Επί ημερών κυβερνήσεως Γιώργου Παπανδρέου το 2010η πατρίδα μπήκε στο 1ο Μνημόνιο την λεγόμενη
Δανειακή Σύμβαση. Με το πρόσχημα ότι η Ελλάδα χρωστάει λεφτά στις Βρυξέλες οι
Ευρωπαίοι εταίροι μαζί με την τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έκλεισαν την ΕΛΒΟ στα
πλαίσια της δανειστικής πολιτικής που ασκήθηκε σε βάρος της Ελλάδος.
Μια τέτοια
ενέργεια αποδυνάμωνε την Ελλάδα όχι μόνο οικονομικά αλλά κυρίως εθνικά καθώς η
ΕΛΒΟ ήταν το σύμβολο της ελληνικής αυτάρκειας στην οπλική παραγωγή και όχι μόνο
διότι η ΕΛΒΟ παρήγαγε και άλλα βαρέα οχήματα όπως λεωφορεία κλπ. ενώ ταυτόχρονα
μια τέτοια πολιτική απόφαση, μας άφηνε εκτεθειμένους απέναντι στην Τουρκία η
οποία διατηρεί δική της παραγωγή οπλικών συστημάτων ενώ παράλληλα παίρνει
εργολαβίες και από άλλες χώρες όπως την Ιαπωνία και την Ουγγαρία.
Μετά το 2012 επί ημερών συγκυβέρνησης Σαμαρά - Βενιζέλου, με
τον πρώτο να παίρνει ένεκα των ημερών τα πατριωτικά εύσημα, ο ισραηλινός
παράγοντας εισχώρησε στην Ελλάδα με διάφορες οικονομικές επενδύσεις, αρχής
γενομένης πως η εθνική οικονομία είχε υποχωρήσει ελέω των ξένων πιέσεων.
Αξίζει
να σημειωθεί πως το ίδιο έτος η Ελλάδα διέκοψε τις εμπορικές σχέσεις που είχε
με το Ιράν από το οποίο προμηθευόμασταν φθηνό πετρέλαιο
Ενώ παρακολουθούμε τα επικοινωνιακά shows της συνήθους
κυβερνητικής παροχολογίας που συνοδεύουν την επίσκεψη του εκάστοτε πρωθυπουργού
στην Δ.Ε.Θ., θα πρέπει να επισημάνουμε το προφανές (αν και αθέατο σε μεγάλη
μερίδα υπνωτισμένων συμπατριωτών μας…):
ότι η Ελλάς βρίσκεται σε ένα
απελπιστικό αδιέξοδο, κυβερνώμενη από έναν θίασο (που παριστάνει την κυβέρνηση)
προεξάρχοντος του Μητσοτάκη και ότι αυτή η άθλια κυβέρνηση, καίτοι παραπαίει
υπό το βάρος αλλεπαλλήλων σκανδάλων και συντριπτικών αποτυχιών σε όλα τα επίπεδα,
παραμένει στο απυρόβλητο, ελλείψει αντιπολιτεύσεως!
Το ερώτημα είναι: γιατί, παρά την πλήρη κυβερνητική αποτυχία
σε ΟΛΟΥΣ του τομείς, η κυβέρνηση συνεχίζει να κυβερνά;
1ον: Έχει επιτύχει την χειραγώγηση της δικαστικής εξουσίας,
η οποία, οσάκις καλείται να ελέγξει την κυβέρνηση, πάντοτε την βγάζει «λάδι».
2ον: Έχει εξασφαλίσει τον πλήρη έλεγχο των μ.μ.ε., τα οποία,
κατ’ ουσίαν «χαϊδεύουν» την κυβέρνηση, αντί να ασκούν τον θεσμικό ρόλο τους,
ασκώντας κριτική και ελέγχοντας την ασκούμενη πολιτική.
3ον: Έχει διαλύσει την αντιπολίτευση, αφού η μεν
αριστερά του άλλοτε κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ έχει διασπασθεί σε άπειρα κόμματα και
κομματίδια, το δε ΠΑΣΟΚ είναι πλήρως αποδυναμωμένο καθώς έχει εν μέρει
απορροφηθεί από την κυβερνητική ΝΔ (τα μισά στελέχη της κυβέρνησης είναι πρώην
στελέχη του ΠΑΣΟΚ…).
Η δε πέραν της ΝΔ «δεξιά»-«ακροδεξιά» που, παραδοσιακά
αρθρώνει «πατριωτικό» (στην πραγματικότητα ελλαδεμπορικό πατριδοκάπηλο) λόγο,
είναι επίσης κατακερματισμένη, έχοντας ως ηγετίσκους, ποταπά άτομα, αργυρώνητα,
διεφθαρμένα, εντελώς ακατάλληλα για να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη και να οδηγήσουν
σε ανατροπή της πολιτικής καταστάσεως
«Η απλή συναίνεση δεν είναι αρκετή για τις δικτατορίες: για
να επιβιώσουν, πρέπει επίσης να ενσταλάζουν μίσος και, κατά συνέπεια, να
σπέρνουν τον τρόμο»
Δεν πιστέψαμε ποτέ
ότι ζούμε σε μια δίκαιη κοινωνία. Ούτε ζητήσαμε ποτέ να έχουμε την αντιμετώπιση
που έχουν τα ΚΝΑΤ ή οι ANTIFA, οι οποίοι αποτελούν το αριστερό και το δεξί χέρι
του συστήματος, δημιουργημένοι για να βάζουν τρικλοποδιές σε εμάς και να
στηρίζουν εκείνους.
Ποιοι είμαστε εμείς; Είμαστε αυτοί που αρνήθηκαν να παίξουν
το παιχνίδι τους. Αυτοί που αρνήθηκαν, μετά από μια συνειδητή ιδεολογική
επανάσταση, να σταθούν στην «δημοκρατική» τους ευθεία, διαλέγοντας «αριστερό» ή
«δεξιό» στρατόπεδο — σε ένα θέατρο όπου ο επιούσιος σεναριογράφος και
σκηνοθέτης χαμογελάει, βλέποντας τους ηθοποιούς που επέλεξε να παίζουν το
καλογραμμένο του έργο.
Αυτοί οι ηθοποιοί, για να μην κάνει κοιλιά το έργο, μπορούν
να σπάνε βιτρίνες, κεφάλια, δρόμους, να βάζουν φωτιές, να στηρίζουν τη δημοκρατία
με κάθε τρόπο και μέσο — και να μη κουνιέται φύλλο. Εμείς απαγορεύεται να
υπάρχουμε. Το γνωρίζουμε. Μας φοβάστε.
Μας φοβάστε γιατί ο εθνικός κοινωνισμός
δεν είναι στείρος· έχει πολιτικό πρόταγμα, στόχο και λύση στο πρόβλημα. Εμείς
δεν θέλουμε happy end· εμείς θα τελειώσουμε την παράσταση και θα γυρίσουμε το
αποχαυνωμένο κοινό στην πραγματικότητα.
Αλλά αυτά είναι ιδεολογικά. Ας περάσουμε στα των ημερών. Για
να είμαστε ξεκάθαροι: η σύλληψη των συναγωνιστών δεν είναι σε καμία περίπτωση
ποινική· είναι μόνο ιδεολογική! Το πρόβλημα δεν είναι κάποιες αντιφά μπλούζες
που σκίστηκαν, κάποια iPhone που έσπασαν και μία-δύο μύτες «σκληρών»
αντιφασιστών που μάτωσαν…
Γιατί αν αυτά ήταν το πρόβλημα, η αριστερά και η
δεξιά — που αμφότερες έχουν ποινικό μητρώο (Τεμπονέρας, Marfin,
Φουντούλης-Καπελώνης κ.ά.) — θα έπρεπε να έχουν κηρυχθεί εγκληματικές
οργανώσεις χρόνια πριν.
Το πρόβλημά τους είναι ότι ο Αυτόνομος Πυρήνας Θεσσαλονίκης
(Defend Salonica), όντας νέα παιδιά, με πάθος και ορμή, ριζοσπαστικοποιήθηκαν
και γύρισαν την Ιδεολογία στο φυσικό της περιβάλλον: στην κοινωνία! Στα
σχολεία, στους δρόμους, στο σήμερα.
Όσοι δεν είμαστε σωματικά δίπλα τους στα κάτεργα της
δημοκρατίας, είμαστε πνευματικά δίπλα τους και φωνάζουμε: ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ &
ΛΕΥΤΕΡΙΑ στα αδέλφια μας!
Σε μια ευνομούμενη Πολιτεία, η Δικαιοσύνη οφείλει να
λειτουργεί με απόλυτη ανεξαρτησία, βάσει αποδείξεων και όχι προκαταλήψεων ή
ιδεολογικών ταυτοτήτων.
Η στοχοποίηση πολιτών μέσα από τα μέσα μαζικής
ενημέρωσης για τα Εθνικιστικά τους αισθήματα ή για την ιδεολογική τους
τοποθέτηση —χωρίς τεκμηριωμένες ενδείξεις τέλεσης παράνομων πράξεων— συνιστά
επικίνδυνη παρέκκλιση από τη δημοκρατική ομαλότητα.
Την ίδια στιγμή, η ελληνική κοινωνία έχει γίνει μάρτυρας
κραυγαλέων περιπτώσεων όπου πρόσωπα με δημόσια ή έμμεση πολιτική σύνδεση με
κόμματα εξουσίας, εμπλέκονται σε σοβαρές και αποδεδειγμένες εγκληματικές
πράξεις, χωρίς να τους αποδοθεί πολιτική ταυτότητα από τα μέσα ενημέρωσης.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η υπόθεση του Δημήτρη
Λιγνάδη, πρώην καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, ο οποίος
καταδικάστηκε για βιασμό ανηλίκων. Παρά τη γνωστή δημόσια στήριξή του από
κυβερνητικούς παράγοντες και τη διορισμένη θέση του από την τότε ηγεσία του
Υπουργείου Πολιτισμού, τα τηλεοπτικά μέσα ουδέποτε τον αποκάλεσαν “άνθρωπο της
Νέας Δημοκρατίας”.
Αντίστοιχα, στην περίπτωση του ιερέα Αντώνιου Μυστακίδη
(πατρός Αντωνίου, γνωστού από την "Κιβωτό του Κόσμου"), ο οποίος
ελέγχεται για υποθέσεις κακοποίησης και οικονομικών ατασθαλιών, οι επαφές του
με πολιτικά πρόσωπα και φωτογραφίες του με ηγετικά στελέχη της κυβέρνησης
παραμένουν στο απυρόβλητο της δημόσιας κριτικής.
Ας θυμηθούμε επίσης τον πρώην βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας
Νίκο Γεωργιάδη, ο οποίος καταδικάστηκε για υπόθεση παιδεραστίας στη Μολδαβία,
χωρίς ποτέ να δοθεί έμφαση στη σχέση του με το κόμμα, ούτε να συνοδεύεται το
όνομά του από πολιτική ταυτότητα στα πρωτοσέλιδα.
Και βεβαίως, δεν μπορεί να παραληφθεί η υπόθεση Τεμπονέρα,
όπου ένας καθηγητής δολοφονήθηκε από πολιτικό στέλεχος της τότε νεολαίας της
Νέας Δημοκρατίας, χωρίς να υπάρξει ποτέ ευρύτερη ιδεολογική στοχοποίηση του
συνόλου του πολιτικού χώρου από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης.
Η συλλογική ευθύνη
δεν αποδόθηκε τότε, ούτε επιχειρήθηκε ιδεολογική δίκη του συνόλου της Δεξιάς.
Αναρωτιόμαστε λοιπόν: γιατί σε αυτές τις υποθέσεις δεν
αποδόθηκε πολιτική ιδιότητα στους δράστες, ενώ σε άλλες περιπτώσεις, απλοί
πολίτες ή πρόσωπα με Εθνικιστικές ιδέες δικάζονται πρώτα στον δημόσιο λόγο λόγω
φρονήματος και μετά —ίσως— με βάση τις πράξεις τους;
Η πολιτική ή ιδεολογική ταυτότητα δεν μπορεί να υποκαθιστά
τις αποδείξεις. Ο Εθνικισμός δεν είναι ποινικό αδίκημα.
Η ισονομία, η δίκαιη μεταχείριση και η προστασία των
θεμελιωδών δικαιωμάτων είναι απαραίτητα στοιχεία για να διαφυλαχθεί η
αξιοπιστία των θεσμών. Η δημοκρατία δεν απειλείται από ιδέες, απειλείται όταν
παύει να εφαρμόζεται ίσα προς όλους!
Η Ελλάδα εξ ορισμού από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους (αποικία υπό την κυριαρχία των στοών της Αγγλίας) υπήρξε μια χώρα όπου οι ιδεολογικές διαμάχες ανάμεσα στις ελίτ της καθορίζονταν από την ξενοκρατία, την ολοκληρωτική εξάρτηση από τις υπερδυνάμεις και τις αυτοκρατορίες που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση της πολιτικής τάξεως που γέννησε η Ελληνική Επανάσταση του 1821. Η υποδοχή των διεθνών και Ευρωπαϊκών ιδεών, η πρόσληψη τους από τους Έλληνες διανοούμενους ήταν λογικό να αντανακλά αυτή την σκληρή πραγματικότητα αλλά και να φανερώνει τους τρόπους που κάποια ρεύματα και οι διανοούμενοι μέσω της υιοθέτησης νέων ιδεολογιών και φιλοσοφιών προσπαθούσαν να αμφισβητήσουν την πνευματική ξενοκρατία του έθνους, σκοπεύοντας να ενισχύσουν την εθνική ιδέα ενισχυμένη από εποικοδομητικές προσθήκες των ξένων ιδεολογιών.
Η παρατήρηση και εξέταση της ιδιαίτερης για παράδειγμα πρόσληψης των Εθνικιστικών και Σοσιαλιστικών ιδεών στην Ελλάδα από τα τέλη του 19ου αιώνα μπορεί να επιβεβαιώσει αυτή την αντίφαση των Ελλήνων διανοουμένων και τον διχασμό τους ανάμεσα στο πως θα αξιοποιήσουν για την πατρίδα τον καλύτερο τρόπο ενσωμάτωσης των ξένων δογμάτων στην νεοφώτιστη ιστορική νεοελληνική ζωή. Από τον Παλαμά, τον Δραγούμη, τον Σικελιανό, τον Καζαντζάκη, τον Συκουτρή και τον Καμπάνη έως την γενιά που στράφηκε προς τον μαρξιστικό σοσιαλισμό από τους Βαλκανικούς πολέμους και μετά υπάρχει έντονη αυτή η σύγκρουση. Όμως αυτό που χαρακτηρίζει την ελληνική ιδεολογική ιδιαιτερότητα είναι η αναντιστοιχία της πορείας της εθνικιστικής ιδεολογίας σε σχέση με την πορεία που πήρε η μαρξιστική σοσιαλιστική και κομμουνιστική ιδεολογία.
Στην Ελλάδα μέχρι και την άνοιξη του 1941, την Γερμανική επίθεση καιτριετή κατοχή καμία από τις δυο ιδεολογίες δεν έχει αποκτήσει πολιτική ηγεμονία μέσα στην ελληνική κοινωνία . Η Μεταξική περίοδος στην οποία υιοθετείται μια «εθνικιστική»τυπολογία εκ των άνω με άπειρες αντιγραφές του Φασιστικού Ιταλικού Κράτους περισσότερο κρατικοποίησε παρά άνθισε την εθνικιστική πνευματική δυναμική που είχε η χώρα από το μαύρο ‘97 ως και την Μικρασιατική καταστροφή. Από την άλλη μεριά η κομμουνιστική μαρξιστική ιδεολογία μπόρεσε να αποκτήσει έδαφος ανάπτυξηςγια τρεις βασικούς λόγους:
Πρώτον γιατί επένδυσε πάνω στην κοινωνική κατάπτωση και την κατεστραμμένη εθνική ψυχολογία που έφερε στην χώρα το 1922.
Δεύτερον γιατί από την αρχή ανάπτυξης του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα παρενέβη στο εσωτερικό του διαλύοντας εκ γενετής σχεδόν την ανάπτυξη των αναρχοσυνδικαλιστικών τάσεων ή την εμφάνιση πρωτογενών εθνικοσυνδικαλιστικών τάσεων (κάτι που χαρακτήρισε έντονα για παράδειγμα την Ισπανία).
Τρίτον γιατί σε αντίθεση με την εθνικιστική ιδεολογία συγκροτήθηκε σε κόμμα με απόλυτη μονολιθική οργάνωση και υπό την ξεκάθαρη καθοδήγηση του Κρεμλίνου από την πρώτη μέρα ως και την ημέρα που κατάρρευσε η ΕΣΣΔ. Στην αντίπερα όχθη ουδέποτε δημιουργήθηκε Φασιστικό κίνημα με σκοπό την κατάκτηση του Κράτους στις βάσεις του επαναστατικού εθνικισμού, γεγονός που χαρακτήριζε όλα τα ευρωπαϊκά εθνικιστικά κινήματα του μεσοπολέμου.
Ο κύριος λόγος που η μεγάλη εθνικιστική πνευματική άνοιξη των αρχών του εικοστού δεν συνδέθηκε ή δεν διαμόρφωσε ιδεολογικά ένα πολιτικό κίνημα εξουσίας αφορά: Την βαθιά ιδεολογική εξάρτηση του ελληνικού εθνικισμού από την Εκκλησία, το Παλάτι και τον Στρατό και όχι από ριζοσπαστικές λαϊκές δυνάμεις όπως κατάφερε σε Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία αλλά και Πορτογαλία, Ρουμανία, Ουγγαρία, Βέλγιο και άλλες ακόμα χώρες. Η δομική ταύτιση του εθνικισμού στην Ελλάδα με το Μοναρχικό-Χριστιανικό Στρατιωτικό σύμπλεγμα, άλλωστε του απέδωσε και το dna της λεγόμενης «εθνικόφρονης Δεξιάς»που αργότερα με αφορμή τον έντονο αλλά στείρο αντικομμουνισμό θα γίνει συνώνυμο της αστικής αντίδρασης, όσο φυσικά οι κομμουνιστές παρουσιάζονταν ως συστημικοί αρνητές κάτι που επίσημα έληξε μετά το ‘74 στην Καραμανλική περίοδο αν και είχε ήδη τελειώσει ουσιαστικά την περίοδο της Ενώσεως Κέντρου του «παπατζή» Γεωργίου Παπανδρέου.
Η απουσία επαναστατικών εθνικοσοσιαλιστικών ελίτ ή πραγματικά νεοφασιστικών δυνάμεων είχε ως αποτέλεσμα οι κομμουνιστές με αφορμή την αντίσταση απέναντι στους Γερμανούς- η οποία εγκολπώθηκε τσάμικα και φυσεκλίκια, παπάδες και ψευδώνυμα του ’21 - να μπορέσουν από ανύπαρκτη μαζικά οργάνωση να γίνουν πρώτη δύναμη της χώρας σε μαζική ισχύ ενισχυμένοι από την ολοκληρωτική απουσία του αστικού κόσμου που είχε βρεθεί για διακοπές πολυτελείας και αγγλικό τσάι στην Αίγυπτο μαζί με λίρες σκυλάκια και υπηρέτες,ενισχυμένοι από την Αγγλική και Σοβιετική στρατιωτική και οικονομική ενίσχυση ως το 1944 όπου και πέρασε σε δεύτερη φάση ο Ελληνικός εμφύλιος. Σε αυτή την φάση διαμορφώθηκαν δυο σημαντικά ιδεολογήματα που τελικά κρατάνε ως τις μέρες μας και πάνω σε αυτά πάτησε και η σχέση του Αμερικανισμού και του Σοβιετισμού στην ιδεολογική αρένα της πατρίδας μας.
Το πρώτο ιδεολόγημα είναι φυσικά αυτό της ταύτισης του Φασισμού με τους Ταγματασφαλίτες, τους χωροφύλακες και τους δεξιούς, όλους όσους πολέμησαν οι κομμουνιστές ως το 1944. Από τότε και στο εξής ακριβώς επειδή η αστική τάξη σώθηκε στο Κολωνάκι αφού πρώτα πέθαναν κάποιοι άλλοι για αυτούς, πολέμησε υπό την Αμερικανική και Αγγλική ομπρέλα προστασίας το ΚΚΕ με αποτέλεσμα κάθε έννοια περί καταπίεσης, αστικής αυθαιρεσίας και δημοκρατικής τρομοκρατίας στην ελληνική κοινωνία την επέβαλε να ονομάζεται«φασισμός». Έτσι φασισμός - αντιφασισμός στην Ελλάδα είναι το ιδεολόγημα που γεννήθηκε την περίοδο 1941 με 1949 και αποτελεί την πρώτη μεγάλη ιδεολογική νίκη της Αριστεράς παρά την στρατιωτική ήττα της, επειδή κατάφερε να βρει έδαφος να δυσφημίσει τον Φασισμό που ουδέποτε υπήρξε ως οργανωμένο κίνημα στην χώρα ταυτίζοντας το με την αστική εξουσία.
Το δεύτερο ιδεολόγημα είναι αυτό του αντικομμουνισμού φυσικά που αποτέλεσε τον συνεκτικό ιστό της ελληνικής αμερικανοθρεμμένης αστικής εξουσίας. Ο ένας είχε ανάγκη τον άλλον, ο διπολισμός και η ιδεολογική συνύπαρξη αυτών των δυο ιδεολογημάτων δίχασε και διαμόρφωσε τις παρατάξεις του συστήματος και φυσικά δεν επέτρεψε ποτέ καμία γνήσια επαναστατική «Τρίτη Θέση», έναν άλλο δρόμο ή εναλλακτική να εμφανιστεί και να πάρει μια μορφή ριζοσπαστικού εθνικισμού ενάντια σε όλο το αστικό σύστημα με βάσεις μέσα στο λαό και σκοπό την «κατάκτηση του κράτους»όπως άρεσε διαρκώς να μας θυμίζει ο Λεντέσμα Ράμος πως είναι ο βασικός στόχος των αληθινών Φασιστών. Σε αυτή την ιδιόμορφη ιδεολογική αντιπαράθεση ο Ρώσο-Σοβιετισμός υπήρξε η ολοκληρωτική ιδεολογική εισαγωγή των μαρξιστών κάθε απόχρωσης στην Ελλάδα, ακόμα και των Τροτσκιστών λόγω της λατρείας στο όνομα του Εβραίου ηγέτη τους έως και των Μαοϊκών που αναγνώριζαν ότι η ΕΣΣΔ μέχρι και το θάνατο του Στάλιν ήταν παγκόσμιος φάρος της κόκκινης επανάστασης.
Η ελληνική λογοτεχνική παραγωγή, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων καλλιτεχνών και μετά την Απριλιανή δικτατορία σχεδόν όλοι οι εκδοτικοί οίκοι της χώρας αποτέλεσαν μια τεράστια μηχανή όχι μόνο υποστήριξης της Αριστεράς γενικά αλλά και διάδοσης ενός προτύπου για την Ρωσική κουλτούρα και την ΕΣΣΔ σχεδόν στα όρια της θείας τελειότητας. Τι και αν η ίδια η ΕΣΣΔ τους είχε ήδη «κρεμάσει» για να κάνουν μόνοι τους πόλεμο ενώ τα είχε βρει με τον Τσόρτσιλ στο θέμα για το ποιος θα κάνει κουμάντο στην Ελλάδακαι μάλιστα πάνω σε μια χαρτοπετσέτα σημειώθηκαν τα ποσοστά, τι και αν η ΕΣΣΔ έβαλε όσους κατέφυγαν σε αυτήν ως πολιτικοί πρόσφυγες να ζήσουν σαν ζώα στις άγονες πολιτείες της, τι και αν ουσιαστικά «αυτοκτόνησε»η ΕΣΣΔ τον ίδιο τον Ζαχαριάδη ο οποίος ζητούσε από την 21η Απριλίου να δικαστεί στην Ελλάδα, τι και αν δεν έκανε ποτέ η ΕΣΣΔ καμία προσπάθεια στήριξης του Κυπριακού αγώνα ενάντια στον Βρετανικό Ιμπεριαλισμό αλλά μηχανορράφησε μάλιστα την άνοδο του «εθνάρχη» Μακαρίου, τι και αν η ΕΣΣΔ δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ ενεργά να μπλοκάρει ως υπερδύναμη την παλιά αγαπημένη της (από Κεμάλ εποχή) Τουρκία να εισβάλει στην Κύπρο μας αλλά έδωσε κυριολεκτικά το «πράσινο φως», τι και αν δεν υποστήριξε ποτέ καμία ουσιαστική ενίσχυση του παραμάγαζου της που ήταν το ΚΚΕ να φτάσει στην εξουσία αλλά το παρότρυνε να λέει μέσω του πρώην μέλους της ΕΟΝ και γνωστού πολιτικού ανεμόμυλου Θεοδωράκη «Καραμανλής ή τανκς».
Τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν αρκετά να κάνουν τους Έλληνες αριστερούς να πάψουν να παρουσιάζουν συστηματικά την ΕΣΣΔ και την κουλτούρα της ως την πανανθρώπινη ιδέα απέναντι στον Αμερικανισμό της Δεξιάς, του αγγλόφιλου παλατιού και της δικτατορίας που υπονόμευε το δημοκρατικό πολίτευμα το οποίο ποτέ μα ποτέ δεν θέλησαν να ανατρέψουν ή να κατακτήσουν ή έστω να συγκρουστούν μαζί του. Έτσι στην Ελλάδα διαμορφώθηκε μια ιδεολογική απάτη ότι απέναντι στον Αμερικανισμό της εξουσίας υπάρχει ένα αντίπαλο δέος που φυσικά ποτέ του δεν υπήρξε αντισυστημικό, πατριωτικό και ριζοσπαστικό αλλά κατάφερε να θεωρείται ως μια μεταφυσική αυτονόητη οντότητα για κάθε έλληνα αντί - αμερικανό και αντί-ιμπεριαλιστή. Αν θες όντως να είσαι αντί-ιμπεριαλιστής (λένε) δεν πρέπει να οργανώσεις κίνημα κατά του αστισμού με το λαό με σκοπό την εθνική ανεξαρτησία και τονσοσιαλισμό αλλά να πιστεύεις στα ιερά δόγματα και τις πανανθρώπινες προθέσεις της Μόσχας και του Κρεμνλίνου … που κάπως, κάπου και κάποτε θα μας απελευθερώσει. Αυτή η άνευ προηγούμενου ιδεολογική δυαδική λογική μεταξύ Αμερικανισμού και Ρώσο - σοβιετισμού έφτασε από την άνοδο Πούτιν και μετά στην ηγεσία της Ρωσίας , να συνοδεύεται από μια ακροδεξιά θρησκευτική παραψυχολογική και αντί-πολιτική παθολογία που εκφράστηκε από τον δόλιο «Καρατζαφερισμό»μέχρι τους Λιακόπουλους και την «Χρυσή Αυγή»ευλογήθηκε στο Άγιος Όρος, έπαιξε παιχνίδι στα γήπεδα ενώ κατάφερε σήμερα με βάση τον πόλεμο στην Ουκρανία να φτάσει στην αποκορύφωση μιας κοινής γνώμης που ενώνεται από την Κουμουνδούρου και τον Περισσό μέχρι το υπόγειο δυναμικό της εκκλησίας της Ελλάδος και κύκλους και ομάδες του λεγόμενου «εθνικιστικού»φάσματος.
Είναι ανατριχιαστικής έκτασης ο φανατισμός και το μίσος που εκδηλώθηκε με αφορμή την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Οι αριστεροί έφτασαν να κάνουν πορείες και συναυλίες επί της ουσίας δηλώνοντας αλληλεγγύη στους Ρώσους και Τσετσένους εισβολείς, κάτι που συνιστά πρωτοφανές γεγονός ακόμα και στην δίκη τους ιστορία αν σκεφτεί κανείς ότι την δεκαετία του εξήντα όταν οι Σοβιετικοί διέλυαν Βουδαπέστη και Πράγα (πριν είχαν σκοτώσει πολλούς και στο Βερολίνο) σειρά από διασπάσεις ξέσπασαν στην Αριστερά. Από την άλλη μεριά τα κρατικά ΜΜΕ έφτασαν να αποθεώνουν την Αμερική σε βαθμό αηδίας για το πόσο δήθεν στηρίζει την Ευρώπη και την Ουκρανία. Πλευρές εξουσίας και μηχανισμοί εξουσίας που εξοστράκισαν την σημασία της αντίστασης ενός ιστορικού λαού για χάρη μιας οπαδικής διαίρεσης ποιος είναι με το ΝΑΤΟ και ποιος με το Κρεμλίνο. Όλοι μαζί από το αστικό σύστημα έως τους εθνικούς ριζοσπαστικούς χώρους εξαφάνισαν κάθε αναβάθμιση της σημασίας των Ελληνοτουρκικών σχέσεων από εδώ και εμπρός. Λογικό αφού η ιδεολογία του ξένου πάτρωνα δεν επιτρέπει να ετοιμάζεσαι για σοβαρή εθνική κρίση από μόνος σου ως κοινωνία και χώρα. Δενσυζητάμε καν το σενάριο πως μια μεγάλη εθνική κρίση θα έφερνε δυνητικά μια ευκαιρία για πολιτικές ανατροπές στο κυρίαρχο σκηνικό. Αυτά είναι ανώτερα μαθηματικά για τις γεωπολιτικές ιδιοφυΐες του Αμερικανισμού και του Ρωσισμού.
Άλλωστε προσέξτε το εξής παράδοξο: ότανμιλάμε για την Ουκρανία δέχονται όλοι αυτοί πως μια εξωτερική εισβολή μπορεί να αλλάξει την ισορροπία ενός κράτους απλά δεν συμφωνούν που οι Ουκρανοί υπερασπιζόμενοι την ζωή τους κρατάνε ζωντανό το φίλο νατοϊκό κράτος ενώ θα έπρεπε να μην αντιστέκονταν ώστε το Ρωσικό Imperiumνα τους έκανε Ουκρανικό κράτος παρία. Για αυτούς τους Έλληνες Χαουσχόφερ της οκάς η φυσιογνωμία του κράτους παύει να παίζει ρόλο στο θέμα της κοινωνικής ανατροπής, αφού την εναποθέτουν στον καλό Ρώσο εισβολέα που επειδή είναι αντιδυτικός μάλλον θα είναι και αντικαπιταλιστής ή έστω φιλολαϊκός ... άρα δεν θα έπρεπε να τίθεται θέμα ύπαρξης Εθνικοεπαναστατικών δυνάμεων εντός Ουκρανίας, αφού ο στρατός του Πούτιν είναι επαναστατικός στρατός … που επειδή θα αλλάξει τον Ζελένσκι με ένα νέο Γιανούκοβιτς μάλλον θα επιτελέσει ριζοσπαστική κοινωνική ανατροπή στην Ουκρανία που εμείς οι άσχετοι τώρα δεν την καταλαβαίνουμε!
Στην Ελλάδα όμως για τους ίδιους δεν ισχύει η περίπτωση μια εξωτερική απειλή να αποσταθεροποιήσει το σύστημα γιατί εφόσον η Τουρκία είναι με όλους κατά βάθος το κράτος δεν θα βρεθεί σε ενδεχόμενο απειλής της επιβιώσεως του. Το προφανές σταθερό σημείο αυτών των απόψεων είναι η απόλυτη πίστη στην δύναμη των εξωτερικών παραγόντων στην κάθε κατάσταση και η άρνηση των εσωτερικών παραγόντων. Άρα μιλάμε για επιφανειακές γεωπολιτικές θέσεις που κρύβουν μια ακραία μοιρολατρία και προτροπή προς την απόλυτη παράδοση στις αποφάσεις των υπερδυνάμεων που πρέπει να διαλέξουμε ποια να υποστηρίξουμε. Αυτές οι απόψεις δεν εμπνέονται από καμία ολιστική και συνθέτη ανάλυση των σχέσεων εξωτερικών και εσωτερικών παραγόντων, δεν τους ενδιαφέρει η κρίση του αστικού κράτους αφού δεν πιστεύουν σε κανένα άλλο κράτος ως Ιδέα στην θέση του και εκ του αποτελέσματος αποδεικνύονται φορείς ενός αντεθνικού άναρχο - τροτσκιστικού λόγου που κρύβεται πίσω από το προσωπείο ενός παραδοσιοκρατικού δόγματος το οποίο είναι μέσο επιβολής ενός φιλελευθερισμού που κρύβεται πίσω από ένα «πατριωτικό» προσωπείο.
Αν παρατηρήσει κανείς βαθύτερα αυτή την σχέση εναγκαλισμού αυτών των δυο ρευμάτων θα διαπιστώσει πόσο αλληλεξαρτώμενες είναι οι τύχες τους. Ξεπερνούν πια το ψυχροπολεμικό πλαίσιο αντιφασισμού και αντικομμουνισμού. Εδώ μιλάμε για την οιονεί μεταπολιτευτική φενάκη μιας ραγιάδικης ελίτ που τα λόμπι της έχουν βαθύτατη συστημική συναίνεση μέσα από το μιντιακό, κομματικ, θρησκευτικό, στρατιωτικό και κοινοβουλευτικό μηχανισμό του κράτους να πνίγουν οποιαδήποτε φωνή, τάση, δράση ή κίνηση και κίνημα που βρίσκεται έξω από τα νερά τους ακριβώς εάν δεν εντάσσεται σε μια από τις δυο στημένες ιδεολογικές γραμμές της ελληνικής πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Το στοιχείο της αυτόνομης λαϊκής δράσης για την εθνική υπεράσπιση της πατρίδας στην κατάμαυρη περίοδο που μπαίνει όλη η περιοχή μας από έσω και στο εξής είναι αυτό που θα πέσει ξανά πάνω στα τεράστια εμπόδια του ιδεολογικού αποπροσανατολισμού περί Αμερικανισμού και Ρωσισμού. Η χώρα δεν ανήκει και δεν πρέπει να ανήκει σε καμία ξένη εξάρτηση αλλά να υπάρχει μόνο για το πεπρωμένο του έθνους και την κοινωνική ευημερία του ελληνικού λαού. Η χώρα δεν πρέπει να πιστεύει καμία θεωρία σωτηρίας ή σε προφητείες που έχουν εξώφυλλο διάφορες φυλλάδες, αλλά να αποκτήσει νέες δυνάμεις αφύπνισης και δράσης για να απαιτήσει ένα νέο μέλλον κάτω από μια νέα τάξη στην πολιτική εξουσία και στην πνευματική της ζωή. Δεν είναι δυνατόν στον 21ο αιώνα να γίνεται ακόμα αντιπαράθεση στην Ελλάδα με βάση το ποιος ξένος δυνάστης είναι καλύτερος να μας αναλάβει έναντι του προηγούμενου.
Τα γεγονότα στον κόσμο και στην χώρα μας είναι θετικό να αναλύονται μόνο υπό το πρίσμα της διάλυσης της Αμερικανικής επικυριαρχίας αλλά και της Ρωσικής επιρροής σε κάθε πεδίο της εθνικής ζωής. Αυτό είναι το καθαρό και πραγματικά αναγκαίο καθήκον των Ελλήνων εθνικών επαναστατών και ριζοσπαστών. Ας ξεκινήσουμε να αναλύουμε τις εξελίξεις σύμφωνα με τα σύγχρονα δικά μας γυαλιά και όχι με το ποιος μας θυμίζει τον Ναπολέοντα, ποιος μας φαίνεται αντικαπιταλιστής, ποιος είναι λευκός ή μαύρος, ποιος μιλάει Αγγλικά και ποιος όχι. Καμία υπερδύναμη ποτέ δεν ευεργέτησε την Ελλάδα και δεν πρόκειται να το κάνει και ποτέ. Η Ελλάδα χρειάζεται το δικό της Νέο Κράτος ή την Ελληνική Πολιτεία που μέσα στα ερείπια της δυστυχισμένης Ευρώπης μας θα υπερασπιστεί την συνέχεια του Έθνους κυριολεκτικά και υπαρξιακά. Αν δεν αντιμετωπισθεί αυτό το τεράστιο καθήκον καμία τύχη δεν θα υπάρξει μπροστά στις κολοσσιαίες καταστροφές που συγκλίνουν στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο και μεγάλο μέρος τους θα λάβει χώρα ακριβώς στην ευρύτερη περιοχή που υπάρχει η Ελλάδα.Οι νέοι που δεν έχουν μολυνθεί από αυτή την στημένη ιδεολογική παράσταση του Αμερικανισμού - που ταΐζει την δεξιά και την αριστερά με πακέτα βοήθειας και δάνεια - και του Ρώσο-Εθνοσυντηρητισμού - που ταΐζει ακροδεξιούς και ακροαριστερούς με λίστες και μυστικά κονδύλια - να μην διστάσουν να πρωταγωνιστήσουν στην πνευματική ανεξαρτησία που χρειαζόμαστε, για να μπορέσει η Ελλάδα να ξαναστήσει τις Θερμοπύλες της Ευρώπης στα χώματα της, ενάντια στην επερχόμενη Ανατολική επέλαση που ενδυνάμωσε η Αμερικανική διάλυση των αξιών και δεσμών της Ευρωπαϊκής ταυτότητας.
Δεν είμαστε τέκνα του Τζορτζ Ουάσινγκτον, των Κένεντυ, Ρήγκαν και Μπους, Κλίντον, Ομπάμα, Τραμπ και Μπάιντεν. Δεν είμαστε τέκνα των Λένιν, Τρότσκι, Στάλιν και Πούτιν. Είμαστε με τον Ελληνισμό, πεπρωμένου του λαού μας και κοιτίδα της Μεγάλης Ευρώπης. Ηθελημένα ή άθελα του όποιος σπέρνει ελπίδες δύναμης και προστασίας από οποιαδήποτε ξένη υπερδύναμη και αναμένει το θαύμα ή τον ξένο στρατό χωρίς να σηκωθεί από «ντιβάνια και καναπέδες» είναι βαθιά υποτελής στο σύστημα, όχι μόνο το σημερινό αλλά το διαχρονικό σύστημα της πνευματικής ξενοκρατίας της εθνικής συνείδησης, που γεννήθηκε με τον Μαυροκορδάτο και τον Κωλέττη και όπλισε το χέρι των διαχρονικών Μαυρομιχαλαίων που σκοτώνουν μέχρι σήμερα την ριζοσπαστική σκέψη και διάθεση για δράση. Όμως πάντα υπάρχει χρόνος να το αναγνωρίσει και να εργαστεί για την Εθνική επιβίωση.
Με το παρακάτω άρθρο, θα αναφερθούμε σε μια περίοδο όπου οι νεαροί συναγωνιστές στην Ιταλία, έχασαν ένα πολύ σημαντικό «ραντεβού» με την ιστορία που θα επηρέαζε και τα υπόλοιπα εθνικιστικά κινήματα στην Ευρώπη.
Και δυστυχώς, όλα αυτά, άγνωστα στο ευρύ κοινό του «χώρου» στην Ελλάδα, τα οποία δεν έγιναν μάθημα στους τότε Έλληνες εθνικιστές που ακολούθησαν και αυτοί, οι περισσότεροι ίσως, μια κλασικά «πατριωτική» ακροδεξιά γραμμή, συμπλέοντας μέσα από διάφορες μορφές με το καθεστώς.
Το 1970, ένας από τους λαμπρότερους διανοούμενους νεοφασίστες της εποχής, ο Adriano Romualdi, προσπάθησε να προτείνει μια εις βάθος ανάλυση της φοιτητικής διαμαρτυρίας του ΄68 και την μεγάλη ευκαιρία να πάρουν τα ηνία οι νεοφασίστες μέσα από τις φοιτητικέςεξεγέρσεις.
Μέσα από τους προβληματισμούς του προσπάθησε να ξεκαθαρίσει τις αιτίες για τις οποίες η εξέγερση της νεολαίας είχε στραφεί οριστικά προς τα αριστερά.
Ο διανοούμενος, πρώτα απ' όλα, υποστήριξε ότι η φοιτητική διαμαρτυρία, εκτός από το αποτέλεσμα της ζημιάς που προκάλεσε ο καταναλωτισμός και ο αμερικανισμός, αντιπροσώπευε την: «εξέγερση των μακρυμάλληδων, των βρώμικων ανδρών, των μπολσεβίκων του σαλονιού, μιας νεολαίας που αντί για καμένη, θα μπορούσε να οριστεί ως κοιμισμένη».
Το 1969 κυκλοφόρησε στα βιβλιοπωλεία της Ιταλίας ένα έργο ριζοσπαστικό και επαναστατικό για τα συντηρητικά ακροδεξιά δεδομένα της εποχής, του στυγνού και ξερού αντικομουνισμού.
Πρόκειται για το έργο, σταθμό του Franco Freda, «Η διάλυση του συστήματος», που επηρέασε σημαντικά τους νεαρούς νεοφασίστες εκείνων των χρόνων και τάραξε πάρα πολύ τα πολιτικά νερά των ριζοσπαστικών κινημάτων, αλλά κυρίως τους βολεμένους πατριώτες στις τάξεις του MSI.
«Η διάλυση του συστήματος» φανερώνει μια διαίσθηση που έχει αναπτυχθεί από τον συγγραφέα στην πολιτική πρακτική όχι λιγότερο από ό,τι στο εκδοτικό έργο: τη δυνατότητα αντιστροφής της τάσης φθοράς της Δύσης, αποκατάστασης του αέρα Gestalt μέσω της αποσύνθεσης του πολιτισμού του Τρίτου Κράτους.
Μέσω αυτής της πρόκλησης, στην πραγματικότητα, η πρόθεση ήταν να υπάρξει ένα βαρύ κατηγορητήριο, αντιμετωπίζοντας από τα δεξιά, τον ρόλο που έπαιζε μέχρι εκείνη τη στιγμή το νεοφασιστικό κόμμα MSI. Το φοιτητικό κίνημα τόσο φτωχό σε πολιτιστικές αναφορές - κατά τη γνώμη του Romualdi πάντα - είχε κεφαλαιοποιηθεί από την αριστερά, επειδή η δεξιά είχε επιλέξει να ασκήσει μια «ανόητη αξιοπρέπεια», βασισμένη σε μια εγγύηση εθνική, σίγουρα καθολική, σίγουρα αντιμαρξιστική. Έτσι ανέθεσε σε άλλους τη σημαία της διαμαρτυρίας και της εξέγερσης ενάντια στην αστική τάξη.
(ας βάλουμε τις αντίστοιχες αναλογίες και σε ότι συνέβη με την ακροδεξιά στην Ελλάδα)
Έγραψε ο ίδιος:«Πώς γίνεται μια επανάσταση τόσο κραυγαλέα και αυθεντική να έχει καταφέρει να επιβληθεί στη νεολαία και όχι μόνο στους πιο κομφορμιστές, αλλά και στους πιο ενεργητικούς και ευφάνταστους; Η απάντηση είναι απλή. Γιατί τίποτα δεν υπήρχε στην άλλη πλευρά. Θαμμένη κάτω από ένα σωρό αστικής και πατριωτικής αδιαφορίας η δεξιά δεν είχε πια σύνθημα να δώσει στη νεολαία. Σε μια εποχή αυξανόμενου ενθουσιασμού μεταξύ των νέων, τους είπε απλά “να είστε καλά”. Απολιθωμένες στα χαρακώματα της οπισθοφυλακής του αστικού πατριωτισμού, οι επίσημες οργανώσεις νεολαίας ευδοκίμησαν χωρίς καμία επαφή με τον κόσμο των ιδεών, του πολιτισμού, της ιστορίας. Μια ανάσα ανέμου ήταν αρκετή για να σαρώσει αυτή την αδράνεια που ήθελε να είναι πονηρή, αλλά ήταν μόνο ανόητη. Αρκούσαν οι πρώτες καταλήψεις για να καταλάβουμε ότι από την άλλη πλευρά - αυτή της δεξιάς - δεν είχε μείνει τίποτα. Όταν οι κόκκινες σημαίες κυμάτισαν σε εκείνα τα πανεπιστήμια πολλοί κοίταξαν προς τα δεξιά, περίμεναν ένα σημάδι. Αλλά το σημάδι δεν ήρθε ποτέ. Έχοντας ωριμάσει στους κομματικούς διαδρόμους, σε ένα πονηρό και σάπιο κλίμα, η λεγόμενη άρχουσα τάξη της δεξιάς νεολαίας δεν είχε απολύτως τίποτα να πει μπροστά στην τρομερή ιδεολογική επίθεση της αριστεράς. Απλώς εξαφανίστηκε».
Ενώ η αριστερά λοιπόν, με ένα δίκτυο πολιτικών και πολιτιστικών κύκλων, είχε ξεσηκώσειμια ολόκληρη σειρά επαναστατικών θεμάτων, η νεολαία της δεξιάς είχε τιμωρηθεί επειδή «φύλαγε» το τρίπτυχο «Θρησκεία - Πατρίδα - Οικογένεια».Οι θεωρητικές και πρακτικές επεξεργασίες του Romualdi, μπορούν να φανούν χρήσιμες για τον προβληματισμό του θέματος που ελάχιστα πραγματεύεται η ιστορία για τηνσχέση μεταξύ της δεξιάς και της διαμαρτυρίας του '68 μέσα στο νεοφασιστικό περιβάλλον. Πάντως η αλήθεια είναι ότι το ξέσπασμα της φοιτητικής διαμαρτυρίας προκάλεσε μια στιγμή κάποιον αποπροσανατολισμό στον χώρο τότε. Οι απόψεις για το κίνημα διαμαρτυρίας, στην πραγματικότητα, ήταν διαφορετικές. Το MSI αιφνιδιάστηκε, καθώς βρέθηκε αντιμέτωπο με ένα νέο φαινόμενο που ήταν η κρίση του αναπτυξιακού μοντέλου και την συνακόλουθη είσοδο του στο παιχνίδι των κοινωνικών ζητημάτων.
Αυτό που τονίζειο Ιταλός διανοούμενος και θεωρητικός στο δοκίμιο του για τον Μάη του '68 και την χαμένη ευκαιρία είναι πολύ σημαντικό: «Αν, αφενός, το νεοφασιστικό κόμμα ήταν πεπεισμένο ότι οι ανεπάρκειες του ιταλικού πανεπιστημίου ήταν τέτοιες που το έκαναν μόνο ένα απλό και άδειο «εργοστάσιο γνώσης» παρέχοντας πλήρη νομιμότητα στις εξεγέρσεις των φοιτητών, από την άλλη πλευρά υποστήριξε ότι στη βάση αυτών των κακών υπήρχε μια αναχρονιστική και ανήθικη κακή πρακτική, που κληρονομήθηκε από ένα πολιτικό σύστημα στο οποίο κανείς δεν αναγνώριζε τον εαυτό του». Ακριβώς για αυτόν τον λόγο, αν οι φοιτητές είχαν δίκιο να διαμαρτυρηθούν, οι μέθοδοι τους θεωρήθηκαν λανθασμένοι από το MSI, αφού βασίζονταν στα σχέδια των κομμουνιστικών μεθόδων και ιδεών που ως καλοί «δάσκαλοι της αναταραχής» κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα κλίμα «αναρχίας» και «τρόμου». Έτσι το νεοφασιστικό κόμμα θέλησε να παρουσιαστεί από την πρώτη στιγμή, ως το προπύργιο της τάξης και της παράδοσης, αγνοώντας ότι τα αιτήματα των νεαρών διαδηλωτών συμμερίζονταν κατά κάποιο τρόπο κάποιοι και από τους αγωνιστές του που ήταν νέοι και φοιτητές. Αν από τη μια το MSI οδηγούμενο από μια ακραία αντικομμουνιστική εμμονή, επανέλαβε ότι αυτή η γενιά σε εξέγερση ήταν απλώς ζωντανή απόδειξη της κομμουνιστικής πρόκλησης, από την άλλη ορισμένα στοιχεία της νεαρής ιταλικής δεξιάς, από τη δική τουςάποψη ένιωθαν μέρος αυτού του συνόλου.
Στην πραγματικότητα, ήδη από τον Ιανουάριο του 1967, στο Πανεπιστήμιο της Perugia όπου το FUAN (η φοιτητική νεοφασιστική οργάνωση)ήταν πολύ δραστήριο, οι δεξιοί φοιτητές υποστηρίζοντας τη διαμαρτυρία των υπευθύνων βοηθών και καθηγητών που ετοιμάζονταν να πραγματοποιήσουν απεργία που διακηρύχθηκε σε εθνική κλίμακα από τα συνδικάτα, είχε αισθανθεί τον επείγοντα χαρακτήρα μιας ξαφνικής πανεπιστημιακής μεταρρύθμισης. Με την ευκαιρία αυτή, ο πρόεδρος του FUAN από την Perugia, ο Luciano Laffranco επεσήμανε ότι είναι πλέον καιρός να ευαισθητοποιηθεί το κοινό ώστε να συνειδητοποιήσει τα πραγματικά προβλήματα που υπάρχουν στα ιταλικά πανεπιστήμια, προκειμένου να εφαρμοστεί μια μορφή συγκλονιστικής διαμαρτυρίας μέσω της ταυτόχρονης κατάληψης όλων των Iταλικών πανεπιστημίων.
Στη βάση των δηλώσεων του Laffranco υπήρχε η συνειδητοποίηση ότι οι εξεγέρσεις της νεολαίας υποκινούνταν από πραγματική δυσφορία των γενεών. Ο πρόεδρος της φοιτητικής οργάνωσης, μάλιστα, υπενθύμισε αργότερα ότι τα χρόνια '67 -'68 υπήρχε «η ένωση όλων των νέων στη διαμαρτυρία εναντίον εκείνης της κοινωνίας, εκείνου του σχολείου, εκείνου του κράτους, εκείνου του διευθυντή». Από την άλλη, η αντίληψη για την ύπαρξη μιας όχι απαραίτητα αριστερής ψυχής της νεολαιίστικης διαμαρτυρίας είχε ήδη αναδυθεί μέσα στο δεξιό πολιτιστικό περιβάλλον. Αρκεί να αναφέρουμε ότι τον Φεβρουάριο του 1968, ταυτόχρονα με εκείνα τα γεγονότα, κυκλοφόρησε στα βιβλιοπωλεία ένα νέο έργο του Julius Evola, το «L' arco e la clava», το οποίο παρουσίαζε κάτι πολύ σοφό και επίκαιρο αυτό το τρίπτυχο: Η νεολαία, οι αριστεροί και οι δεξιοί αναρχικοί. Το βιβλίο του Evola, το οποίο, μεταξύ άλλων, εξαντλήθηκε μέσα σε λίγους μήνες, φαινόταν να σηματοδοτεί κατά μία έννοια, ότι αυτές οι εξεγέρσεις των νέων δεν είχαν πολιτικό προσανατολισμό, αλλά ανταποκρίνονταν σε πραγματικούς λόγους. Ακόμα κι αν δεν πρέπει να αγνοηθούν άλλες πτυχές, όπως η ιδιαίτερη πολιτική και κοινωνική κατάσταση της Ιταλίας εκείνα τα χρόνια και οι επιρροές των διεθνών γεγονότων, το στοιχείο των γενεών αντιπροσώπευε ένα «ακαταμάχητο» γεγονός που κόλλησε στη φοιτητική διαμαρτυρία του 1968.
Οι νέοι που ήταν και που ετοιμάζονταν να γίνουν πρωταγωνιστές αυτού του τρομερού κινήματος διαμαρτυρίας ήταν άνθρωποι που είχαν περίπου την ίδια ιστορική εποχή, που είχαν μοιραστεί τις ίδιες ανησυχίες, τους ίδιους φόβους, τις ίδιες εμπειρίες και τα ίδια προβλήματα. Σκόπευαν να δημιουργήσουν και να επιβεβαιώσουν με δύναμη έναν νέο κόσμο συνδεδεμένο με τον τρόπο ζωής, τα έθιμα και τις συνήθειες της εποχής και ήταν ταπαιδιά του οικονομικού θαύματος της Ιταλίας, τα παιδιά μιας κοινωνίας που παρά την ευημερία της, δυσκολευόταν ακόμα να αλλάξει. Αυτοί οι νέοι άνθρωποι, οδηγούμενοι από ιδέες που στοχάζονταν έναν πολιτισμένο κόσμο που είχε επιτέλους φτάσει στην ηλικία της ευημερίας, καλλιέργησαν την ελπίδα ότι αυτό θα μπορούσε να γίνει κοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας, χωρίς αποκλεισμούς και διακρίσεις.
Με άλλα λόγια, μπορεί να επιβεβαιωθεί ότι το κίνημα διαμαρτυρίας του 1968, ακριβώς λόγω της ιδιαιτερότητας του, ήταν ένα φαινόμενο γενεών που, τουλάχιστον με κάποιο τρόπο και σε ορισμένες περιπτώσεις, προσέγγιζε - ή προσπάθησε να το κάνει - νέους διαφορετικών πολιτικών προσανατολισμών, δηλαδή αν και μοιράζονταν το ίδιο άγχος των γενεών, ξεσήκωσαν τη διαμαρτυρία τους από δύο αντίπαλα ριζοσπαστικά πολιτικά στρατόπεδα.Όπως αναφέρθηκε λοιπόν παραπάνω, στο νεοφασιστικό χώρο υπήρχε μια ισχυρή αντίθεση μεταξύ της τάξης της ηγεσίας του MSI. Οι υπεύθυνοι του είδαν σε μια τέτοια κοινωνική αναταραχή την υπόθεση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης και το εξεγερσιακό πνεύμα των περισσότερων αγωνιστών των οργανώσεων νεολαίας που τους ώθησε να ενταχθούν στους εκφραστές του αγώνα ενάντια στο σύστημα.
Τέτοιες διαφοροποιήσεις εμφανίστηκαν και στις εφημερίδες και τα περιοδικά του χώρου. Μάλιστα οι περισσότερες «δεξιές» εφημερίδες επέκριναν σκληρά τις ταραχές της νεολαίας. Μόνο ένα περιοδικό καλωσόρισε τη φοιτητική διαμαρτυρία ως πιθανή στιγμή ενότητας των γενεών. Ήταν η εφημερίδα "L' Orologio" (Το Ρολόι), η οποία παρακολουθούσε στενά τα γεγονότα των διαδηλώσεων, ειδικά στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης και η οποία υποστήριξε εκείνους τους νεαρούς νεοφασίστες που παραβαίνοντας τις εντολές του MSI, άρχισαν επιφυλακτικά να συμμετέχουν στιςσυνελεύσεις του φοιτητικού κινήματος. Ανάμεσα στα κινήματα της Ιταλικής νεοφασιστικής «δεξιάς» που αναπτύχθηκαν στη δεκαετία του εξήντα και του εβδομήντα, στην πραγματικότητα, η ομάδα του «L’ Orologio» κατέλαβε μια ιδιαίτερη θέση. Λόγω των ζητημάτων που αντιμετώπιζε και της προσοχής που έδωσε στα κοινωνικά προβλήματα, έχει συχνά οριστεί, ακόμη και μέσα στο νεοφασιστικό περιβάλλον, ως η «αριστερή» πτέρυγα της Ιταλικής «ακροδεξιάς». Τα στοιχεία καινοτομίας και πρωτοτυπίας που διέκρινε το κίνημα «L’ Orologio» έγιναν επίσης σαφή σε καθαρά πολιτισμικό επίπεδο. Οι ιδέες που ήταν στη βάση της σύνθεσης της ομάδας στην πραγματικότητα βασιζόταν στις θεωρίες του φιλοσόφου Ugo Spirito, παρά σε εκείνες του στοχαστή Julius Evola, ο οποίος αντιπροσώπευε ένα από τα μεγαλύτερα ιδεολογικά σημεία αναφοράς της δεξιάς και του Ιταλικού νεοφασισμού.
Ήταν ο ίδιος ο Luciano Lucci Chiarissi, ο ηγέτης του κινήματος, που καθόρισε τις θέσεις της ομάδας και του περιοδικού, του οποίου οι δημοσιεύσεις ξεκίνησαν τον Ιούνιο του 1963, αιρετικές και κατά κάποιο τρόπο, προκλητικές. Πράγματι, ο ίδιος ο Lucci Chiarissi εξήγησε χρόνια αργότερα, ότι για να εισχωρήσει στην συνείδηση ενός φασίστα η πρόθεση των συντακτών του περιοδικού ήταν να επιτρέψουν στους πρώην αγωνιστές της δεκαετίας του ‘20 και στους «πρώην ηττημένους» της RSI (Κοινωνική Ιταλική Δημοκρατία) να μιλήσουν για τα προβλήματα της καθημερινότητας, αφήνοντας πίσω όμως τις τύψεις μιας «αιώνιας μνησικακίας». Εν ολίγοις φιλοδοξούσαν να γίνουν πολίτες μιας νέας Ιταλίας όχι με βάση αυτό που ήταν και αντιπροσώπευαν κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, αλλά χάρη σε αυτό που είχαν γίνει στη σύγχρονη εποχή, δηλαδή «Φασίστες του σήμερα». Έτσι οι απόψεις του κινήματος έρχονταν συχνά σε πλήρη αντίθεση με εκείνες που κυριαρχούσαν στο επίσημο νεοφασιστικό σύμπαν εκείνων των χρόνων.
Σε σχέση με τον πόλεμο του Βιετνάμ για παράδειγμα, η ομάδα πήρε μια εμβληματική θέση. Στην πραγματικότητα το L’ Orologio τάχθηκε υπέρ των Βιετκόνγκ, αφού ήταν κατά τη γνώμη του οι εκπρόσωποι ενός λαού που συμμετείχε σε αγώνα για την απελευθέρωση και την κατάκτηση της εθνικής του αυτονομίας και ανεξαρτησίας. Ακόμα κι αν τα μέλη της ομάδας είχαν διαφορετικές ηλικίες, το κίνημα όπως αναφέρθηκε στη συγκεκριμένη συγκυρία της φοιτητικής διαμαρτυρίας, κατάφερε να είναι ο εκφραστής των αναγκών και των αιτημάτων ενός μέρους της «δεξιάς» νεολαίας. Η ομάδα “L' Orologio” έγινε κατά κάποιο τρόπο ο εκπρόσωπος των περιπτώσεων που αποδίδονται σε έναν λεγόμενο «νεοφασισμό της πάλης και του αγώνα» που ήταν αντίθετος σε έναν «νεοφασισμό του συνεργάτη της κυβέρνησης» ή αλλιώς όπως τον λέγανε τότε, ενός «φασισμού με γραβάτα». Μια έκφραση με την οποία η βάση της νεοφασιστικής νεολαίας, όριζε ως εχθρική την στάση του κόμματος απέναντι στο φοιτητικό κίνημα. Με λίγα λόγια το L' Orologio είχε τη λειτουργία να δίνει φωνή στην αντίθεση που προέκυψε ανάμεσα στους νεαρούς νεοφασίστες διαδηλωτές και την γενιά που προηγήθηκε, αυτή των «παλιών», αυτή των «πατέρων».
Από αυτή την άποψη εξάλλου, η κατάσταση εκείνων των νέων ήταν παρόμοια με εκείνη των συνομήλικων τους στα αριστερά. Το φοιτητικό κίνημα μάλιστα, αιφνιδίασε και το PCI (ΚΚΙ), το οποίο αποδείχθηκε ανίκανο να κατανοήσει τις αγωνίες, τα αιτήματα και τις απαιτήσεις των νεαρών διαδηλωτών. Ο Giorgio Amendola, στο "Rinascita" έδωσε διέξοδο σε ένα ευρέως διαδεδομένο συναίσθημα μέσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα, υποστηρίζοντας ότι: «το κίνημα αντιπροσώπευε ανάσταση ενός νηπιακού εξτρεμισμού και παλιών αναρχικών θέσεων, μπροστά στις οποίες ήταν απαραίτητο να ενισχυθεί η ιδανική κληρονομιά που το PCI είχε συσσωρεύσει επί δεκαετίες σκληρών εμπειριών ελπίζονταςσε μια μάχη σε δύο μέτωπα εναντίον της καπιταλιστικής εξουσίας και του φοιτητικού εξτρεμισμού». Ο Pier Paolo Pasolini, μια ιερή αγελάδα της αριστεράς, μετά τις βίαιες συγκρούσεις στη Valle Giulia (τεράστιες συγκρούσεις μεταξύ αστυνομίας και φοιτητών με εκατοντάδες τραυματίες), έγραψε ένα κείμενο που προκάλεσε πολλές συζητήσεις. Υπογράμμιζε τη σχέση μεταξύ των νέων και του Κομμουνιστικού Κόμματος που δεν είχε επιλυθεί ποτέ. Στο κείμενο, ο συγγραφέας εξέφρασε δημόσια την αποδοκιμασία του για τη συμπεριφορά των φοιτητών συμπαραστεκόμενος στην αστυνομία.
Το «L' Orologio» όπως είπαμε, ανασυνθέτοντας πάνω απ' όλα τα κύρια γεγονότα που συνδέονται με την εμπειρία της φοιτητικής κατάληψης στο Ρωμαϊκό πανεπιστήμιο, προσπάθησε να εξετάσει με ιδιαίτερο τρόπο τα γεγονότα στα οποία έλαβαν χώρα μια είδους συνεργασίας μεταξύ των νεαρών νεοφασιστών και αριστερώνσυνομηλίκων τους. Αυτή η ένωση έφτασε στο απόγειό της στη λεγόμενη «μάχη» της ValleGiulia την 1ηΜαρτίου 1968 μεταξύ της αστυνομίας και των φοιτητών. Το επεισόδιο όξυνε τις αντιθέσεις που ήδη υπήρχαν στο νεοφασιστικό σύμπαν. Έτσι, ενώ οι επικεφαλής των πανεπιστημιακών ομάδων και η γραμματεία του MSI έδιναν ορισμένες εντολές, η βάση της νεολαίας κινήθηκε αυτόνομα. Στη βάση αυτών των διαφορών υπήρχε, όπως αναφέρθηκε, η πεποίθηση του νεοφασιστικού κόμματος ότι το λάθος των νεαρών διαδηλωτών ήταν να επιτρέψουν στους εαυτούς τους την εκμετάλλευση μιας μικρής μειοψηφίας «ταραχοποιών». Για παράδειγμα, το επίσημο όργανο του MSI, η εφημερίδα «Il Secolo d' Italia» είχε ως αποστολή να διοχετεύει τις κατηγορίες που απηύθυνε στο κίνημα διαμαρτυρίας το νεοφασιστικό κόμμα και έγραφε από την αρχή των καταλήψεων:
«Στις δύο σχολές Φιλοσοφίας και Αρχιτεκτονικής είχε γίνει μια προσπάθεια υλοποίησης μιας κοινής δράσης συμπεριλαμβανομένων των διάφορων φοιτητικών συλλόγων, αλλά σε κάποιο σημείο της συζήτησης μια μικρή μειοψηφία άρχισε να παρεκκλίνει. Δεν συζητούνταν πλέον τίποτεαλλά ακούγονταν φωνές και ουρλιαχτά για το Βιετνάμ και επαινούσαν τον «Τσε» Γκεβάρα και τη δύσκολα αφομοιώσιμη σοφία του Μάο-Τσε-Τουνγκ. Τώρα η πλειοψηφία των φοιτητών κατάλαβε το παιχνίδι και αποχώρησε από την κατάληψη. Αποχώρησε όχι γιατί θεώρησε ακατάλληλη την «κατάληψη», αλλά μόνο για προφανή λόγο ιδεολογικής συνέπειας. Ουσιαστικά δεν είναι πολύ συνεκτικός και κακόπιστος αυτός που εκμεταλλευόμενος μια αποτελεσματική κοινή διεκδίκηση, προπαγανδίζει ουσιαστικά το δικό του πολιτικό «θρήσκευμα», ανεξάρτητα από το καλό του. Και αυτή ήταν η συμπεριφορά των μαρξιστών φοιτητών. Μερικές δεκάδες διαδηλωτές στρατοπέδευσαν στην Αρχιτεκτονική καισε αυτό της Φιλοσοφίας. Η εμφάνισή τους είναι τόσο κοινή για όλα τα νεαρά «λιοντάρια» της αριστεράς. Τα αρσενικά έχουν όλα τα ψυχοσωματικά χαρακτηριστικά των επαγγελματιών διαδηλωτών όπως μακριά και βρωμερά γένια, ρούχα άθλια και έκφραση θυμού στο μάτι. Οι φοιτήτριεςαπό την άλλη, αν όχι για τη θηλυκότητα των στάσεων τους, διακρίνονταν από τη γενναιοδωρία τους στις μίνι φούστες».
Τον Φεβρουάριο ωστόσο, επικρατούσε ακόμη αβεβαιότητα εντός του κόμματος ως προς τη στάση που έπρεπε να τηρηθεί απέναντι στη διαμάχη. Οι αμφιβολίες αυτές αυξήθηκαν όταν τα στελέχη του MSI διαπίστωσαν ότι μερικές φορές μεταξύ των υποστηρικτών και των συμμετεχόντων στις καταλήψεις και τις φοιτητικές διαδηλώσεις υπήρχαν και νεαροί νεοφασίστες.Σε εκείνο το σημείο παρενέβη ο Mantovani, πρόεδρος της FUAN για να ξεκαθαρίσει τη θέση της ηγεσίας της φοιτητικής οργάνωσης. Η πρόθεση του Mantovani ήταν να τοποθετηθεί σε μια μέση θέση, θεωρώντας ότι ήταν ένας ενωτικός αρχηγός και ταυτόχρονα ήταν επικεφαλής μιας πανεπιστημιακής οργάνωσης που δεν μπορούσε να αισθάνεται ξένη προς τις απαιτήσεις και τις ανάγκες των φοιτητών.Έτσι, ένα άρθρο του εμφανίστηκε στην εφημερίδα του νεοφασιστικού κόμματος στο οποίο προσπαθούσε να ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Πρώτα απ' όλα, ο Mantovani προχώρησε σε ανάλυση των λόγων πίσω από την εξέγερση, τονίζοντας ότι τα άμεσα αίτια της διαμαρτυρίας εντοπίζονται στην βραδύτητα του κράτους στην επίλυση των σοβαρών δομικών και δεκτικών προβλημάτων της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.
Ταυτόχρονα ο πρόεδρος του FUAN αναγνώρισε επίσης ότι η διαμαρτυρία των νέων ήταν αυθόρμητη και γενικευμένη και ότι καθορίστηκε τόσο από τη μισαλλοδοξία των φοιτητών για ένα προφανώς άδικο σύστημα όσο και από τη φιλοδοξία τους για ένασύγχρονο και αποτελεσματικό πανεπιστήμιο. Οφοιτητικός αγώνας για ένα καλύτερο πανεπιστήμιο θα έπρεπε να αντιπροσωπεύει τον αγώνα για μια καλύτερη κοινωνία. Αυτές ήταν οιπαραχωρήσεις που έκανε ο Mantovani στη φοιτητική διαμαρτυρία, αφού στο τέλος του άρθρου διευκρίνισε ότι το FUAN ήταν «ζωντανό και διεγερτικό μέρος της πανεπιστημιακής εξέγερσης». Αυτή του Mantovani προοριζόταν να είναι μια δεσμευτική οδηγία, μέσα σε μια δομή, αυτή του FUAN, του οποίου τα περιφερειακά γραφεία και η βάση δεν εξαρτώνται άμεσα από τις αποφάσεις του προέδρου. Στην πραγματικότητα το FUAN δεν ήταν μια εθνική οργάνωση, αλλά μια ομοσπονδία πανεπιστημιακών ομάδων, στην οποία οι διάφοροι τοπικοί ηγέτες εκλέγονταν από όλα τα μέλη, ενώ η κορυφή διοριζόταν απευθείας από το κόμμα.
Έτσι μέσα σε όλη αυτή την χαοτική κατάσταση, οι διάφορες φοιτητικές οργανώσεις στις πόλεις που υπήρχαν πανεπιστήμια ακολουθούσαν διαφορετική πορεία. Για παράδειγμα, στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου - όπου οι καταλήψεις είχαν ξεκινήσει ήδη από τον Νοέμβριο του 1967 - σημειώθηκε σχεδόν αμέσως μετωπική αντιπαράθεση όπου ομάδες νεαρών νεοφασιστών επιτέθηκαν στους διαδηλωτές φοιτητές σε πολλές περιπτώσεις. Στην La Sapienza της Ρώμης όμως η κατάσταση ήταν εντελώς διαφορετική. Από τα πρώτα επεισόδια και τις πρώτες καταλήψεις στο Ρωμαϊκό πανεπιστήμιο, υπήρξε διάσταση απόψεων μεταξύ των μελών του FUAN - Caravella (Caravellaείναι μια ανεξάρτητη φοιτητική οργάνωση με δυναμικούς και σκληρούς ακτιβιστές των δρόμων). Μαζί με εκείνους που σκόπευαν να δώσουν μια επαρκή απάντηση στην κομμουνιστική ανατροπή και να «πετάξουν τους κόκκινους από το πανεπιστήμιο» υπήρχαν και εκείνοι που απέρριψαν αυτήν την επιλογή και θεώρησαν το κίνημα ως αυθόρμητο φαινόμενο μιας «εξέγερσης ενάντια στο σύστημα» στο οποίο χρειαζόταν να εισαχθεί η νεοφασιστική νεολαία για να το κατευθύνει προς μη μαρξιστικές διαδρομές.
Στην Caravella, με αρχηγούς τους Sergio Coltellacci και Cesare Perri, αυτός ο τελευταίος προσανατολισμός θα επικρατούσε σιγά σιγά. Στο μεταξύ, υπήρξαν και εκείνοι που διατήρησαν διφορούμενη θέση. Αυτή ήταν η περίπτωση του προέδρου της Αρχιτεκτονικής Caravella Sandro Tribuzi, στον οποίο ανατέθηκε, ως εκπρόσωπος της FUAN, η επιμέλεια των πανεπιστημιακών χρονικών της κομματικής εφημερίδος. Λοιπόν, αν μεταξύ των ηγετών του FUAN - Caravella, τουλάχιστον τους δύο πρώτους μήνες του 1968, δεν είχε ακόμη εμφανιστεί μια ενιαία κατεύθυνση και μια ομοιογενής άποψη για τη στάση που έπρεπε να τηρηθεί απέναντι στο κίνημα της εξέγερσης, το νεοφασιστικό κόμμα ακολουθώντας το νέα επεισόδια που σημειώθηκαν μεταξύ φοιτητών και αστυνομίας μεταξύ 23 και 24 Φεβρουαρίου στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης, εγκατέλειψε κάθε μορφή τακτικής και ανοχής. Μέχρι τώρα το MSI, που τάσσεται ανοιχτά ενάντια στις φοιτητικές εξεγέρσεις, υπέδειξε χωρίς ημίμετρα και με σαφήνεια ότι ο εχθρός ήταν ο «κομμουνιστικός όχλος».
Μάλιστα σε άρθρο στην επίσημη εφημερίδα «Ilsecolo» έγραψε:
«Η κατάσταση του Πανεπιστημίου έχει φτάσει πλέον στο όριο του ανεκτού. Ο αριστερός όχλος έχει χρησιμοποιήσει κάποιους (ίσως δικαιολογημένους) λόγους δυσαρέσκειας για να προκαλέσει την κατάληψη των πανεπιστημίων. Και η διαμαρτυρία που εκφράστηκε μέσω της κατοχής έδειξε σύντομα το πραγματικό της πρόσωπο όπως βρώμικες αίθουσες διδασκαλίας, σπασμένα έπιπλα, βρωμιά παντού. Στα παράθυρα των κατειλημμένων δωματίων ή πίσω από τις πύλες οι ηλίθιες εκφράσεις των αριστερών μεμακριά μαλλιά, βρωμιές και ψείρες. Και για να ξεκαθαρίσουμε καλύτερα την κατάσταση στην ουσιαστική της σημασία, αυτός ο όχλος που μπόρεσε μόνο να επιφέρει βανδαλισμούς και βρωμιές κάθε είδους, έχει λάβει την ενθουσιώδη υποστήριξη όλου του αριστερού Τύπου. Εν ολίγοις, η λεγόμενη φοιτητική «διαμαρτυρία» αποκαλύφθηκε από έναν δημαγωγικό ελιγμό της αριστεράς που τείνει να φέρει χάος (περισσότερο από αυτό που υπάρχει ήδη) ακόμη και στα πανεπιστήμια».
Ποιοι ήταν στην πραγματικότητα εκείνοι οι νεοφασίστες φοιτητές που, όπως αναφέραμε είχαν ως σημείο αναφοράς το περιοδικό «L' Orologio» και που αντίθετα με τις οδηγίες του MSI, συμμετείχαν στις πανεπιστημιακές εξεγέρσεις; Ήταν απλώς φοιτητές που ευθυγραμμισμένοι σε κάποιες θέσεις του φοιτητικού κινήματος, προσπάθησαν να τοποθετήσουν την πολεμική φασισμού - αντιφασισμού σε χαμηλότερο επίπεδο.
Γράφει λοιπόν το περιοδικό "L' Orologio":
«Οι νέοι που διαμαρτύρονται είναι φοιτητές, είναι δηλαδή άνθρωποι που εξακολουθούν να ζουν τη σύντομη αλλά συναρπαστική εποχή του να μην βρεθούν ενταγμένοι και υποταγμένοι (αλλά γιατί όχι και φυλακισμένοι;) στο κοινωνικό σύστημα που περιμένει αδυσώπητα με τα εργαλεία του. Οι νέοι που διαμαρτύρονται είναι φοιτητές, δηλαδή άνθρωποι που παλεύουν με εκείνα τα δεδομένα του πολιτισμού και της διανόησης που ειδικά στη φάση της μάθησης, είναι μεταξύ των ανθρώπινων γεγονότων τα πιο ελεύθερα από την άμεση εκμετάλλευση υλικών συμφερόντων. Αυτοί που διαμαρτύρονται είναι οι νέοι, δηλαδή οι άνθρωποι που γνωρίζουν ακόμη την ώθηση της βιολογικής πίεσης για να επιτεθούν με θέρμηστη ζωή και την κοινωνία. Εκείνοι οι νεαροί νεοφασίστες θεωρούσαν το πανεπιστημιακό σύστημα ξεπερασμένο. Η κρίση του πανεπιστημίου ήταν πραγματική, γιατί η ιταλική κοινωνία του χθες δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τα προβλήματα του αύριο. Η κρίση του πανεπιστημίου είναι μια κρίση ενός ολόκληρου έθνους, του συστήματος του, του τρόπου ζωής του που συγκρούεται με τις απαιτήσεις μιας νέας πραγματικότητας. Είναι πολύ βολικό να περιοριστούμε στο να εξηγήσουμε την κρίση του Πανεπιστημίου με τον συνωστισμό των φοιτητών, την έλλειψη εξοπλισμού, τα ανεπαρκή κονδύλια, ανεπαρκή κατάρτιση των καθηγητών κ.ο.κ. Οι ρίζες της κρίσης, στην πραγματικότητα, βρίσκονται ακριβώς στο ίδιο το πανεπιστήμιο. Το καθεστώς έχει θέσει από τις απαρχές του τον στόχο του λεγόμενου δημοκρατικού σχολείου ως εργαλείου εκπαίδευσης των νέων γενεών. Μετά από είκοσι χρόνια βρέθηκε με ένα πανεπιστήμιο δομημένο όπως προπολεμικά που τρίζει μπροστά στις νέες ανάγκες. Το μόνο που κατάφερε είναι να το μετατρέψει σε μια άθλια αποθήκη κενών ιδεών».
Τα θέματα λοιπόν αυτά ήταν τυπικά του φασισμού. Θέματα όπως η επανάσταση και η διαμαρτυρία ενάντια στο σύστημα και κατά κάποιο τρόπο, η αντίθεση στην αστική τάξη, μέσω της οποίας οι νεαροί μαθητές στα δεξιά ένιωθαν ενωμένοι με τους συνομηλίκους τους στα αριστερά, ήταν χαρακτηριστικά της πολιτικής κουλτούρας του ιταλικού νεοφασισμού. Συνέχισαν να είναι έτσι για το μεγαλύτερο μέρος της μεταπολεμικής περιόδου. Η αντιπολίτευση στο κομματικό σύστημα ήταν πάντα ένα πολεμικό άλογο όχι μόνο του MSI αλλά και των εξωκοινοβουλευτικών οργανώσεων που ήταν στο περιθώριο. Η άρνηση της εξουσίας δεν εκφράστηκε μόνο προς τις ακαδημαϊκές αρχές, αλλά και προς άλλες μορφές συγκροτημένης εξουσίας.
Δείτε πώς σχολίασε το «L' Orologio», μέσα από την μαρτυρία δύο ανώνυμων νεαρών νεοφασιστών πανεπιστημιακών, τα γεγονότα της 1ης Μαρτίου στη Valle Giulia, την ώρα που οι συγκρούσεις μεταξύ φοιτητών και αστυνομίας είχαν γίνει πιο σκληρές:
«Μια απερίγραπτη σκηνή - προσθέτει ο A. P. P - από την Ιατρική,όταν το σκέφτομαι με κάνει να γελάω. Πολεμούσαμε μαζί με τους κομμουνιστές ενάντια στο καθεστώς, αλλά αυτοί φώναζαν: “Μπάτσοι Φασίστες”… ενώ εμείς τραγουδούσαμε το “Allarmiallarmisiamfascisti”. Τότε τα οχήματα της αστυνομίας πήραν φωτιά - λέει ο T.C., φοιτητής βιολογίας.Δεν ήταν δυνατό να μάθουμε ποιος το έκανε. Μέσα σε εκείνο το χάος οι φλόγες είχαν τρομερό αποτέλεσμα. Ένιωθε κανείς σαν να σκαρφαλώνει στην ταράτσα του κτιρίου και να απολαμβάνει τη σκηνή παίζοντας λύρα σαν τον Νέρωνα … Τότε οι φρουροί σήκωσαν τα χέρια ψηλά. Δεν θέλαμε να πιστέψουμε στα μάτια μας, αλλά ήταν αλήθεια, ήταν όλοι με τα χέρια ψηλά!»
Ωστόσο, αυτή η αρχική προσέγγιση μεταξύ νέων ανθρώπων με αντίθετες πολιτικές τάσεις, που επαινείται έτσι από το "L' Orologio" ως "οπισθοδρόμηση" ενάντια στον αστικό κομφορμισμό, έμελλε λίγο αργότερα, να μην έχει σημαντικές συνέπειες και τα λόγια του τότε προέδρου της Caravella, Perri, με τα οποία περιέγραψε την κατάσταση του φοιτητικού κινήματος στη Ρώμη αμέσως μετά τα γεγονότα στη Valle Giulia, δεν θα είχαν συνέχεια.
«Πρώτα απ' όλα, η αναταραχή απέδειξε ξεκάθαρα ότι η νεολαία είναι έτοιμη να δεχτεί τον αντισυστημικό λόγο και αυτό φάνηκε στη Valle Giulia. Είναι μια ολόκληρη γενιά που επαναστατεί ενάντια στο σύστημα. Έχουμε επιτύχει ιδιαίτερα σημαντικά αποτελέσματαστο περιβάλλον μας. Μέσα σε λίγες μέρες καταφέραμε να καταστρέψουμε μια παθητική νοοτροπία, έχοντας πολύ θάρρος, ακόμα και στην πλατεία και στους δρόμους. Αλλά αυτή η μάχη πρέπει να συνεχιστεί. Η Valle Giulia θα κατέληγε να γίνει αρνητικό γεγονός αν δεν το ακολουθήσουμε. Θα συνεχίσουμε τη μάχη μας στο πανεπιστημιακό πεδίο» Ωστόσο, μετά από τις επανειλημμένες εκκλήσεις προς τάξη που εξαπέλυσε η γραμματεία του MSI, στο όνομα της πίστης στο κόμμα στόχευαν σε εκείνους τους νέους νεοφασίστες αγωνιστές που εξακολουθούσαν να συμμετέχουν στις συνελεύσεις του φοιτητικού κινήματος και στα πολύ σκληρά επεισόδια.
Τότε η ηγεσία του MSI αποφάσισε να δώσει τέλος σε αυτό που πίστευαν ότι ήταν η «κόκκινη πορεία» στο πανεπιστήμιο.Έτσι, το πρωί της 16ηςΜαρτίου 1968, με τη λεγόμενη «τιμωρητέα αποστολή» στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης, με επικεφαλής δύο ηγέτες του MSI, τον Caradonna και τον Almirante, πήγαν να διώξουν τα «κόκκινα κουρέλια» από το πανεπιστήμιο και τους νεαρούς «δεξιούς» αιρετικούς και έτσι η τάξη αποκαταστάθηκε. Αυτό το γεγονός εκτός από τον καθορισμό της οριστικής ρήξης μεταξύ των δύο γενεών, παρήγαγε μια αποτελεσματική συντριβή των«δεξιών» οργανώσεων νεολαίας. Μια κατάσταση τραγική να βλέπεις την κατάντια ενός κόμματος που έλεγε ότι ήταν ενάντια στο καθεστώς και να συντάσσεται μαζί με την αστυνομία και το καθεστώς. Μια αστυνομία που χρόνια δεν έκανε ποτέ τίποτε για να συλλάβει τους αριστερούς δολοφόνους δεκάδων συναγωνιστών ...
Ωστόσο, αυτό το πείραμα, που μόλις σκιαγραφήθηκε από τη συμμετοχή στη διαμαρτυρία των νέων, προκάλεσε ένα πραγματικό «βραχυκύκλωμα» στις τάξεις των νεοφασιστών τόσο από πολιτιστική όσο και από οργανωτική άποψη.Το 1968 αντιπροσώπευε ένα είδος τραύματος γιατί κατά κάποιο τρόπο ώθησε τους νεαρούς φασίστες να «ξανασκεφτούν» τον εαυτό τους και να «απαντήσουν» στο ίδιο επίπεδο και με τα ίδια μέσα με τους αριστερούς συνομηλίκους τους σε αυτό που αντιλήφθηκαν για πρώτη φορά ως εξέγερση των γενεών. Θα μπορούσε να υποτεθεί ότι η επακόλουθη γέννηση ομάδων όπως η “Organizzazione Lotta di Popolo” (Οργάνωση Λαϊκού Αγώνα) στη Ρώμη ή η Αvanguardia di Popolo (Πρωτοπορία του Λαού) στη Νάπολη εξαρτιόταν επίσης από αυτήν την ιδεολογική και κατά κάποιο τρόπο, ανθρωπολογική αναταραχή, σαν να η σύγχυση κατάφερε με κάποιο τρόπο να πάρει μια μορφή. Για παράδειγμα η “Lotta di Popolo”, που ιδρύθηκε το 1969, με ρητό σκοπό να αναζητήσει και να δημιουργήσει έναν χώρο που θα επέτρεπε σε όλους τους μη κομμουνιστές φοιτητές να συνεχίσουν - μετά τις συνέπειες των επεισοδίων της 16ης Μαρτίου - να οργανώνονται μέσα στα πανεπιστήμια, χαρακτηρίζεται από εξαιρετική πρωτοτυπία. Η μοναδικότητα της ομάδας έγκειται στον ιδεολογικό της εκλεκτικισμό, δηλαδή στην πρόθεση να συνδυάσει δογματικές αναφορές που παραδοσιακά ανήκουν στο δεξιό οπλοστάσιο με άλλες από την αριστερή κουλτούρα. Το κίνημα, για παράδειγμα, με την επιθυμία να γκρεμίσει τους φράκτες και να σβήσει τους διαχωρισμούς και τις παρεξηγήσεις μεταξύ δεξιάς και αριστεράς, προσπάθησε να συνδυάσει το έργο του Nietzsche και του Céline με αυτό του Malcom X και με τα γραπτά του Mao.
Θα ήταν ενδιαφέρον να διευκρινιστεί εάν το κίνημα διαμαρτυρίας και πάνω απ' όλα η ρητή πρόθεση ορισμένων νεαρών νεοφασιστών να συμμετάσχουν στη διαμαρτυρία ως πραγματικοί πρωταγωνιστές στο όνομα μιας πιθανής ενότητας των γενεών παρήγαγαν ορατά αποτελέσματα τα επόμενα χρόνια. Αυτό το πείραμα που μόλις αναφέρθηκε πιθανότατα οδήγησε στον ορισμό των θεμάτων που υπάρχουν ήδη στο πανόραμα της νεοφασιστικής «δεξιάς», ωθώντας ωστόσο το περιεχόμενο τους στα άκρα. Σκεφτείτε μόνο την αντίθεση στο αστικό σύστημα, το οποίο στη δεκαετία του εβδομήντα έγινε ένα από τα κύρια κίνητρα πολλών ομάδων που θεωρητικοποιούσαν - ακόμα και υπό την επίδραση νέων πολιτισμικών αναφορών - μια μετωπική επίθεση στο κράτος, ως την πλήρη έκφραση της αστικής κοινωνίας.