπωρο 1944, «οι φυλακές με τα μεγάλα τείχη, και ο Φρέσνες γεμάτος - με χαμένους που ήταν γενναίοι». Η Γαλλία των «απελευθερωτών» κάνει τους λογαριασμούς της με την ήττα, τον Ιούνιο του 1940, με την κατάληψη ενός μεγάλου μέρους της επικράτειας της και του Παρισιού, με την δημοκρατία του Βισύ του Στρατάρχη Πεταίν, ο οποίος για πολλούς και διάφορους λόγους  συνεργάστηκε με τους Γερμανούς.


«Συνεχίζουν ν’ αστράφτουν οι τελευταίοι πυροβολισμοί

στο ομιχλώδες πρωινό, που οι δικοί μας πέσανε στη γη

ανάμεσά σας θα βρεθώ με ενδεκάχρονη χρονοτριβή

Εσάς απόψε σκέπτομαι Ώ του Φεβρουάριου νεκροί»

5 Φεβρουαρίου 1945

Πάνω από εκατό χιλιάδες θα πέσουν υπό των πυροβολισμών των εκτελεστικών αποσπασμάτων στο όνομα της ελευθερίας  και  της δημοκρατίας  της «France libre» ...

Το κελί νούμερο 77, των φυλακισμένων και καταδικασμένων σε θάνατο, φιλοξενεί  τυλιγμένο σε οκτώ κιλά αλυσίδων, τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Robert Brasillach, τριάντα έξι ετών όχι ακόμη συμπληρωμένα.

Ένα πρώιμο ταλέντο  που υποσχόταν πολλά για την λογοτεχνία, αρχισυντάκτης του περιοδικού «Je suis partout», το πιο ασυμβίβαστο και μαχητικό  περιοδικό του Γαλλικού Φασισμού.

Καθώς πλησίασαν οι Σύμμαχοι, στις 25 Αυγούστου, και ενώ πολλοί από τους φίλους και τους συντρόφους του ακολούθησαν τους Γερμανούς που υποχώρησαν, αυτός παρέμεινε για να μην δώσει, όπως θα πει στη δίκη, μια αρνητική εικόνα τον εαυτό του και σε εκείνους που πίστεψαν σε αυτόν. Κρύφτηκε  στο σπίτι μιας φίλης  του, την Marguerite Cravoisier, αλλά όταν μαθαίνει ότι η μητέρα του φυλακίστηκε, παραδίδεται.


Το «δικαστήριο» θα συνεδριάσει μόνο 25 λεπτά για να τον καταδικάσει σε θάνατο. Δέχθηκε την θανατική καταδίκη κραυγάζοντας «Τιμή μου!». Αργά το απόγευμα στις 5 Φεβρουαρίου 1945. Ο δικηγόρος Jacques Isorni πηγαίνει να τον δει. Το καθήκον του είναι σοβαρό: πρέπει να του ανακοινώσει ότι το αίτημα για χάρη, το οποίο υπέγραψαν οι περισσότεροι Γάλλοι διανοούμενοι, απορρίφθηκε από τον στρατηγό de Gaulle. Ο επίσημος λόγος, λέει ότι  υπάρχει  μια φωτογραφία του Brasillach με στολή της Wehrmacht στο Ρωσικό μέτωπο.


για το βιβλίο δείτε εδώ ...

Αυτό δεν το ανέχονται, ακόμα κι αν είναι ψεύτικο. Οι φωτογραφίες που τον απεικονίζουν κατά τη διάρκεια ενός σύντομου ταξιδιού για να συναντήσει  εθελοντές  αντι μπολσεβίκους, τον δείχνουν με πολιτικά ρούχα, αλλά και έτσι  να είναι: απαιτείται μια υποδειγματική χειρονομία ενάντια στους πολλούς, πάρα πολλούς, που έχουν συμμετάσχει στη συνεργασία (ο Celineβρίσκεται στον δρόμο προς σε μια Γερμανία που καταστράφηκε από βομβαρδισμό και θα καταφύγει τελικά  στη Δανία. Ο  Drieu la Rochelle έχει απομονωθεί από τον κόσμο και ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει το θάνατο).


Δεν χρειάζονται πολλά λόγια. Ο Brasillach το αισθάνεται και το περιμένει με  αυτό το λυπημένο χαμόγελο που χαρακτηρίζει τις φωτογραφίες που  έχουν σωθεί, πίσω από αυτά τα στρογγυλά γυαλιά και το βλέμμα ενός αγοριού που δεν έχει γίνει ποτέ ενήλικας. Και στον Jacques Isorni που θα ήθελε να μείνει περισσότερο,  να μοιραστεί  τις τελευταίες στιγμές, λέει: «Να είμαι μόνος. Θα έχω πολύ χρόνο. Πρέπει να το συνηθίσω»..

Στη συνέχεια σύρθηκε πάνω στο κρεβάτι.Θα συνεχίσει να γράφει μερικούς στίχους αφιερωμένους στους Νεκρούς του Φεβρουαρίου: «Οι τελευταίοι πυροβολισμοί  συνεχίζουν να ακούγονται - την αόριστη ημέρα εκεί που έπεσαν οι δικοί μας. - Με  έντεκα χρόνια καθυστέρηση, θα είμαι  άραγε ανάμεσά σας; Σας σκέφτομαι Εσάς ω νεκροί του Φεβρουαρίου!» (Στις 6 Φεβρουαρίου 1934, κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων με την χωροφυλακή, ένα επεισόδιο του οποίου ο Drieu la Rochelle δίνει έντονη εκπροσώπηση στο  βιβλίο του «Gilles» και το οποίο ώθησε τον Brasillach να αγκαλιάσει τον Φασισμό).

Μια τελευταία σημείωση που θα έχει τον τίτλο «Πρόσωπο με τον Θάνατο». Έτσι ξεκίνησε η κρύα νύχτα, η τελευταία του νύχτα. Είναι πάντα ο Ζακ Ισορνί που περιγράφει το πρωί της επομένης ημέρας, το οχυρό του Μοντρούζ, τον στύλο του καταδικασθέντων, την  διμοιρία που αποτελείται από δώδεκα άτομα, η φωτογραφία της μητέρας του μέσα στην καρδιά του, το βλέμμα του στραμμένο στον ουρανό και εκείνη  η κόκκινη σταγόνα αίματος που στάζει από το μέτωπο του και που ο Isorni μαζεύει σε ένα φύλλο χαρτιού για να το δώσει σε όσους τον αγάπησαν ...