Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΓΕΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΓΕΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Γυρεύοντας το νόημα (https://anaktisi-mag.gr/)

του Άγγελου Δημητρίου 

«Θηρεύοντας πράγματα αιώνια,

θ’ αφήσω να φύγουν τα χρόνια.

Θα φύγουν, και θα ‘ναι η καρδιά μου

σα ρόδο που επάτησα χάμου».

Κ.Γ. Καρυωτάκης

Tο χειρότερο είναι, όταν τα πράγματα ξεμένουν από νόημα. 

Όταν ξεμένουν από μεταφυσική, από το ερώτημα για την αιτία και τον σκοπό.

Έξω, οι δρόμοι είναι γεμάτοι, το πλήθος είναι εκεί, σαν βουερό ποτάμι, όμως - χωρίς αιτία και σκοπό- όλα μοιάζουν τόσο ανοίκεια, υπολείπονται εγγύτητας, είναι οθνεία, και γι’ αυτό πνιγηρά.

Ξένος για τον κόσμο, χωρίς αιτία και σκοπό, ζεις για το τίποτα και πεθαίνεις αγκαλιά με αυτό από καρκίνο ίσως, από ένα τροχαίο δυστύχημα…

Κάποτε, είχε αξία να πεθαίνει κανείς  και η αξία εντοπιζόταν στο νόημα, είχε αξία να πεθαίνεις για κάτι χωρίς το οποίο η ζωή δεν είχε νόημα.

Το «νόημα», είναι κάτι αντικειμενικό; Είναι μια «ιδέα» έξω από εμάς, αυθύπαρκτη; 

Ή είναι κάτι υποκειμενικό, κάτι που ο καθένας το συνειδητοποιεί μέσα από την ίδια τη ζωή, κάτι το οποίο αντλείται από τα ίδια τα πράγματα;

Το «γιατί», απηχεί άραγε την ίδια την υπαρξιακή διερώτηση; 

Και το κενό που αιωρείται μέχρι να δοθεί μια απάντηση, αποτελεί τον υπαρξιακό τρόμο;

Τι θα απομείνει άραγε, όταν ο απόηχος της φασαρίας του κόσμου κοπάσει; 

Όταν σιγήσουν οι κραυγές και τα ξεφωνητά;

Άρα λοιπόν, γιατί λέμε ότι οι εθνικιστές τοποθετούνται στην πνευματική πρωτοπορία; 

Μα διότι καταπιάνονται με την ουσία, τολμούν να ονειρευτούν και να κυνηγήσουν έναν ανθρωπινότερο κόσμο, δεν συμβιβάζονται με την μετριότητα και την ασχήμια, η αισθητική τους ακουμπάει πάνω σε ηθικές ποιότητες και κατηγορίες.

Μέσα σε ένα πλαίσιο παρακμιακό, σε ένα περιβάλλον που παραπαίει και λικνίζεται στον χορό του αμοραλισμού, εμείς, μέσα στην δυστοπία είμαστε οι θηρευτές του ονείρου!

πηγή

«Για την επικαιρικότητα του Ελληνικού Εμφυλίου» (https://anaktisi-mag.gr/)

 

 του Άγγελου Δημητρίου

«’Ο, τι αγαπάς πολύ αυτό απομένει,

όλα τ’ άλλα είναι σκουριά»

Ezra Pound

Ας μην γελιόμαστε. Δεν ήταν πολιτικά - με την τρέχουσα σημασία, γιατί, κατά τα άλλα, ήταν εξεχόντως πολιτικά - τα αίτια του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου. Επρόκειτο, κι ακόμα σήμερα πρόκειται, για κάτι άλλο πιο σκοτεινό, πιο αδιαφανές και, ως τα σήμερα, μη επακριβώς ξεδιαλυμένο, κάτι ίσως ριζωμένο στην βαθιά νοσηρότητα της ανθρώπινης φύσης, όταν ετούτη η τελευταία στρεβλώνεται, παραμορφώνεται, στραπατσάρεται, χάνει άρα την ακέραια ουσία της. 

Πόσο τρομακτικό είναι αυτό, ειδικά όταν φανερώνεται σε συλλογικό επίπεδο, όταν επίσης στοιχίζει πολύ ανθρώπινο αίμα …

Κι ήταν πράγματι εμφύλιος ο πόλεμος αυτός. Το ότι “αδερφός σκότωνε αδερφό” είναι πλέον μια πιστοποιημένη ιστορική πραγματικότητα, που ορισμένες φορές έχει και εμπειρική επαλήθευση, μέσω άμεσων ακουσμάτων, από διηγήσεις αληθινές των συμμετεχόντων. Κι ίσως είναι η πιο ουσιώδης ανάγνωση της Ιστορίας αυτή. Αυτή δηλαδή που δραπετεύει απ’ την επίσημη εξιστόρηση και σκαλίζει όσα είναι καταχωνιασμένα στον άνθρωπο, ξεκινώντας βέβαια πάντα από γεγονότα. 

Ό,τι έχουμε σήμερα μέσα μας, τα ίδια ήταν και τότε. Μη δεν είναι και σήμερα στο μίσος πνιγμένος και αυτοκαταστρεφόμενος ολόκληρος, απ’ άκρη σ’ άκρη, ο κόσμος; Πόσες φορές η κατατρομοκράτηση αλλάζει χέρια και στρατόπεδα και φορείς και αντιστρέφονται ολοένα οι ρόλοι των θυτών και των θυμάτων; Πώς η λαχτάρα της κατεξουσίασης του συνανθρώπου μας κρύβει τα ίδια ελατήρια εγωιστικής αυτασφάλισης!

για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο εδώ ...

Η αναγέννηση του εθνικιστικού αντεργκράουντ (https://anaktisi-mag.gr/)

 

του Άγγελου Δημητρίου

«Όσοι απομείναμε πιστοί στην παράδοση, όσοι δεν αρνηθήκαμε το γάλα που βυζάξαμε, αγωνιζόμαστε, άλλος εδώ, άλλος εκεί, καταπάνω στη ψευτιά. Καταπάνω σ΄ αυτούς, που θέλουν την Ελλάδα ένα κουφάρι χωρίς ψυχή, ένα λουλούδι χωρίς μυρουδιά. Κουράγιο, ο καιρός θα δείξει, ποιος έχει δίκιο, αν και δεν χρειάζεται ολότελα αυτή η απόδειξη».

Φώτης Κόντογλου

Κληθήκαμε σε συνομιλία με τον κόσμο της απομάγευσης, με τον κόσμο του μεταμοντερνισμού. Αυτός είναι ο καιρός μας, εδώ εδράζεται το καθήκον και το σταυρικό πεπρωμένο μας.

Εδώ καλούμαστε να πλεύσουμε σε ένα υπόγειο ρεύμα, ένα ρεύμα που πλαισιώνεται από ιστορίες και μύθους, από πρόσωπα του παρελθόντος και του παρόντος, από συντρόφους και εχθρούς, όπου άλλοτε κυριαρχεί η βία- δημιουργική ή διαλυτική- και άλλοτε η καθηλωτική μιζέρια, η στασιμότητα και η εσωστρέφεια. Είναι ένα μυθικό ταξίδι με προορισμό την στοιχειοθέτηση μιας αντικουλτούρας που θα διαπερνά και θα αναμοχλεύει το περιθώριο στο οποίο τεθήκαμε αθέλητα ή μη.

Ο αντεργκράουντ εθνικισμός, είναι εκείνος που υποδόρια συρίζει σαν φίδι κάθε μέρα, σε δρόμους και σε πόλεις- φυλακές, μέσα στο πλήθος αλλά και σε δωμάτια- δεσμωτήρια.

Ο αντεργκράουντ εθνικισμός, κοχλάζει για να έρθει μια νύχτα σαν τον κλέφτη, δεν βολεύεται στην ομφαλοσκόπηση, δημιουργεί, καινοτομεί , είναι εξωστρεφής και αυτάρκης, αντιπαλεύει τα θεμέλια του προσωρινού.

Κληθήκαμε σε συνομιλία με τον κόσμο της απομάγευσης, και σε αυτή την διαπάλη, έχουμε την αρωγή μιας ισόθεης δωρεάς: αυτήν της Παράδοσης. Είναι αυτή που μάς θυμίζει ότι δεν είμαστε μόνοι, ότι δεν δημιουργούμε στο κενό και για το τίποτα, ότι τα πρόσωπά μας φέρουν μια κληρονομιά που χαλκεύτηκε στην φωτιά και στο σίδερο.

Ας σταθούμε αντάξιοι της δωρεάς!

πηγή

Οι αστικές δημοκρατίες ευνοούν την δημιουργία του «μαζάνθρωπου» (https://anaktisi-mag.gr/)

 

γράφει ο Άγγελος Δημητρίου 

Το αντιθετικό ζεύγος της μαζοποίησης και της οργανικής κοινωνίας αφορά τον τρόπο με τον οποίο δομείται και εκφράζεται ένα κοινωνικό σύνολο, τον τρόπο που αλληλεπιδρούν τα άτομα μεταξύ τους, την σχέση τους με την πολιτική εξουσία και τους θεσμούς, καθώς και την συμπεριφορά τους στο διεθνές περιβάλλον.

Η μάζα αποκρυσταλλώνεται ως κεντρικό χαρακτηριστικό στα αστικοδημοκρατικά καθεστώτα και αυτό δεν είναι παρά επιδίωξη της πολιτικής εξουσίας που επιδιώκει την συντήρηση και διαιώνιση της ώστε να εξυπηρετούνται τα κεφαλαιοκρατικά συμφέροντα. 

Έτσι, δεν υπάρχει πιο βολικός γι’ αυτήν τρόπος ώστε να εκφραστεί η κοινωνική δυναμική, από την αγελαία καταναλωτική χαύνωση, η οποία μάλιστα διατηρεί μιαν επίφαση δημοκρατικότητας με την επίκληση στην λαϊκή κυριαρχία και το κράτος δικαίου. 

Τα τελευταία είναι μόνο λέξεις κενές περιεχομένου καθώς οι αστικές δημοκρατίες έχουν κατορθώσει να διατηρηθεί ένα εξωτερικό περίβλημα λαϊκότητας, το οποίο όμως δεν αγγίζει την ουσία των θεσμών και τα στρώματα του λαού

για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο εδώ ...

Αφού αποτύχαμε στην συντήρηση, πώς να τολμήσουμε την επανάσταση; (https://anaktisi-mag.gr/)

 

γράφει ο Άγγελος Δημητρίου

Το «πρόσωπο» δηλώνει την ταυτότητα. Δηλώνει την κατανόηση του εαυτού, την αυτεπίγνωση, την συνειδητότητα.

Το «πρόσωπο» δηλώνει επίσης την ετερότητα. Κάθε πρόσωπο είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο.

Τέλος, και πιο σημαντικό, το «πρόσωπο» δηλώνει την αναφορικότητα. Βρίσκεται - ακόμα και ετυμολογικά ο όρος - σε αναφορά προς κάτι το άλλο: βρίσκεται απέναντι στις παραστάσεις τις εξωτερικής πραγματικότητας και, το κυριότερο, βρίσκεται σε κοινωνία με το άλλο πρόσωπο.

Είναι λοιπόν, οι ταυτοτικές ετερότητες των προσώπων που συνιστούν την κοινότητα και αυτό αποτελεί μια οντολογική σταθερά πρωτογενή και πρωτόγονη, όσο και η ύπαρξη του ανθρώπου στον κόσμο.

Η κοινότητα πάλι, αποκτά την ιδιοπροσωπία  της που την εκδηλώνει σαν πολιτισμική έκφραση. Διακρίνεται λοιπόν και η κοινότητα από ταυτότητα, ετερότητα, και αναφορικότητα. 

Από την αυτοσυνείδηση μιας  πολιτισμικής και φυλετικής μονάδας, από την μοναδικότητα των χαρακτηριστικών της, από την αλληλεπίδραση με άλλες πολιτισμικές προσεγγίσεις.

Παρότι τα παραπάνω έχουν ειπωθεί και αναλυθεί πάλι και πάλι, είναι σημαντική η υπενθύμιση της καταγωγικής ουσίας του έθνους, και κατ’ επέκταση, της ενεργητικής του μορφοποίησης, του εθνικισμού.

Τρία στοιχεία: ταυτότητα, ετερότητα, αναφορικότητα, συγκροτούν και συνέχουν το έθνος, απηχούν τις αρχέγονες καταβολές του, συγκροτούν την οντολογική του αλήθεια.

Και σύμφωνα με αυτή την αλήθεια, αναπτύσσεται ο σημερινός εθνικισμός και διαμορφώνεται ο ρόλος του.

Στην κατανόησης της εθνικής ύπαρξης, ως ύπαρξης αξεδιάλυτης από τα δομικά της στοιχεία, την κοινότητα και το πρόσωπο, στον σεβασμό και την προάσπιση των στοιχείων αυτών. Στο πεδίο αυτό ο εθνικισμός παρουσιάζεται συντηρητικός, σαν πρόμαχος, σαν υπερασπιστής των ουσιωδών για την σύνολη ζωή του γένους.

Εκεί που ανακύπτει επαναστατικός, είναι στην δημιουργική πλαστικότητα, στην ζωντανή διαμορφωτική δύναμη με τις οποίες διαποτίζει το εθνικό σώμα.

Διότι δεν αρκεί η συντήρηση, αλλά είναι αναγκαία επίσης, η πολιτική αποκατάσταση, η εκφορά πολιτισμού, η ανάδειξη της ιδιομορφίας, ο πλούτος της δύναμης, η αναγεννητική ροή.

Σήμερα, τα τρία προαναφερθέντα στοιχεία βρίσκονται σε μια επικίνδυνη αχλή: Ποια είναι η ταυτότητα του ελληνισμού; 

Διατυπώνονται γνώμες, υπάρχουν διαφορές και διχογνωμίες, όμως ποια είναι η ταυτότητα που έχει εσωτερικεύσει ο λαός, η πεποίθηση για τον εαυτό του, το παρελθόν και το μέλλον του; Άλλο τόσο ομιχλώδη είναι και τα άλλα δύο στοιχεία, τόσο στο φυλετικό όσο και στο πολιτισμικό πεδίο.

Επομένως, η διαπίστωση είναι ρεαλιστικά απαισιόδοξη: αφού αποτύχαμε στην συντήρηση, πώς να τολμήσουμε την επανάσταση;

Εθνικισμός σημαίνει «όλα ή τίποτα» (του 'Αγγελου Δημητρίου)

 

του Άγγελου Δημητρίου

Βαφτίσαμε τον συμβιβασμό, την οκνηρία, την δειλία, την ενδοτικότητα, πολιτικό ρεαλισμό και σύνεση και διαλλακτικότητα. Και τότε ο Εθνικισμός αφυδατώθηκε και γέρασαν πρόωρα τα ζωντανά του κύτταρα μέσα στις συστημικές νοοτροπίες και διεργασίες της «πολιτικής» του συρμού.

Το κακό δεν είναι ότι η ζωή μας είναι φρικτή. Το κακό είναι ότι οι περισσότεροι έχουν συνηθίσει να ζουν αδιαμαρτύρητα, μέσα σε αυτήν την τακτοποιημένη φρικαλεότητα. 

Πολύ περισσότερο, το κακό είναι ότι πάρα πολλοί πείθουν τον εαυτό τους «να αναζητά τις μικρές στιγμές ευτυχίας» ή ότι «υπάρχουν και χειρότερα», στο όνομα μιας φτηνής ροζουλί ψυχολογίας, μιας ρητορείας που άλλο δεν κάνει απ’ το να προωθεί τον συμβιβασμό με την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής. 

Το «υπάρχουν και χειρότερα», είναι το άλλοθι των εξουσιαστών. Για το «χειρότερο» που ζεις εδώ και τώρα, είναι η δικλείδα ασφαλείας για να «κάθεσαι φρόνιμος».

Επί παραδείγματι, οι περισσότεροι θεωρούν «κεκτημένο» και «πλεονέκτημα», το «δικαίωμα» στη μισθωτή σκλαβιά, που τους εξασφαλίζει μια αναλώσιμη μικροαστική ζωή μέσα στην απέραντη χαβούζα κάποιας μεγαλούπολης.

Πρόκειται για την ανάγκη που γίνεται φιλότιμο, είναι τα δεσμά που τα μετονομάσαμε σε στολίδια.

Για τον «αστό», αυτός εδώ είναι ο κόσμος του. Είναι δημιούργημά του και ταυτόχρονα ο ίδιος αποτελεί προϊόν του. Εμείς ωστόσο είμαστε καταγωγικά και ταυτοτικά, ξένοι προς την επιβληθείσα απάνθρωπη συνθήκη του μοντερνισμού. Ξένοι προς τον πλαστικοποιημένο πολιτισμό του καπιταλισμού και του λιμπεραλισμού.

Το πρόβλημα είναι ότι κανείς πια δεν «απελπίζεται». Όλοι συνεχίζουν σαν αυτόματα να διαγράφουν παραπαίοντας την μικρονοϊκή τους πορεία. Όμως, το μικρό μέρος της Ιστορίας που έλαχε να ζήσουμε δεν είναι παρά ο επιθανάτιος ρόγχος ενός ολόκληρου πολιτισμού. Ένα ψοφίμι που επιμένει να στέκεται στα σαπισμένα πόδια του, αγκομαχώντας για τα τελευταία του τυφλά βήματα. Θα το προμηθεύσουμε με υποστηρικτικά δεκανίκια ή θα του δώσουμε την χαριστική βολή;

για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο εδώ ...

Η αιχμή της Ελευθερίας



γράφει ο Άγγελος Δημητρίου

«[…]οι πατέρες θα συνηθίσουν να θεωρούν τα παιδιά τους ίσα και όμοιά τους και να φοβούνται τους γιους τους, το ίδιο πάλι οι γιοι τους πατέρες, και ούτε θα σέβονται ούτε θα φοβούνται τους γονείς τους, για να είναι βέβαια ελεύθεροι· οι μέτοικοι θα εξισωθούν με τους πολίτες, οι πολίτες με τους μετοίκους και οι ξένοι επίσης[…] ο δάσκαλος φοβάται και περιποιείται τους μαθητές του, οι μαθητές καμιά σημασία δεν δίνουν στους δασκάλους και στους παιδαγωγούς τους· και γενικά οι νέοι αγαπούν να εξομοιώνονται με τους γεροντότερους και να συνερίζονται μ’ αυτούς στα λόγια και στα έργα, οι γέροντες πάλι κατεβαίνουν έως το επίπεδο των νέων, μιμούνται τους τρόπους τους και κάνουν τον ευτράπελο και τον χαριτωμένο, για να μη θεωρούνται τάχα φορτικοί και δεσποτικοί.[…] βλέπεις τους δούλους τούς αγορασμένους και τις δούλες ν’ απολαβαίνουν όχι μικρότερη ελευθερία από κείνους που τους αγόρασαν. 

Ελησμόνησα ακόμα να πω πόση ισονομία και ελευθερία επικρατεί στις μεταξύ ανδρών και γυναικών σχέσεις.[…] Και τα ζώα ακόμα που βρίσκονται στην υπηρεσία των ανθρώπων, απολαβαίνουν εδώ μεγαλύτερη ελευθερία από παντού αλλού· γιατί πραγματικά, τα’ άλογα και τα γαϊδούρια, συνηθισμένα να πηγαίνουν ελεύθερα και με όλη τους τη μεγαλοπρέπεια στους δρόμους, πέφτουν απάνω σ’ όσους τύχει να συναντήσουν, άμα δεν παραμερίσουν αυτοί· και τέλος πάντων όλα χαίρονται απόλυτη ελευθερία. […] Η ψυχή των πολιτών γίνεται τόσον ευπαθής, ώστε και στην ελάχιστη υποψία καταναγκασμού που θα ‘θελε να τους επιβάλει κανείς αγανακτούν και εξεγείρονται. Στο τέλος ξέρεις βέβαια ότι καταντούν να μη λογαριάζουν καθόλου και τους νόμους, είτε τους γραπτούς είτε τους άγραφτους, για να μην έχουν κανέναν απολύτως κύριο.»

Στο Όγδοο βιβλίο της Πολιτείας, ο Πλάτων μας δίνει με αυτόν το περιγραφικό τρόπο την εικόνα μιας κοινωνίας που έχει αφεθεί να κατευθύνεται από την ελευθεριότητα και την ασυδοσία. Η ευθύνη αποδίδεται στον τρόπο λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος και η κατάληξη μιας τέτοιας κοινωνίας είναι η επιβολή σ’ αυτήν μιας τυραννίας.

Δεν είναι όμως ήδη μια τυραννία, η παράδοση των ανθρώπων στα ένστικτα, στις ταπεινές επιθυμίες; Η διόγκωση του ατομικού θελήματος και η τάση του να επικαλύψει και να κατεξουσιάσει τις άλλες ατομικότητες δεν είναι μια υποδούλωση; Ο άνθρωπος κατέχεται από ισχυρές εσωτερικές δυνάμεις, πολλές φορές σκοτεινές και πάντως ανεξιχνίαστες ακόμα και για την σύγχρονη νευροεπιστήμη. Η έλλογη διαχείριση αυτών των ενστίκτων, η περιστολή τους, είναι ένα συνεχές διακύβευμα. Ο κίνδυνος να διολισθήσουμε στην βαρβαρότητα είναι πάντα υπαρκτός. Μήπως όλες οι θρησκείες δεν εφαρμόζουν κάποια ασκητική μέθοδο προκειμένου να ξεπεραστεί η φυλακή της φυσικής μας αναγκαιότητας; Να μια διαφορά ανάμεσα στην ελευθερία και την ελευθεριότητα.

Είναι σαφές βέβαια, ότι ο Πλάτων εισάγει στην Πολιτεία τον ολοκληρωτισμό, υπό την έννοια μιας καθ’ ολοκληρίαν επόπτευσης της ζωής του ατόμου συνολικά. Γιατί η προσωπική ηθική και συμπεριφορά τον ενδιαφέρει πάρα πολύ. Μην ξεχνάμε ότι διαμέσου της δίκαιης πολιτείας η κοινωνία οδηγείται στην θέα του αγαθού.

Τούτες οι εικόνες που μας ζωντανεύει ο Πλάτων, είναι πολύ γνώριμες από την σημερινή κοινωνική πραγματικότητα. Ο υποκειμενισμός και ο σχετικισμός, καθώς και οι ακραίες συνέπειες τις ατομικής ελευθερίας, από ατομικές πρακτικές ανάγονται σε θεσμούς, έρχονται για να ορίσουν την ζωή μας και να μας εξουσιάσουν, δίνουν μια γενική κατεύθυνση, προσδιορίζουν την συλλογική ηθική, αποκτούν πολιτική και κοινωνική αναφορά. Σε άλλο σημείο της Πολιτείας, ο φιλόσοφος θα παρομοιάσει μια τέτοια κοινωνία με έναν μεθυσμένο.

Σήμερα, το τέλος αυτής της παραφοράς μοιάζει πολύ κοντινό. Και αυτό που θα την διαδεχθεί, πολύ επικίνδυνο. 

«Εγώ ενάντια στον κόσμο»*



του Άγγελου Δημητρίου

Ένα ιχνογράφημα του Τσάρλς Μπουκόβσκι

Ένα κομμάτι από τον Τσάρλς Μπουκόβσκι δεν ενηλικιώθηκε ποτέ. Έμεινε για πάντα - ένα κομμάτι του - το τραυματισμένο παιδί που έζησε την δυστυχία και την κακοποίηση πολύ πρώιμα. «Θα έλεγα πως εκείνο που έμαθα ήταν να μην κλαίω πολύ όταν κάτι πηγαίνει στραβά. Με άλλα λόγια, με σκλήρυνε προετοιμάζοντaς με για όσα ακολούθησαν: την αλητεία, τον δρόμο και όλες τις άσχημες δουλειές και τις αντιξοότητες. Είχα σκληρύνει από πολύ μικρός, όλα όσα συνέβησαν μετά δεν με σόκαραν».

Ο ίδιος, αν όχι κατασκεύασε, τότε σίγουρα συντήρησε και τροφοδότησε τον μύθο που τον ακολουθούσε για την ζωή του. Τον μύθο του περιθωριακού. Είναι αλήθεια ότι αποστράφηκε το πλήθος. Ήταν έξοχος όμως στο να το παρατηρεί και να αντλεί υλικό για τα γραπτά του. Ένιωθε αποξενωμένος και έζησε ως τέτοιος. Ένας μοναχικός παρατηρητής και καταγραφέας καταμεσής των αμερικανικών μεγαλουπόλεων και κυρίως, του Λος Άντζελες. «Το πλήθος ήταν πάντα εκεί, και εγώ ήμουν πάντοτε αλλού, από πολύ νωρίς. Κι αυτό είναι ένα απόλυτο αδιέξοδο[…] Ποτέ δεν ένιωθα ωραία μέσα στο πλήθος».

Το ποτό, η γραφή, η κλασική μουσική στάθηκαν οι μεγάλες παρηγοριές του μπροστά στον φόβο του για την ζωή και τους ανθρώπους, μπροστά στην δυσκολία του να τα αντιμετωπίσει, μπροστά στις καταθλιπτικές και αυτοκτονικές του τάσεις.

Άσκησε οξεία κριτική στον δυτικό πολιτισμό και στον μοντέρνο τρόπο ζωής, καθώς  και στο αμερικανικό όνειρο, στην καταναλωτική κοινωνία, στις κίβδηλες σχέσεις των ανθρώπων. «Με τον εαυτό μου δεν είχα κανένα πρόβλημα, πρόβλημα είχα με εκείνα τα μέρη, με εκείνα τα πρόσωπα, με τις χαμένες, κατεστραμμένες ζωές- τους ανθρώπους που κοίταζαν να τα βγάλουν πέρα με τον πιο φτηνό και εύκολο τρόπο. Ανάμεσα στην Εκκλησία και το κράτος, και τον οικογενειακό τρόπο ζωής, ανάμεσα στο εκπαιδευτικό και ψυχαγωγικό σύστημα, ανάμεσα στην οκτάωρη εργασία και το τραπεζικό σύστημα εκείνοι οι άνθρωποι καίγονταν ζωντανοί. Το να κλείνω την πόρτα και να μένω σ’ ένα μικρό δωμάτιο ή να κάθομαι σε κάποιο μπαρ τη νύχτα ή τη μέρα ήταν ο δικός μου τρόπος να λέω όχι σε όλα αυτά».

Όμως ποτέ δεν θέλησε να γίνει καθοδηγητής, «να περάσει κάποιο μήνυμα». Εξέφρασε μόνο τον εαυτό του και έδωσε την εικόνα που είχε αυτός ο ίδιος για τα πράγματα. Στην πρώτη του νεότητα συντάχτηκε με τους γερμανούς εθνικοσοσιαλιστές αν και μετέπειτα θέλησε να αποστασιοποιηθεί από τις νεανικές αυτές επιλογές του. Όπως σημειώνει ο βιογράφος του Barry Miles, «θα ήταν τεράστιο λάθος να προσπαθήσουμε να αμβλύνουμε την σημασία της σχέσης του Μπουκόβσκι με τον φασισμό και να θεωρήσουμε πως ήταν απλώς ένας τρόπος για να τραβήξει την προσοχή των άλλων». Δεν πίστεψε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και αρνήθηκε να συμμετάσχει στο πλευρό της Αμερικής.

Ο κυνικός και ευαίσθητος, αντιφατικός και στωικός Μπουκόβσκι, ο βαθιά ανθρώπινος αλλά και αποστασιοποιημένος, είναι ένας κατεξοχήν πολιτικός και κοινωνικός συγγραφέας, η ζωή και το έργο του αποτελούν σημαντικό αποτύπωμα στην ιστορία της λογοτεχνίας.

*τίτλος κειμένου του Μπουκόβσκι

Περιλαμβάνεται στο βιβλίο ΑΝΥΠΟΤΑΓΗ, εκδόσεις Λόγχη.


Δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2020 στην εφημερίδα Ελεύθερος Κόσμος

Ελευθερία: Μια Κινηματική Πρόκληση



του Άγγελου Δημητρίου

Δεν είναι μόνο η υπαρκτική ελευθερία που πρέπει να μας απασχολεί, ή η ελευθερία σε μεταφυσικό και φιλοσοφικό επίπεδο. Στην κοινωνικοπολιτική δραστηριότητα το στοίχημα για την ελευθερία είναι εξίσου σημαντικό και ορισμένες φορές αγγίζει παραμέτρους της ίδιας μας της επιβίωσης. Από τον σύγχρονο κόσμο και τα ιδεολογικά του ρεύματα έχουμε να πάρουμε κάποια πράγματα αναφορικά με ακολουθητέες μεθόδους δράσης. Πολύ περισσότερο, καθώς οι παραστάσεις γίνονται όλο και πιο περιοριστικές, αν όχι ασφυκτικές.

Αν στρέφουμε συχνά το βλέμμα στην λειτουργία των προνεωτερικών κοινωνιών, δεν είναι για την ανάκληση φαντασμάτων, δεν είναι για να εξιδανικεύσουμε ή να δώσουμε υπόσταση στο παρελθόν, το οποίο έτσι κι αλλιώς είχε τα μειονεκτήματα και τις παθογένειές του και έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Δεν είναι για να προβάλλουμε στο παρόν ένα πλαστό κοσμοείδωλο.

Είναι διότι η συνισταμένη των κοινωνιών αυτών, μέσα από τις διαφοροποιήσεις, τις αντιλήψεις, τις συμπεριφορές και τα στερεότυπα πάνω στα οποία αναπτύχθηκαν, εναρμονίζεται στην ουσία της με την φυσική και φυσιολογική ροπή του ανθρώπου. Η ουσία τους δηλαδή ανταποκρινόταν σε ένα οντολογικό και ανθρωπολογικό υπόβαθρο υγιές.

Γνωρίζουμε ότι η τομή του μοντερνισμού στην Ιστορία, αποκρυστάλλωσε την ατομικότητα, έφερε την αυτονόμησή της και οδήγησε- στην ύστερη φάση- στην ισχυροποίησή της, μέχρι του σημείου να χτιστεί μια αυταπάτη παντοδυναμίας της.

Σήμερα, καθώς πολλοί συμφωνούν στο πέρασμα της ανθρωπότητας, και κυρίως της Δύσης, σε μια μετανεωτερική φάση, το άτομο σταδιακά καλείται να έρθει αντιμέτωπο με τα αδιέξοδα που γέννησαν οι επιλογές του, με την οντολογική μοναξιά του.

Είναι γνωστό ότι ο νεωτερικός άνθρωπος στάθηκε έντονα στο θέμα της εκζήτησης ατομικής ελευθερίας. Το αίτημα αυτό προσδιόρισε τον χαρακτήρα των θεσμών, την σύσταση και λειτουργία των συλλογικοτήτων, και πέρα από την πολιτική, πέρασε στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Έγινε ένα καινούριο αυτονόητο. Η μετανεωτερικότητα φτάνοντας τα ίδια τα δεδομένα της μοντέρνας πραγματικότητας στα ακραία τους όρια, επέφερε έναν κατακερματισμό στο άτομο και από την άλλη συνέτεινε στην ανάδυση των κάθε είδους κοινωνικών μειονοτήτων και υποομάδων, που και σήμερα βλέπουμε να επιδιώκουν την θωράκισή τους με την κάρπωση όλο και περισσότερων δικαιωμάτων. Αυτές στάθηκαν οι οριακές εκφράσεις του ζητήματος της ελευθερίας στον σύγχρονο κόσμο.

Ο σύγχρονος ριζοσπαστικός εθνικισμός, με βάση τα παραπάνω,  έχει να επιβιώσει και να εκφραστεί σε αυτό το περιβάλλον. Αυτή είναι η εποχή του. Μια εποχή που δεν την επέλεξε και δεν την μορφοποίησε ο ίδιος. Έτσι το καλύτερο που μπορεί να γίνει χωρίς να κλείνονται τα μάτια στην πραγματικότητα, είναι να αντληθούν τα στοιχεία του παρόντος που μπορούν να αποδειχθούν ωφέλιμα. Σίγουρα ο εθνικισμός δεν μπορεί να απεμπολήσει το οργανικό του δεδομένο που είναι η πρόταξη της συλλογικότητας, της κοινότητας. Δεν μπορεί να χάσει την κοινωνική του αναφορά.

Ταυτόχρονα όμως, με γνώμονα τις δικές του καταβολές και την κληρονομία του, μπορεί να επεξεργαστεί το ζήτημα της ελευθερίας διεκδικώντας ζωτικό χώρο εντός της κατεστημένης συνθήκης. Όχι της εθνικής ελευθερίας μόνο. Αλλά της ελευθερίας που κατανέμεται στην μεταμοντέρνα πραγματικότητα, κομματιασμένη μέσα στις κοινωνίες, διαμοιρασμένη στις κάθε είδους κοινωνικές ομαδοποιήσεις. Έχει δηλαδή να κοπιάσει για την ανάσχεση της ετερονομίας, του ετεροκαθορισμού, που πλήττει τον πυρήνα της υπόστασής του. Μια διπλή προοπτική είναι αφενός μεν να διατηρήσει το φορτίο των ιδεών και των ιδανικών του, να διατηρήσει την εσωτερική του συνοχή και τις ορίζουσες γραμμές της υπόστασής του, και αφετέρου σε εξωτερικό επίπεδο να εκμεταλλευτεί την περιρρέουσα πολυδιάσπαση προκειμένου να αντλήσει νέες δυνάμεις και δυνατότητες.

Με δυο λόγια, να πολεμήσει τον μοντέρνο κόσμο, με τα ίδια του τα όπλα.

Η σημερινή ανάπτυξη των εθνικιστών και των κινημάτων τους σε άξονες διαφορετικούς από εκείνους του παρελθόντος, ίσως αποτελεί ένα ενθαρρυντικό δείγμα ωριμότητας και της ισχύος εκείνης που έχει να κάνει με την προσαρμογή στις εκάστοτε συνθήκες.

Ο σκεπτικισμός  απέναντι στον αρχηγισμό και στις αυτόκλητες αυθεντίες, η περιστολή των αντιδράσεων του θυμικού και η επένδυση σε στοιχεία εκλογικευμένα, η αποδυνάμωση της άτεγκτης ιεραρχίας και η απόδοση οριζόντιων μορφών συνεργασίας, ο παραγκωνισμός των κλασσικών τρόπων άσκησης πολιτικής, συνιστούν βήματα ελπιδοφόρα μέσα στο ζοφερό περιβάλλον, αποδεικνύουν μια τάση ανανέωσης όσων  οι παλαιότεροι θεωρούσαν δεδομένα.


Οι εθνικιστές οφείλουν να αποδείξουν ότι αντέχουν την ελευθερία, ανθίστανται στην χειραγώγηση και είναι ικανοί  να θέτουν δημιουργικούς στόχους με το να αφουγκράζονται το παρόν. Έχουν την ευκαιρία να μεταμορφώσουν την δυσκολία σε πλεονέκτημα.

Σπασμένα οδοφράγματα



του Άγγελου Δημητρίου

Πέρασαν οι πιο ζεστές μας ώρες
Όπως μέσα σε εκτυφλωτικά
Λευκά φώτα νοσοκομείου

Η πραγματικότητα
Ραντίζει πιτσιλιές με αίμα
Σαν κομμένη αρτηρία

Το μέλλον μας
Πουλί που ξεκοιλιάστηκε
Πάνω στο συρματόπλεγμα

Οι μέρες μας
Σπασμένα οδοφράγματα
Στο έλεος της λεηλασίας

Εκεί όπου ασφυκτιά ο θυμός
Μέσα σε δωμάτια μοναχικά
Εκεί που ο  κόρακας
-στα σκουπίδια μέσα -
ψάχνει την τροφή του

Εκεί που απλώνονται  άδειες
Και φωταγωγημένες οι λεωφόροι
Σαν στιλβωμένα απ’ το φεγγάρι
Νεκροταφεία κατάλευκα
Μέσα στη νύχτα

Καθώς ο Θεός εξόριστος
Κρύβεται θυμωμένος
Στα μάτια αγνώστων
Που μας προσπερνούν

Καθώς ουρλιάζει ο ορίζοντας
Φλεγόμενος
Μέσα απ’ τα φαράγγια βαθιά
Του σούρουπου που αργοπεθαίνει

Καθώς η νύχτα πασπαλίζει
Με παγωμένη ασημόσκονη
Το σώμα της αμυγδαλιάς

Εκεί γεννιέται ρωμαλέα
Μια νέα ποίηση της ήττας
Μαύρη και οργισμένη
Σαν σημαία
Ενώ ο σοβάς του ουρανού
Κρέμεται ετοιμόρροπος
Πάνω απ’ τα βλέφαρά μας

Σπασμένα οδοφράγματα
Τα όνειρά μας
Στη μέση μιας εξέγερσης
Που την λογαριάσαμε
Σαν κάτι περισσότερο

Κι από Ομολογία

«Στην εθνική ενότητα είμαστε προδότες»


του Άγγελου Δημητρίου

Γνωστό το σύνθημα. Και η προέλευση του. Πέρα όμως από τον νεοχίπικο  αεθνικό κοσμοπολιτισμό θα είχε ενδιαφέρον μια διαφορετική ερμηνεία. Συνήθως ακούγεται από τους πολιτικούς η επίκληση στην αναγκαιότητα διατήρησης της  «εθνικής ενότητας σε περιόδους κρίσεων». Όμως, όλος ο νεοελληνικός παραλογισμός υποδηλώνει μια κρίση. Πιο σωστά, υποδηλώνει την παρακμή. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, γιατί ένας εθνικιστής να συγκαταβεί και να ταυτιστεί με τα προϊόντα και τους αιτίους της παρακμής; Με ποιον να συστρατευτεί; Και για ποιον σκοπό; Το χάσμα δεν γεφυρώνεται με συναισθηματισμούς και συνθηματολογίες…

Σίγουρα, σε μια κοινωνία η διαίρεση δεν είναι ευκταία. Ωστόσο, η επισήμανση των εχθρών, παραμερίζοντας  γλυκερές κοινοτοπίες περί ενότητας, δείχνει τουλάχιστον την θέληση να ξεχωρίσει το υγιές από το σκάρτο, να αποδοθούν ευθύνες και να υπάρξει τιμωρία, επισημαίνει το αδιέξοδο, καλεί μια ολόκληρη κοινωνία σε επώδυνη αυτογνωσία.

Το κάλεσμα σε «εθνική ομοψυχία» υποκρύπτει ακόμα μια φορά την προσπάθεια της ταύτισης του κράτους με την εθνική ψυχή και την θέληση του λαού, την επισκίαση αυτής της θέλησης από την αυθεντία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Την εξιδανίκευση του κουτσουρεμένου και παραπληγικού έθνους- κράτους. Τούτο το χωλό μόρφωμα όμως δεν είναι η πατρίδα μας. Δεν συγγενεύει καν με τους οραματισμούς του μεγάλου μας διαχρονικού γένους και του πολιτισμού του. Αντίθετα, τα αντιπαλεύει, τα συκοφαντεί και οικειοποιείται το όνομά τους εξευτελίζοντάς τα.

Καμιά εθνική ενότητα δεν μπορεί να υπάρξει με τους πολεμίους του έθνους, με τις κρατικές αρχές και τους έμμισθους αξιωματούχους της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, καμιά εθνική ενότητα με όσους εφαρμόζουν τους αφύσικους νόμους και υπηρετούν τους ανήθικους θεσμούς της. Καμιά εθνική ενότητα με την εξηλιθιωμένη μάζα, με τον «μέσο ψηφοφόρο» και τον «μέσο πολίτη» με τον φοβισμένο και βολεμένο «νοικοκυραίο», με την απολιτική νεολαία και την νεολαία που «παίζει επανάσταση» έως ότου αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο και ευθυγραμμιστεί. Καμιά ενότητα με τον κάθε είδους δούλο του αστικού καθεστώτος. Και ο κατάλογος θα μπορούσε να είναι μακρύς.

Με λίγα λόγια, οι εθνικιστές δεν μοιράζονται την ίδια πατρίδα με τους εκφραστές της κατάπτωσης στις πολλαπλές τους αποχρώσεις. Δεν ανήκουν οργανικά στην νεοελληνική κοινωνία. Η ίδια αυτή κοινωνία τους απέβαλλε από το ζοφερό της πανηγύρι, από το μεθυσμένο αυτοκτονικό γλεντοκόπημα της.


Όπως δεν είναι και σωτήρες της. Στην ενότητα τους είμαστε προδότες. Στον αχό του πολέμου που ακούγεται, δηλώνουμε λιποτάκτες.

Η Μυστική μας Κοινωνία



γράφει ο Άγγελος Δημητρίου 

«…Δεν θα ξεχάσουμε τη πόρνη που αφιονίζει μέρα νύκτα το λαό μας. Φτωχοί, καταδιωγμένοι εργάτες μιας μεγάλης και υπερήφανης Ελλάδος μέσα σε φτωχογειτονιές και σε στρατώνες μέσα σε φυλακές και τόπους εξορίας θα ορθώνουμε το κράτος μας τη μυστική μας κοινωνία και απάνω σε αμόνια φλογισμένα θα τροχίζουμε το ατσάλι μιας φρικώδους τιμωρίας». 

Λουκάς Γ. Σταύρου 

Αν τους συναντήσεις στον δρόμο, σήμερα πια, δεν θα τους αναγνωρίσεις εύκολα. Μόνο από το αθώο και θυμωμένο βλέμμα. Ο θυμός είναι το κύριο χαρακτηριστικό. Πεντακάθαρος και υγιής. Κάποιοι επλήγησαν από την απογοήτευση αλλά το βλέμμα τους είναι ακόμα το ίδιο γνώριμο. Όλοι αυτοί έχουν κάτι το ευγενές στην στόφα, από εκείνο που παλιότερα χαρακτήριζε τους ονειροπαρμένους και τους αλαφροΐσκιωτους. 

Μέσα τους κρύβουν μια διαφορετική πραγματικότητα και απέχουν από την κανονικοποιημένη ζωή. Οι περισσότεροι είναι δεν είναι είκοσι χρονών, μα κι οι υπόλοιποι διατηρούν την σφριγηλότητα του πνεύματος από την πρώτη τους νιότη. Είναι οι άνθρωποι της δικής μας μεγάλης πολυδαίδαλης οικογένειας. Διακατέχονται από μυστηριώδεις αντιδημοφιλείς δοξασίες, μπαινοβγαίνουν με άνεση στους διαδρόμους του παρελθόντος και συνομιλούν με τις σκιές του, κρατούν φυλαγμένα οράματα, στους καιρούς μας των τσακισμένων ονείρων. Και διατείνονται πως είναι ακόμα ζωντανοί άνθρωποι που ήρθαν σ’ αυτήν εδώ την γη για να διασώσουν την τιμή του ανθρωπίνου προσώπου. 

Περνούν από τους πάγκους με τα παλιά μεταχειρισμένα βιβλία. Στέκονται. «Σίτσα Καραϊσκάκη: Ο γιος της καλογριάς. Πρώτη Έκδοση». Ένα μόνο ευρώ. Ένα μόνο ευρώ για να ξαναζωντανέψει ένας ολόκληρος κόσμος. Θα συνεχίσουν παρακάτω και ίσως τους ξαναδείς σε κάποια πυρφόρα βραδινή πορεία, σε κάποια ολιγομελή ζεστή παρέα. Είναι οι άνθρωποι της δικής μας μεγάλης οικογένειας. Διασπαρμένοι μέσα στο πλήθος των πολυκατοικιών, των σκουπιδότοπων της μεγαλούπολης, της συννεφιασμένης καθημερινότητας. 

Κρυφά και σιωπηλά, όχι πάντα επιτυχημένα, οικοδομούν τους μεταξύ τους δεσμούς, αναγνωρίζουν τις ιδέες που συγγενεύουν, τον θυμό στα μάτια και την αγνή καρδιά. Και όλοι αυτοί έρχονται κοντύτερα, πληθαίνουν και πασχίζουν να προχωρήσουν μπροστά. Αντίθετα από το ρεύμα του σύγχρονου ταραγμένου χειμάρρου που παρασέρνει συνειδήσεις και κορμιά. 

Οι σιωπηλοί εργάτες της μεγάλης μας πατρίδας κάθε μέρα μαστιγώνονται. Κυρίως από την συνειδητοποίηση της τραγικής αποστολής τους. Από το μοιραίο κάλεσμα που τους έλαχε και που τώρα πια δεν μπορούν να αποφύγουν και να κάνουν πίσω. Αν ποτέ αναγνωρίσεις αυτό το θυμωμένο και αγαθό βλέμμα, μην προσπεράσεις. Είναι οι άνθρωποι της δικής σου οικογένειας και σε καλούν στην μυστική τους κοινωνία .... 

Οι χρυσές μας διαψεύσεις - Η ιστορία ενός κινήματος που δεν γεννήθηκε ποτέ



του Άγγελου Δημητρίου

Οι ριζοσπάστες εθνικιστές στην Ελλάδα σύρονταν πάντα από την κυριαρχούσα Δεξιά παράταξη στο περιθώριο.  Το περιθώριο αυτό σιγά σιγά έγινε η κατοικία τους, την οποία μισούσαν και αγαπούσαν ταυτόχρονα. Συχνά ενώ είχαν την δυνατότητα να απεμπλακούν από αυτό, επέλεγαν την προστατευτική κρυψώνα που τους παρείχε. Φαίνεται ότι η πολιτική περιθωριοποίηση προσδίδει σε έναν πολιτικό χώρο τον χαρακτήρα μιας μόνιμα αποδυναμωμένης φωνής που αδυνατεί να παρέμβει και να συγκινήσει τις μάζες, ακόμα κι αν οι θέσεις του συζητούνται καθημερινά στις παρέες και αποτελούν προσωπικούς προβληματισμούς πολλών. Τον καθηλώνει στην θέση του γραφικού διαμαρτυρόμενου. Το περιθώριο κατέστη ταυτοτικό στοιχείο των Ελλήνων εθνικιστών. Ας το παραδεχτούμε ψύχραιμα και ειλικρινά. Το πολιτικό περιθώριο αποτελεί μια μέγγενη που προκαλεί άλγος και μαζί γοητεία. Η έξοδος από αυτήν είναι αβέβαιη.

Η αστική δημοκρατία χρειάζεται να προβάλλει μια ελεγχόμενη «πολυφωνία» και οι εθνικιστές άθελά τους συνεισέφεραν σε αυτή τη μεθόδευση, λαμβάνοντας τον ρόλο μιας ασήμαντης μειοψηφίας, «επικίνδυνης και ακραίας», την οποία όμως όλοι «οι υπόλοιποι φυσιολογικοί πολίτες ανέχονταν» χάριν του «πλουραλισμού» και της «ελευθερίας». Ο ρόλος του φόβητρου ωστόσο, είχε και ένα καταρχήν θετικό επακόλουθο. Χιλιάδες νέοι άνθρωποι, η πιο αγνή μερίδα της νεολαίας, σ’ αυτούς που άνθισε ανεπιτήδευτα μέσα τους η αγάπη για την πατρίδα και το επαναστατικό πνεύμα,  μετά την πρώτη τους εφηβεία, επέλεγαν να ριζοσπαστικοποιηθούν κατά τις δεκαετίες της μεταπολίτευσης και να στρατευθούν στον εθνικισμό. Το αφήγημα με το οποίο τρέφονταν, απευθυνόταν ακριβώς στα εφηβικά αντανακλαστικά τους: αυτοί ήταν οι «εκλεκτοί» που νομοτελειακά κάποια μέρα θα άλλαζαν τον κόσμο. Αυτοί ήταν οι «διαφορετικοί», μέσα σε ένα κόσμο νεκροζώντανων. 

Η ρητορική αυτή παρότι αγαπήθηκε και μέχρι και σήμερα αναπαράγεται, διατήρησε στους νέους αυτούς την οσμή του περιθωρίου, διαιώνισε έναν εσωστρεφή εθνικισμό και δυστυχώς, από την φύση της, οδηγούσε στο να απογοητεύονται οι νεαροί ιδεολόγοι, αργά ή γρήγορα. Βέβαια, δεν υπάρχει τίποτα κακό στον να αισθάνεται και να δηλώνει κανείς «διαφορετικός». Αυτό που αποτελεί πρόβλημα είναι όταν τέτοιου είδους διακηρύξεις και πεποιθήσεις λειτουργούν περιοριστικά, πολλές φορές σεχταριστικά, όταν αποκόπτουν τον πολιτικό οργανισμό από την πραγματικότητα. Όταν αναπτύσσονται όχι προκειμένου να ενδυναμώσουν τις συνειδήσεις, αλλά για να συντηρήσουν μια ελεγχόμενη, μικρή, χειραγωγήσιμη  ομάδα ανθρώπων των οποίων η κριτική ικανότητα διαρκώς αμβλύνεται σκόπιμα.

Επιπλέον κάθε φορά που συγκυριακά ο χώρος των εθνικιστών αποκτούσε μεγαλύτερη δυναμική και είχε την ικανότητα να εκφραστεί πλατύτερα, οι ασθένειες του περιθωρίου αποτελούσαν ανασταλτικό παράγοντα. Όπως συμβαίνει στους ανθρώπους με ψυχικές ασθένειες, ο αληθινός χαρακτήρας με τα παθολογικά στοιχεία είχαν για καιρό συμβιώσει και ήταν πια δυσδιάκριτα. Ποια είναι πια τα στοιχεία ενός υγιούς κινήματος και τι αποτελεί ασθένεια;

Σήμερα, βλέπουμε ότι ένας κύκλος κλείνει όσον αφορά τα πολιτικά πράγματα στην Ελλάδα. Παρά όμως τις καινοφανείς μεταβολές, οι εθνικιστές σαν συγκροτημένο - συνειδητοποιημένο πολιτικό σώμα στέκονται μετέωροι και όπως είναι φυσικό, βρέθηκαν απροετοίμαστοι. Καλύπτονται οι δυνάμεις τους από τα φαινόμενα που τόσα χρόνια συντηρούσαν την αδράνεια, την περιθωριοποίηση, την ομφαλοσκόπηση.

Το εθνικιστικό κίνημα δεν απέτυχε γιατί τέτοιο κίνημα, εδώ στην Ελλάδα, δεν υπήρξε ποτέ. Μόνο κάποια ευγενή ξεσπάσματα γνωρίσαμε στην καλύτερη περίπτωση, και κυρίως κατά κανόνα, μόνο έναν πολιτικό χώρο υβριδικό, σπαρασσόμενο, έναν χώρο που (αυτό) υπονομεύτηκε και έδωσε αφορμές για να γίνει πεδίο εκμετάλλευσης των αγαθών προθέσεων των μελών του. Όχι, το μέλλον για μας δεν είναι ευοίωνο. Αλλά αυτό αποτελεί μια πρόκληση και πρέπει να μας πεισμώνει.

Δημοσιεύτηκε στον "Ελεύθερο Κόσμο" αρ. φύλλου 536

Αυτοεξόριστοι από τον μοντέρνο κόσμο




του Άγγελου Δημητρίου

Ο μοντέρνος άνθρωπος δεν δημιουργεί, πιθηκίζει. Δεν διακινδυνεύει, δειλιάζει. Δεν θυσιάζεται, εξασφαλίζεται. Βρισκόμαστε σήμερα αντιμέτωποι με έναν ολοκληρωμένο τύπο ανθρώπου, με μια συνολική θεώρηση της ζωής. Και έχουμε να προτείνουμε μια νέα, την δική μας. Αυτή θα πρέπει να είναι η σκέψη κάθε φορά που αντικρίζουμε ένα ζήτημα μικροπολιτικής, κάθε φορά που η καθημερινή ζωή τοποθετεί μπροστά μας μια έκφραση του μοντέρνου τρόπου ζωής.

Όπως ο μοντερνισμός μας κατακλύζει και τείνει να μας συμπαρασύρει, με τον ίδιο τρόπο καθολική και σθεναρή πρέπει να είναι η άρνησή του από μέρους μας. Γιατί κανείς δεν μπορεί να δουλεύει σε δύο αφέντες. Εχθρός λοιπόν δεν είναι ο «πολιτικός αντίπαλος», αλλά κάθε πτυχή αυτής της τάξης πραγμάτων που δρα διαλυτικά και αφομοιωτικά. Μετέχουμε αναγκαστικά αυτού του κόσμου και γινόμαστε κι εμείς οι ίδιοι χωρίς την θέλησή μας φορείς της παρακμής στον έναν ή τον άλλον βαθμό. Γι’ αυτό και είναι επιτακτικό να ξεριζώνουμε όπου εντοπίζουμε το πνεύμα αυτό που μας θέλει δέσμιους.

Με τον ίδιο τρόπο, η αντίληψή μας για την πολιτική πρέπει να πλατύνει, αγκαλιάζοντας ολόκληρη την ζωή μας, λαμβάνοντας την πολυεπίπεδη χροιά της ολοκληρωμένης κοσμοθεωρίας που θα συνοδεύει την σκέψη και την δράση, κάθε μας βήμα στο ενάντιο περιβάλλον. Έτσι θα τεθούν οι βάσεις για μια αντανακλαστική αντίδραση, μια νοοτροπία με τον χαρακτήρα της εθνικής λαϊκής αντιεξουσίας.

Κάθε επιλογή έχει και το τίμημα της, και όπως γίνεται φανερό, το να είναι κανείς εθνικιστής στην δεύτερη χιλιετία δεν είναι μια ανέξοδη απόφαση. Γίνεται αμέσως το μαύρο πρόβατο, ο μιαρός και ο στιγματισμένος, ο φορέας της ιδέας του απόλυτου κακού. Για να αντεπεξέλθουμε των δυσχερειών είναι σημαντικό οι δικές μας κοινότητες να έχουν επάρκεια, δρώντας αντισταθμιστικά.

Σε ένα μεταπολιτικό πλαίσιο με πολυσχιδή παρουσία. Ο μονήρης είναι ευάλωτος, η συντροφικότητα ωστόσο ενέχει δύναμη. Η ηθελημένη αυτο-αποβολή από το πνεύμα των καιρών δεν είναι αναχωρητισμός και απραξία. Είναι θέση και λόγος, είναι αντίπραξη και αντίδραση. Είναι μια στάση ζωής που κρύβει ελπίδα και οραματίζεται το μέλλον με υγιείς όρους. 

Ο Κόσμος Των Ερειπίων (σχόλιο πάνω στους «Προσανατολισμούς» του Ιουλίου Έβολα)




του Άγγελου Δημητρίου

Αρκετή κριτική θα μπορούσε να κάνει κάποιος στην σκέψη του Έβολα, πολλές διαφωνίες να εντοπίσει. Σε έναν άνθρωπο που στοχαζόταν πολιτικά, αλλά που δεν ήθελε να εννοήσει τον εαυτό του ως «πολιτικό στοχαστή». Ας δούμε όμως από πιο κοντά ένα έργο του που γράφτηκε για να μιλήσει στην σκέψη και την πολιτική δράση των νεολαίων της εποχή του, άρα ένα κείμενο καθεαυτό «πολιτικό».

Ο Έβολα, σκοπεύοντας να περιγράψει τον μεταπολεμικό κόσμο, ξεκινά με την επισήμανση ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για αισιοδοξία, μια τέτοια κρίση θα ήταν παραισθητική. Χρειάζεται ανδρεία - ας το σκεφτούμε - για να αποκλείσει κάποιος τέτοια αισθήματα, χρειάζεται να εργαστεί επάνω σε ένα σκληρό ρεαλισμό και πόσο μάλλον όταν ο σκοπός είναι, όχι μόνο να διατηρήσει τις αντοχές του, αλλά και να εξέλθει και δυνατότερος, νικητής. Χρειάζεται μια ευθύτητα εμπρός στο αδυσώπητο κοίταγμα του κόσμου και του εαυτού. Πολύ περισσότερο όταν προάγεται ως πρότυπο ζωής η υλική ευδαιμονία και η λογική της διαρκούς προόδου και εξέλιξης. Η πολιτική δράση, ωστόσο, ακολουθεί ένα δικό της ανορθολογικό πεπρωμένο που δίνεται με την φράση «εμείς δεν μπορούμε να πράξουμε διαφορετικά, αυτός είναι ο δρόμος μας, αυτή είναι η ύπαρξή μας».

Ο Έβολα είναι σαφής: «βρισκόμαστε στο τέλος ενός κύκλου», «στο μέσον ενός κόσμου ερειπίων». Μπορούμε αλήθεια να συλλάβουμε σε όλο το βάθος και την έκταση τους το νόημα αυτών των φράσεων; Τι σημαίνει ότι ζούμε ανάμεσα στα ερείπια; Τι σημαίνει για την συγκρότηση του εαυτού μας, για τις σχέσεις και την επικοινωνία των ανθρώπων, για την συμπεριφορά, τις συνήθειες και τις ατομικές εκδηλώσεις; Τι σημαίνει για τους θεσμούς και τον τρόπο άσκησης πολιτικής, για την αντίληψη της τέχνης και του Θεού, για την κοινωνική έκφραση;

Και η παραμικρή εξωτερική και εσωτερική κίνηση, ατομική και κοινωνική, είναι ταυτισμένη και επηρεάζεται από αυτό το μολυσμένο και μολυσματικό περιβάλλον που παραπαίει και αργοπεθαίνει. Ακόμα και όσοι λαμβάνουν αποστάσεις από το πνεύμα αυτού του κόσμου, ακόμα και εμείς οι ίδιοι, μετέχουν της παρακμής, βιώνουν την αλλοτρίωση, την γεύονται και συχνά την εκφράζουν ή την εγκολπώνονται.

Η αιτία της πτώσης ορίζεται από το ότι «ο Δυτικός άνθρωπος διέρρηξε τους δεσμούς με την παράδοση». Το ερώτημα τίθεται από τον συγγραφέα: άραγε υπάρχουν ακόμα άνθρωποι όρθιοι ανάμεσα σ’ αυτά τα ερείπια; Και τι πρέπει αυτοί να πράξουν; 


Η Σιωπηλή Επανάσταση (σχόλιο πάνω στους «Προσανατολισμούς» του Ιουλίου Έβολα)



του  Άγγελου Δημητρίου

Αναφορικά με την διαδικασία της αναμόρφωσης, ο Έβολα έχει να προτείνει κάποιες «αντι-πολιτικές» λύσεις. Και σήμερα αυτές είναι περισσότερο χρήσιμες καθώς η πολιτική έχει απαξιωθεί και οι θεσμικές επιλογές για μια αλλαγή έχουν αποδειχθεί αλυσιτελείς.

Απέναντι στην ενεργό πολιτική, την πρακτική πολιτική, την πολιτική που λαμβάνει τα χαρακτηριστικά του μαζισμού, αντιπαραθέτει την «σιωπηλή επανάσταση»: αναγνωρίζοντας τα σημερινά πολιτικά προβλήματα ως εσωτερικά, στο επίπεδο της ηθικής και των ιδεών, εκείνο που θα πρέπει να γίνει πρώτο είναι μια στροφή προς τα έσω, μια μάχη εσωτερική σε κάθε άνθρωπο συνειδητοποιημένο. Απέναντι στον πολιτικό αγώνα όπως γίνεται σήμερα, προτείνεται μια μύχια ανασυγκρότηση, την στόχευση προς μια ποιοτική κατεύθυνση, που θα γίνεται με τρόπο θετικό, και θα διαπερνάει ολόκληρη την ζωή δίνοντας το παράδειγμα.

Είναι μια εξυγίανση και αφύπνιση, η οποία αφού στερεωθεί στο άτομο θα διαχυθεί δημιουργώντας τις προϋποθέσεις της αλλαγής. Ο Έβολα μιλάει για μια «ολοκληρωτική ενασχόληση που πρέπει να αναφαίνεται όχι μόνο στον πολιτικό αγώνα αλλά και σε κάθε έκφραση της ύπαρξης: στα εργοστάσια, στα εργαστήρια, στα πανεπιστήμια, στους δρόμους, στην ίδια την προσωπική ζωή των συναισθημάτων». Το πνεύμα επίσης πρέπει να είναι αδιάλλακτο σε αυτή την πορεία, ασυμβίβαστο, προσηλωμένο, ασκητικό, αντι -αστικό, αντίθετο στον υλισμό της Δεξιάς και της Αριστεράς, στον μοντέρνο μαζάνθρωπο.

Με τον τρόπο αυτό θα δημιουργηθεί μια νέα ελίτ, γύρω από τις αρχές της ιεραρχίας και της οργανικότητας. Μια ελίτ συνεστημένη γύρω από μια Ιδέα, η οποία θα αποτελεί την καινούργια πατρίδα. Είναι σαφείς οι μεταπολιτικές προεκτάσεις των απόψεων του Έβολα και κατά τούτο μοιάζουν πολύ σημερινές. Όπως είναι σαφές ότι παρόμοιες απόψεις εκφράζει λόγω της αποστροφής του προς την μάζα και του ελιτισμού του. Όπως και να ‘χει, όσα αναπτύσσει στο βιβλίο δεν περιορίζονται στον σύντομο σχολιασμό αυτών εδώ των σημειωμάτων.


Είναι όμως ακριβώς «προσανατολισμοί» στον αντίποδα της εφήμερης πολιτικής δραστηριοποίησης που συναντάμε σήμερα και στην πτωμαΐνη που αυτή αναδίδει. Μας δίνει έναν οδοδείκτη για να μεταμορφώσουμε τον κόσμο, μεταμορφώνοντας πρώτα τον εαυτό μας. 



Μαύρη Καρδιά



του Άγγελου Δημητρίου

Μαύρη η καρδιά μας γιατί η  πίκρα και η οργή είναι ατελεύτητη.
Μαύρη γιατί βαδίζουμε μέσα στην ανέλπιδη νύχτα.
Μαύρη γιατί δεν συγγενεύει με κανέναν.
Μαύρη γιατί διαβιούμε σε μια απέραντη φυλακή.

Έχουμε να σφυρηλατήσουμε την συνείδηση μιας απαρέγκλιτης τιθάσευσης των πράξεών μας προς τους σκοπούς μας. Διατρανώνοντας το χάσμα που μας χωρίζει από την κατεστημένη λογική, τις μικροπρεπείς σκοπιμότητες, τις εφήμερες επιδιώξεις. Ο μαζισμός ελλοχεύει σαν ένα ναρκωτικό που οδηγεί στην αυτοεξαπάτηση, την εθελούσια παραίτηση, τον συγχρωτισμό με το νεκρό πνεύμα του μοντερνισμού. Και μόνο όταν λάμπει εντός μας μία μαύρη καρδιά μπορούμε να αποσοβήσουμε τον συγκερασμό εθελοδουλίας και αλλοτρίωσης.

Η καρδιά μας δίνει τον ρυθμό, την εσωτερική αρμονία, μας δίνει την όντως ζωή. Και με αυτή την εφόπλιση καταθέτουμε αντιπαραθετικά τον εαυτό μας. Προς την γενική τάση της υποταγής. Ενάντιοι και ατσαλωμένοι.

Ο εθνικισμός είναι ένας μονήρης αστέρας σε έναν ανάστερο ουρανό. Δυσπρόσιτος, εύθραυστος, μα φωτοβόλος. Μια διαρκής ασκητική παίδευση είναι ικανή να προσελκύσει το φως του το ζείδωρο. Δεν κατακτιέται με ψήφους, με την «πολιτική ενασχόληση και δραστηριοποίηση», με την πεζότητα της ευκαιριακής πολιτικής.

Έχουμε να προσδιορίσουμε, να τοποθετήσουμε, να ανυψώσουμε τον εθνικισμό έξω και πέρα από τις δοσμένες λειτουργίες της πολιτικής. Έχουμε να δούμε την πολιτική πεπλατυσμένη μέχρι τα σύνορα της ζωής μας καθ’ ολοκληρίαν. Έχουμε να περιστείλουμε την «ιδεολογία» προς χάρη του βιώματος , της εμπειρίας και της πράξης. Προς χάρη του δοσίματος του εαυτού, της συντροφικότητας, του μοιράσματος.

Ας λάβουμε μια απόσταση από την εθνικιστική κοσμοθεωρία και έπειτα ας την ξαναπλησιάσουμε αποκαθαρμένη από τους σύγχρονους ρύπους, που την θέλουν ως μια από όλες τις άλλες «ιδεολογίες». Ας εργαστούμε για την διαφοροποίηση μέσα από το παράδειγμα της ζωής μας και την εσωτερική μας συγκρότηση.

Η μαύρη καρδιά επιζητά μια ευεργετική απομόνωση στα πνευματικά όρη. Η μαύρη καρδιά καλεί σε ηθική επαγρύπνηση, ευθύτητα, ακεραιότητα. Είναι άτεγκτη και αρμόζει στους ευγενικούς.


Η μαύρη καρδιά δεν θα εγκολπωθεί ποτέ από την μάζα αλλά θα αγαπηθεί από τους ιδεαλιστές. Είναι η καρδιά του σύγχρονου Δον Κιχώτη, περιπλεγμένη με τους ανεμόμυλους των αγαθών Ιδεών, είναι η καρδιά του ντοστογιεφσκικού Ηλίθιου, θυσιαζόμενη και αγωνιζόμενη και πάσχουσα. Είναι η στρατευμένη προσήλωση στον ριζοσπαστικό εθνικισμό.