του Άγγελου Δημητρίου
Ένα ιχνογράφημα του Τσάρλς Μπουκόβσκι
Ένα κομμάτι από τον Τσάρλς Μπουκόβσκι δεν ενηλικιώθηκε ποτέ. Έμεινε για πάντα - ένα κομμάτι του - το τραυματισμένο παιδί που έζησε την δυστυχία και την κακοποίηση πολύ πρώιμα. «Θα έλεγα πως εκείνο που έμαθα ήταν να μην κλαίω πολύ όταν κάτι πηγαίνει στραβά. Με άλλα λόγια, με σκλήρυνε προετοιμάζοντaς με για όσα ακολούθησαν: την αλητεία, τον δρόμο και όλες τις άσχημες δουλειές και τις αντιξοότητες. Είχα σκληρύνει από πολύ μικρός, όλα όσα συνέβησαν μετά δεν με σόκαραν».
Ο ίδιος, αν όχι κατασκεύασε, τότε σίγουρα συντήρησε και τροφοδότησε τον μύθο που τον ακολουθούσε για την ζωή του. Τον μύθο του περιθωριακού. Είναι αλήθεια ότι αποστράφηκε το πλήθος. Ήταν έξοχος όμως στο να το παρατηρεί και να αντλεί υλικό για τα γραπτά του. Ένιωθε αποξενωμένος και έζησε ως τέτοιος. Ένας μοναχικός παρατηρητής και καταγραφέας καταμεσής των αμερικανικών μεγαλουπόλεων και κυρίως, του Λος Άντζελες. «Το πλήθος ήταν πάντα εκεί, και εγώ ήμουν πάντοτε αλλού, από πολύ νωρίς. Κι αυτό είναι ένα απόλυτο αδιέξοδο[…] Ποτέ δεν ένιωθα ωραία μέσα στο πλήθος».
Το ποτό, η γραφή, η κλασική μουσική στάθηκαν οι μεγάλες παρηγοριές του μπροστά στον φόβο του για την ζωή και τους ανθρώπους, μπροστά στην δυσκολία του να τα αντιμετωπίσει, μπροστά στις καταθλιπτικές και αυτοκτονικές του τάσεις.
Άσκησε οξεία κριτική στον δυτικό πολιτισμό και στον μοντέρνο τρόπο ζωής, καθώς και στο αμερικανικό όνειρο, στην καταναλωτική κοινωνία, στις κίβδηλες σχέσεις των ανθρώπων. «Με τον εαυτό μου δεν είχα κανένα πρόβλημα, πρόβλημα είχα με εκείνα τα μέρη, με εκείνα τα πρόσωπα, με τις χαμένες, κατεστραμμένες ζωές- τους ανθρώπους που κοίταζαν να τα βγάλουν πέρα με τον πιο φτηνό και εύκολο τρόπο. Ανάμεσα στην Εκκλησία και το κράτος, και τον οικογενειακό τρόπο ζωής, ανάμεσα στο εκπαιδευτικό και ψυχαγωγικό σύστημα, ανάμεσα στην οκτάωρη εργασία και το τραπεζικό σύστημα εκείνοι οι άνθρωποι καίγονταν ζωντανοί. Το να κλείνω την πόρτα και να μένω σ’ ένα μικρό δωμάτιο ή να κάθομαι σε κάποιο μπαρ τη νύχτα ή τη μέρα ήταν ο δικός μου τρόπος να λέω όχι σε όλα αυτά».
Όμως ποτέ δεν θέλησε να γίνει καθοδηγητής, «να περάσει κάποιο μήνυμα». Εξέφρασε μόνο τον εαυτό του και έδωσε την εικόνα που είχε αυτός ο ίδιος για τα πράγματα. Στην πρώτη του νεότητα συντάχτηκε με τους γερμανούς εθνικοσοσιαλιστές αν και μετέπειτα θέλησε να αποστασιοποιηθεί από τις νεανικές αυτές επιλογές του. Όπως σημειώνει ο βιογράφος του Barry Miles, «θα ήταν τεράστιο λάθος να προσπαθήσουμε να αμβλύνουμε την σημασία της σχέσης του Μπουκόβσκι με τον φασισμό και να θεωρήσουμε πως ήταν απλώς ένας τρόπος για να τραβήξει την προσοχή των άλλων». Δεν πίστεψε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και αρνήθηκε να συμμετάσχει στο πλευρό της Αμερικής.
Ο κυνικός και ευαίσθητος, αντιφατικός και στωικός Μπουκόβσκι, ο βαθιά ανθρώπινος αλλά και αποστασιοποιημένος, είναι ένας κατεξοχήν πολιτικός και κοινωνικός συγγραφέας, η ζωή και το έργο του αποτελούν σημαντικό αποτύπωμα στην ιστορία της λογοτεχνίας.
*τίτλος κειμένου του Μπουκόβσκι
Δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2020 στην εφημερίδα Ελεύθερος Κόσμος