γράφει ο Σταύρος Λιμποβίσης
Στα μέσα του Νοέμβρη του 1916 ξεκίνησε στην Αθήνα ένας ορυμαγδός αντίστασης που έμεινε στην Ιστορία ως «Νοεμβριανά».
Είχε προηγηθεί η απόβαση στον Πειραιά δυνάμεων της Αντάντ (Αγγλικών, Γαλλικών και Ιταλικών) και αιματηρές συγκρούσεις με τις ελληνικές μοναρχικές λαϊκές «πρωτοφασιστικές» πολιτοφυλακές.
Πρωταγωνιστές ήταν οι θρυλικοί Επίστρατοι (για την ακρίβεια τα ελληνικά «Τάγματα Εφόδου») που αποτέλεσαν το πρώτο μαζικό «πρωτοφασιστικό» λαϊκό κίνημα στην Ελλάδα.
Η οργάνωση των Επιστράτων έμοιαζε σε πολλά με τα ανάλογα εθνικιστικά κινήματα που δρούσαν στην Ιταλία, τη Γερμανία και την Αυστρία. Όμως οργανώσεις και κινήσεις με εθνικιστική και αντικοινοβουλευτική ιδεολογία που αποτέλεσαν τους προδρόμους του Ελληνικού Φασισμού υπήρχαν ήδη από τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα.
Μέσα σ’ αυτές ξεχωριστή θέση είχε η κίνηση «Ελληνισμός» επικεφαλής της οποίας ήταν ο καθηγητής Φιλοσοφίας πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών Νεοκλής Καζάζης (1849-1936).
Η κίνηση αυτή άσκησε τόσο πολιτική όσο και ιδεολογική επιρροή έως και τις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-1913. Μέσα από το περιοδικό «Ελληνισμός» ο Καζάζης προπαγάνδιζε όχι μόνο τον αλυτρωτισμό με τα «εθνικά δίκαια» στη Μακεδονία, τη Θράκη και την Κρήτη αλλά και την ανάγκη ενός ισχυρού κράτους με ένα ισχυρό ηγέτη.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης τον προδρομικό ρόλο που έπαιξαν στη διαμόρφωση του Ελληνικού Φασισμού ο Περικλής Γιαννόπουλος και ο Ίων Δραγούμης και οι δύο επηρεασμένοι από τις ιδέες των Γάλλων θεωρητικών Σαρλ Μωρράς και Μωρίς Μπαρρές, οι εθνικιστικές ιδέες των οποίων άσκησαν μεγάλη επιρροή σε όλο το πρώτο μισό του 20ου αιώνα.
"Ίων Δραγούμης ο Έλλην Ιδεαλιστής":
Συγγραφέας του βιβλίου ο Εθνικοσοσιαλιστής Πέτρος Ωρολογάς.
Εκδόθηκε το 2017 από τον Θρακικό Οιωνό.
Επιμέλεια και εισαγωγή του συναγωνιστή Αθανασίου Γιαλαμά.
Και οι δυο Έλληνες διανοητές - προς φρίκη προσώπων του «χώρου» - υπήρξαν αντικείμενο θαυμασμού και μελέτης από την γνωστή Εθνικοσοσιαλίστρια και οπαδό του Αδόλφου Χίτλερ Savitri Devi αλλά και από συμπατριώτες μας που στήριξαν στον πόλεμο την πολεμική προσπάθεια του «Άξονα» όπως οι Πέτρος Ωρολογάς, Ευάγγελος Κυριάκης και Σπύρος Μελάς.
Από την πλευρά των Βενιζελικών ο ιστορικός Γεώργιος Βεντήρης γράφει για τον χαρακτήρα των κινήσεων των Επιστράτων: «Παρουσιάζουν αναλογίας με τον ιταλικόν φασισμόν, του οποίου προεπορεύθησαν, προς τους Γερμανούς μοναρχικούς ή τους εθνικόφρονας σοσιαλιστάς. Αλλ’ αι ομοιότητες περιορίζονται εις την μέθοδον της ενέργειας και τον αντιδημοκρατικόν χαρακτήρα των διαφόρων τούτων κινήσεων.
Διότι η δράσις των Ελλήνων επιστράτων δεν ανταπεκρίνετο εις οικονομικάς ανάγκας ή εθνικούς σκοπούς μιας ωρισμένης ομογενούς τάξεως, όπως συμβαίνει εις Ιταλίαν και Γερμανίαν. Αυτή είναι η πρωτοτυπία των, εις τούτο δε πρέπει να αποδοθή ο αναρχικός χαρακτήρ και η σχετικώς σύντομος ζωή των επιστράτων».
Σύμφωνα με τον Γ.Θ. Μαυρογορδάτο («Εθνικός Διχασμός και μαζική οργάνωση. Οι επίστρατοι του 1916», σ. 34-36, Αλεξάνδρεια 1996) η συγγένεια των Επιστράτων με τα πρωτοφασιστικά και φασιστικά κινήματα που συναντάμε σε άλλες χώρες, και ειδικότερα τον Ιταλικό Φασισμό και τον Γερμανικό Εθνικοσοσιαλισμό είναι εμφανής. Γι αυτό και μπορούμε να μιλάμε για «ένα φασισμό προδρομικό αλλά ατελή».
Επιφανείς υποστηρικτές και σε κάποιες περιπτώσεις ηγέτες των Επιστράτων ήταν ο Στρατηγός Ιωάννης Μεταξάς, ο Στρατηγός Αναστάσιος Παπούλας, ο Συνταγματάρχης και μετέπειτα Υποστράτηγος Ιπποκράτης Παπαβασιλείου, ο Γεώργιος Τσόντος Βάρδας γνωστός ως Καπετάν Βάρδας, ο Στρατηγός Βίκτωρ Δούσμανης και ο ιδρυτής του μετέπειτα Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Σπυρίδων Μερκούρης θείος της γνωστής Μελίνας ...
Συνολικά ιδρύθηκαν περίπου τετρακόσιοι τοπικοί σύλλογοι ενώ ο αριθμός των μελών τους προσεγγίζει αρχικά τις 100.000. Στην Πελοπόννησο, δημιουργήθηκαν μετά την αποστράτευση αρκετοί Σύνδεσμοι Επιστράτων, όπως: Αιγίου, Πάτρας, Αχαΐας, Λανθίου (Ηλεία), Λεχαινών, Πύργου, Αμαλιάδας, Καλαμάτας και άλλοι, ενώ στην Αργολίδα, εντοπίζονται πέντε Σύνδεσμοι Επιστράτων: Ναυπλίου, Ασίνης, Άργους, Καρυάς και Κάτω Μπέλεσι (σημερινή Λυρκεία, που ανήκει στο Δήμο Άργους-Μυκηνών).
Στα Τρίκαλα τα μέλη του συνδέσμου Επιστράτων ανέρχονταν σε χιλιάδες ενώ σύνδεσμοι ιδρύθηκαν σε πολλά χωριά του νομού, τόσο στον κάμπο όσο και στα ορεινά.
Ο Σύνδεσμος Επιστράτων διέθετε επιτροπές στην Κοζάνη, στα Γρεβενά και στην Κατερίνη δεν καταγράφεται, όμως, επιτροπή στις πόλεις της κεντρικής Μακεδονίας, στη Βέροια, τη Νάουσα ή την Έδεσσα.
Εργάτες και αγρότες ήταν η πλειοψηφική μάζα που πλαισίωσε τους Επιστράτους απέναντι στην μεγαλοαστική πολιτική του Βενιζέλου και στην υποταγή του στο διεθνοποιημένο κεφάλαιο των «Λεβαντινών» της διασποράς. Αυτό τον κοινωνικό χαρακτήρα των Επιστράτων αποδέχεται η Αριστερά που με μεγάλη αμηχανία αναγνώρισε ακριβώς αυτό, τον λαϊκό χαρακτήρα των Συνδέσμων.
Ο γνωστός Μαρξιστής θεωρητικός Σεραφείμ Μάξιμος, μέχρι το 1927 μέλος του Πολιτικού Γραφείου και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του Κ.Κ.Ε., γράφει: «Η σύγκρουση δυο αστικών μερίδων εξελίχθηκε σε σύγκρουση τάξεων, κατά την οποία τα κοινωνικώς καταπιεζόμενα στρώματα σηκώσανε την αντιβενιζελική σημαία ως σύμβολο αγώνος κατά του κεφαλαίου» και επίσης ότι: «η μικροαστική και εργατική μάζα αντέταξε ένα κοινό μέτωπο με τη μοναρχία κατά του λιμπεραλισμού».
Από την πλευρά του ο ιδρυτής του ΣΕΚΕ Αβραάμ Μπεναρόγια λυπόταν γιατί: «Η μικροαστική επιπολαιότητα παρέσυρε και την εργατικήν μάζαν» (…)
«Με την ανακήρυξιν της Δημοκρατίας θα γίνωμεν απλούστατα λαός άνευ ιδέας, η νόθος και έκφυλος φωνή της Ανθρωπότητος και οι Ισραηλίται των Εθνών!», αναφέρεται σε ένα κείμενο των Επιστράτων τον Οκτώβριο του 1916.
Σύμφωνα με την διήγηση Γάλλου διπλωμάτη που υπηρετούσε τότε στην Ελλάδα: «Ἡ ἀθηναϊκὴ κοινωνία χωρίζεται σὲ βενιζελικοὺς καὶ ἀντιβενιζελικούς· καὶ εἶναι εὔκολο νὰ τοὺς ξεχωρίσει κανείς: Οἱ βενιζελικοὶ εἶναι κομψὰ ντυμένοι, ἐπειδὴ εἶναι πλούσιοι· οἱ βασιλόφρονες κακοντυμένοι, γιατὶ εἶναι φτωχοί».
Γράφει λοιπόν ο Βάρναλης με το δικό του τρόπο για τον πολέμαρχο των Επιστράτων τον Σαγιά και την κάθοδο των Ελλήνων Αρβανιτών - που υπήρξαν σκληροί πολεμιστές, αγροτοκτηνοτρόφοι και φυσικά φανατικοί αντικομμουνιστές και μοναρχικοί για δεκαετίες και το πλήρωσαν με επιθέσεις από τον Βενιζέλο μέχρι τον ΕΛΑΣ - από τα Μεσόγεια στην Αθήνα («Φιλολογικά απομνημονεύματα», σ. 198,199, Κέδρος, Αθήνα 1980):
«Έτσι πάνου - κάτου μίλησε ο Σαγιάς. Και φανάτισε το πλήθος. Ύστερα μπήκε στο αυτοκίνητο με την παρέα του κι έφυγε να πάει και στ’ άλλα χωριά να πει τα ίδια: στα Καλύβια, στο Μαρκόπουλο, στο Κορωπί, στο Λιόπεσι.
Την άλλη μέρα, από τα χαράματα, οι επίστρατοι όλων των χωριών με τους προέδρους των και με στρατιωτικό αρχηγό τον έφεδρο ανθυπασπιστή Μέγγουλη από την Κερατιά, κατεβήκανε στους σταθμούς και παίρνανε το τραίνο (καμιά εφτακοσαριά το όλο) για την Αθήνα.
Τη νύχτα η Αθήνα παρουσίαζε την όψη πολιορκημένης πολιτείας. Στην Ομόνοια, στην οδό Σταδίου κ.τ.λ. ανεβοκατεβαίνανε ατελείωτες περιπολίες Επιστράτων με βάδισμα αργό και με πολύ σοβαρό ύφος. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά και μύριζε μπαρούτι».
Η αποκαλούμενη «Μάχη των Αθηνών» διήρκησε συνολικά ένα εικοσιτετράωρο, από τα ξημερώματα της Παρασκευής έως τα ξημερώματα του Σαββάτου (18-19 Νοεμβρίου/1-2 Δεκεμβρίου 1916).
Στη διάρκεια τους βρέθηκαν αντιμέτωποι περίπου 3.000 Αγγλογάλλοι επικουρούμενοι από ελάχιστους Ιταλούς και ο τακτικός στρατός και οι δυναμικότερες ομάδες «Επιστράτων».
Οι Ελληνικές δυνάμεις φέρονται αποφασισμένες να σταματήσουν την συμμαχική απόβαση και βρίσκονται οχυρωμένες σε κομβικές θέσεις, με το δάχτυλο στη σκανδάλη.
Με διαταγή του αντιστρατήγου Καλλάρη τέσσερα τάγματα του Ελληνικού Στρατού είχαν καταλάβει τις στρατιωτικές αποθήκες και ορισμένες νευραλγικές θέσεις στην πόλη της Αθήνας ενώ οι υπόλοιπες δυνάμεις είχαν συγκεντρωθεί στα περίχωρα, όπως στο πυριτιδοποιείο στην Ιερά Οδό, στο Βοτανικό Κήπο πλησίον της Μονής Δαφνίου, στο στρατόπεδο του Ρουφ, στο Αστεροσκοπείο, καθώς και στους λόφους Φιλοπάππου και Αρδηττού.
Τρεις φάλαγγες Γάλλων και Βρετανών, αλλά και κάποιοι Ιταλοί, οδεύουν προς την Αθήνα σε προκαθορισμένα σημεία: η μια μονάδα ανέβηκε τη λεωφόρο Συγγρού, η άλλη την Πειραιώς και η τρίτη «διά της οδού του Ελαιώνος», η σημερινή οδός Πέτρου Ράλλη.
Σύντομα τα στρατεύματα της Αντάντ, Άγγλοι, Γάλλοι και Ιταλοί αποβιβάζονται στον Πειραιά και βαδίζουν προς την Αθήνα, όπου κατέλαβαν τους στρατώνες στο Ρουφ, καίρια σημεία στην πόλη και το Ζάππειο, όμως συνάντησαν ισχυρή αντίσταση από στρατιωτικά τμήματα και τους χιλιάδες Επίστρατους.
Οι Ελληνικές δυνάμεις διοικούμενες από τον αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Καλλάρη απέκρουσαν τον εχθρό. Οι μάχες άρχισαν στο Στρατόπεδο Ρουφ γύρω στις 11:30 το πρωί, μετά στο Γκαζοχώρι, στη γέφυρα Πουλοπούλου και κατόπιν στο πεδίον του Άρεως, στο Αστεροσκοπείο, στου Φιλοπάππου, στο Ζάππειο και στην Ακρόπολη. Βομβαρδίστηκαν επίσης αποθήκες όπλων στα Λιόσια, το Παγκράτι αλλά και τα ίδια τα ανάκτορα από τα αγκυροβολημένα στο Φάληρο συμμαχικά πλοία, προκαλώντας μεγάλης έκτασης φθορές.
Οι Αγγλογάλλοι προσπάθησαν μάταια να καταλάβουν κεντρικά σημεία σημεία των Αθηνών, στρατιωτικές αποθήκες και αυτό ακόμα το παλάτι, όμως αποκρούσθηκαν με πολλές απώλειες για τους ίδιους στην ευρύτερη περιοχή του Φιλοπάππου και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν ατάκτως και με σκυμμένο το κεφάλι στον Πειραιά.
Τα συμμαχικά πλοία ξεκινούν βομβαρδισμό και η πόλη δέχεται μαζικά πυρά. Στις εχθροπραξίες συμμετείχαν και οπαδοί του Βενιζέλου που έχοντας καταλάβει θέσεις σε οικίες, μπαλκόνια και στέγες, έβαλλαν κατά των Ελλήνων στρατιωτών.
Η ανάμειξη τους ήταν τέτοιας εκτάσεως, που ο ναύαρχος du Fournet έγραψε στα απομνημονεύματα του ότι τα στρατεύματά του είχαν εμπλακεί σε μια εμφύλια σύρραξη.
Μετά την επικράτηση τους οι Επίστρατοι στράφηκαν κατά των Βενιζελικών και επί δύο μέρες επιδόθηκαν σε προσπάθειες να απομακρύνουν από την Αθήνα και την επαρχία τους «βενιζελικούς προδότας» και τους «πράκτορας της Αντάντ».
Έγιναν έρευνες σε σπίτια γνωστών οπαδών του Βενιζέλου αλλά και στο σπίτι του ίδιου όπου ανακαλύφθηκε ολόκληρο οπλοστάσιο: 4 πολυβόλα, 170 τυφέκια, 60 περίστροφα, 4.500 σφαίρες, μασούρια δυναμίτιδος, χαλύβδινοι θώρακες και δημοκρατικά σήματα αναγνωρίσεως, «ολόκληρο οπλοστάσιο προοριζόμενο για εμφύλιο πόλεμο».
Το ίδιο κιόλας βράδυ, ο Κωνσταντίνος συμφωνεί με τους πρεσβευτές της Αντάντ και ο βομβαρδισμός σταματά. Ακολουθεί η παράδοση των αιχμαλώτων που είχαν συλλάβει οι αντιμαχόμενοι μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο ναύαρχος Νταρτίζ ντε Φουρνέ που είχε περικυκλωθεί στο Ζάππειο επί κεφαλής αγήματος διακοσίων Γάλλων ναυτών.
Η αιχμαλωσία του αποτέλεσε σημείο σημαντικής τριβής για την οποία μνησικακούσαν οι Γάλλοι που θεωρούσαν ότι είχε θιγεί η εθνική τους αξιοπρέπεια εξαιτίας του συμβιβασμού που αναγκάστηκαν να κάνουν.
Ως απάντηση στα γεγονότα τις 18ης Νοεμβρίου οι δυνάμεις της Αντάντ επέβαλαν γενικό αποκλεισμό στα νησιά και στα λιμάνια της Ελλάδος που παρέλυσε την αγορά και ο λαός υπέφερε από την πείνα και τη στέρηση αγαθών.
Το κίνημα των Επιστράτων εξέφρασε την πλήρη και σχεδόν καθολική αντίσταση του μεγαλύτερου τμήματος του Ελληνικού λαού εναντίον της ξενικής επιβολής, αλλά και διατράνωσε την πίστη ότι η Ελλάδα και το Έθνος πρέπει να είναι ανεξάρτητα και κραταιά, χωρίς καμιά εξάρτηση από κανέναν ξένο παράγοντα.
Οι Επίστρατοι αναχαίτισαν τα εχθρικά στρατεύματα στα μικρής χρονικής διάρκειας γεγονότα, που ήταν μια θρασύτατη επιθετική ενέργεια κατά της Ελλάδος, γεγονός το οποίο χαιρετίστηκε ως θρίαμβος του Ελληνικού στρατού αλλά και του απλού λαού σε βάρος των Μεγάλων Δυνάμεων.
Η τότε Κυβέρνηση είχε υποσχεθεί την ανέγερση μνημείου για τους πεσόντες Επιστράτους, όμως η κατάληψη της εξουσίας από τον Βενιζέλο με τις ευλογίες των Γάλλων, ακύρωσε την ανέγερση του!
Το 2012 ο ιστορικός Δημήτρης Μιχαλόπουλος δημοσίευσε βιβλίο που αναφέρεται διεξοδικά στην υπόθεση του Συνδέσμου Επιστράτων, και παραθέτει συγκλονιστικές λεπτομέρειες από επίσημες πηγές της εποχής.
Οι Επίστρατοι, ακόμη και στη Θεσσαλονίκη εκεί που η εξουσία των Βενιζελικών ήταν απόλυτη, αντιστάθηκαν στον Βενιζέλο και τους ξένους προστάτες του. Στη Σκιάθο οι Επίστρατοι απέκρουσαν δια των όπλων την προσπάθεια αγήματος Βρετανικού πλοίου να αποβιβασθούν και να καταλάβουν το νησί ενώ ο λαός τους υποστήριξε κραυγάζοντας το σύνθημα: «Δεν θέλουμε ψωμί! Ζήτω η Ελλάς!».
Στο Λιανοκλάδι, κοντά στη Λαμία, οι Επίστρατοι ακινητοποίησαν αμαξοστοιχίες που ταξίδευαν μεταφέροντας συμμαχικά στρατεύματα στην Πελοπόννησο. Στην ύπαιθρο χώρα οι βιασμοί κοριτσιών και οι απαγωγές ομήρων από τα στρατεύματα της Αντάντ και τους άτακτους του Βενιζέλου ήταν καθημερινότητα και τα σχετικά επεισόδια ήταν συνήθη.
Ανάλογα περιστατικά ήταν καθημερινότητα στη δυτική Μακεδονία, ειδικότερα στην περιοχή των Γρεβενών και της Κοζάνης, όπου μάλιστα επειδή οι ντόπιες γυναίκες φάνηκαν απρόθυμες να ικανοποιήσουν τις σεξουαλικές ανάγκες Γάλλων στρατιωτικών εκδόθηκε διαταγή (!) να επιλεγούν από τους κατά τόπους κοινοτάρχες άπορες κοπέλες προκειμένου να δημιουργήσουν πορνεία για τα συμμαχικά στρατεύματα στη Μακεδονία.
Στο νησί της Νάξου οι κάτοικοι της Απειράνθου, όπου ήταν το σημαντικότερο σημείο των υποστηρικτών των Επιστράτων οπλισμένοι με δυναμίτες, αρνήθηκαν ν’ αναγνωρίσουν τον Βενιζέλο κι αντιπρότειναν να παραμείνουν αυτόνομοι απ’ οποιασδήποτε κυβέρνηση. Επικεφαλής των Επιστράτων της Νάξου ήταν ο παλιός Μακεδονομάχος μόνιμος αξιωματικός και βουλευτής Μανώλης Δερλερές.
Την καθυπόταξη τους ανέλαβε ένα Βενιζελικό μικτό απόσπασμα, υπό τις διαταγές του Υπολοχαγού Δημητρίου Σαμαρτζή, στο οποίο συμμετείχαν στρατιώτες και Κρήτες χωροφύλακες. Αρχικά, το τορπιλοβόλο «Θέτις» έριξε δύο προειδοποιητικές βολές, χωρίς κάποιο αποτέλεσμα. Ακολούθησαν από τους άνδρες του Σαμαρτζή από απόσταση 80 βημάτων πυρά προς το συγκεντρωμένο πλήθος, τα οποία διήρκεσαν περίπου 15 λεπτά. Στη συνέχεια, ο στρατός του Βενιζέλου έκανε έφοδο στο χωριό, συνέχισε τις βιαιότητες έναντι των αμάχων και λεηλάτησε περιουσίες.
Μετά από προτροπή του παπά Φραγκίσκου, του ιερέα της Απειράνθου, οι κάτοικοι του χωριού σήκωσαν λευκές σημαίες. Το απόσπασμα έπνιξε στο αίμα το χωριό με πολυβόλα και ξιφολόγχες, στις 5 Ιανουαρίου 1917, σκοτώνοντας 32 πολίτες, 12 γυναίκες μεταξύ τους και κάποιες σε εγκυμοσύνη, 4 υπερήλικες, 5 ανήλικους και 11 άνδρες με ριπές πολυβόλου ενώ υπήρξαν και 44 τραυματίες, εκ των οποίων οι 15 έμειναν ανάπηροι.
Μετά τη σφαγή, 120 κάτοικοι αναγκάστηκαν με την απειλή των όπλων να περισυλλέξουν τα πτώματα και να τα θάψουν χωρίς κάποια τελετή έξω από το νεκροταφείο του χωριού ενώ ακολούθως φυλακίστηκαν πολλοί από αυτούς ώσπου να υπογράψουν δήλωση προσχωρήσεως στην «Εθνική Άμυνα».
Λέγεται πως ο ίδιος ο Βενιζέλος τηλεγράφησε στις 7 Ιανουαρίου στον στρατιωτικό διοικητή Κυκλάδων να στείλει στρατιωτικές ενισχύσεις στην περιοχή, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι Επίστρατοι της Νάξου, κλείνοντας με τη φράση «Μη φεισθήτε ουδενός». Οι εκτελέσεις αντιφρονούντων και υπόπτων ήταν στην ημερήσια διάταξη σε όλη την έκταση της χώρας την οποία δεν ήλεγχαν οι οπαδοί του Βενιζέλου, αν και δεν είχαν την έκταση της Σφαγής στην Απείρανθο.
Μετά την κατάληψη στις Κυκλάδες δημιουργήθηκε το 10ο Σύνταγμα Πεζικού υπό τον Ταγματάρχη Αλέξανδρο Οθωναίο, και κλήθηκαν προκειμένου να το στελεχώσουν περισσότεροι από 1.500 κληρωτοί του 1916 από τους οποίους παρουσιάστηκαν περίπου 300 ενώ οι υπόλοιποι δημιούργησαν ομάδες ανταρτών στα ορεινά της Νάξου κι άλλοι πέρασαν στην Εύβοια με τελικό προορισμό την Αθήνα.
Ένα από τα πλέον σημαντικά στρατιωτικά παρεπόμενα και επιμελώς παραλειπόμενα εκείνης της περιόδου, το οποίο έχει σχέση με την δράση των Επιστράτων, είναι η μάχη που δόθηκε τον Μάιο του 1917, γνωστή σήμερα ως «Μάχη της Σημαίας», στην περιοχή της Λάρισας.
Στην πόλη είχε την έδρα της η Ι Ελληνική Μεραρχία με διοικητή τον Υποστράτηγο Ανδρέα Μπαΐραμε το 4ο Σύνταγμα Πεζικού και το 1/38 Τάγμα Ευζώνων. Όλοι οι άνδρες του Συντάγματος ακολουθούμενοι από 100 ακόμη οπλίτες της Μεραρχίας προσπάθησαν να διαφύγουν ένοπλοι με την σημαία τους προς την Λαμία ώστε να αποφύγουν τον εξευτελισμό.
Η μάχη της σημαίας έλαβε χώρα μεταξύ τμήματος του 1/38 Ευζωνικού Τάγματος και Γάλλων λογχοφόρων από τις αποικίες στη θέση «Μεζούρλο», λίγο έξω από την Λάρισα, απέναντι από το σημερινό Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο και μεταξύ της οδού Λάρισας - Καρδίτσας και των σιδηροδρομικών γραμμών, οι διαφυγόντες Έλληνες στρατιώτες κυκλώθηκαν από πολλαπλάσιες δυνάμεις αποικιακών μονάδων και συγκεκριμένα Μαροκινών σπαχήδων (ιππέων) και Σενεγαλέζων πεζών σε απόλυτα ανοικτό πεδίο.
Αρνούμενοι να παραδοθούν, στον εχθρό υπερασπίστηκαν σε μια τρίωρη σκληρή μάχη την τιμή και την σημαία τους. Ο Γάλλος στρατηγός έστειλε το ιππικό των Μαροκινών Σπαχήδων να τους καταδιώξει. Έξι χιλιόμετρα αργότερα οι Έλληνες κυκλώθηκαν κι όταν τους ζητήθηκε να παραδοθούν, αρνήθηκαν με πείσμα.
Οι απώλειες κυρίως της Ελληνικής πλευράς, όπως περιγράφονται στις εφημερίδες της εποχής, υπήρξαν βαριές. Στην μάχη των πεζών εναντίον του Γαλλικού ιππικού - σε ανοιχτό πεδίο αυτή τη φορά - οι Έλληνες μέτρησαν 59 αξιωματικούς και στρατιώτες νεκρούς όλους με φοβερούς σπαθισμούς. Οι Γάλλοι είχαν 2 αξιωματικούς και 7 στρατιώτες τραυματίες. Επί τόπου συνελήφθησαν 49 Έλληνες αξιωματικοί και 269 Έλληνες στρατιώτες.
Οι Εύζωνες χρησιμοποιήθηκαν από τους Γάλλους για αγγαρείες και έργα οδοποιίας στο Λιτόχωρο, ενώ οι αξιωματικοί οδηγήθηκαν και κρατήθηκαν σε παλαιούς Τουρκικούς στρατώνες στην Κατερίνη.
Οι Γάλλοι ονόμασαν «Δεκεμβριανά» ή η «ενέδρα της Αθήνας» την ήττα τους τα «Νοεμβριανά του 1916».
Οι Επίστρατοι στο σύνολο τους είχαν πολεμήσει στους Βαλκανικούς πολέμους κι οι περισσότεροι ε από βετεράνοι, ήταν έμπειροι και σκληροτράχηλοι πολεμιστές που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν κολαούζοι του Βασιλιά και πολύ περισσότερο προδότες, παρά θύματα της βίας των Βενιζελικών και της πολιτικής τους να διαιρέσουν και να διχάσουν την χώρα.

















.jpg)

