Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΦΑΣΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΦΑΣΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ο Δικός μας Νοέμβρης: Έλληνες Επίστρατοι, τα Ελληνικά Freikorps!


γράφει ο Σταύρος Λιμποβίσης

Στα μέσα του Νοέμβρη του 1916  ξεκίνησε στην Αθήνα ένας ορυμαγδός αντίστασης που έμεινε στην Ιστορία ως «Νοεμβριανά». 

Είχε προηγηθεί η απόβαση στον Πειραιά  δυνάμεων της Αντάντ (Αγγλικών, Γαλλικών και Ιταλικών) και αιματηρές συγκρούσεις με τις ελληνικές μοναρχικές λαϊκές «πρωτοφασιστικές» πολιτοφυλακές. 

Πρωταγωνιστές ήταν  οι θρυλικοί Επίστρατοι (για την ακρίβεια τα ελληνικά «Τάγματα Εφόδου») που αποτέλεσαν το πρώτο μαζικό «πρωτοφασιστικό» λαϊκό κίνημα στην Ελλάδα. 

Η οργάνωση των Επιστράτων έμοιαζε σε πολλά με τα ανάλογα εθνικιστικά κινήματα που δρούσαν στην Ιταλία, τη Γερμανία και την Αυστρία. Όμως  οργανώσεις και κινήσεις με εθνικιστική και αντικοινοβουλευτική ιδεολογία που αποτέλεσαν τους προδρόμους του Ελληνικού Φασισμού υπήρχαν ήδη από τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα. 

Μέσα σ’ αυτές ξεχωριστή θέση είχε η κίνηση «Ελληνισμός» επικεφαλής της οποίας ήταν ο καθηγητής Φιλοσοφίας πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών Νεοκλής Καζάζης (1849-1936). 

Η κίνηση αυτή άσκησε  τόσο πολιτική όσο και ιδεολογική επιρροή έως και τις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-1913. Μέσα από το περιοδικό «Ελληνισμός» ο Καζάζης προπαγάνδιζε όχι μόνο τον αλυτρωτισμό με  τα «εθνικά δίκαια» στη Μακεδονία, τη Θράκη και την Κρήτη αλλά και την ανάγκη ενός ισχυρού κράτους με ένα ισχυρό ηγέτη. 

Δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης τον προδρομικό ρόλο που έπαιξαν στη διαμόρφωση του Ελληνικού Φασισμού ο Περικλής Γιαννόπουλος και ο Ίων Δραγούμης και οι δύο επηρεασμένοι από τις ιδέες των Γάλλων θεωρητικών Σαρλ Μωρράς και Μωρίς Μπαρρές, οι εθνικιστικές ιδέες των οποίων άσκησαν μεγάλη επιρροή σε όλο το πρώτο μισό  του 20ου αιώνα. 

"Ίων Δραγούμης ο Έλλην Ιδεαλιστής":

 Συγγραφέας του βιβλίου ο Εθνικοσοσιαλιστής Πέτρος Ωρολογάς.

 Εκδόθηκε το 2017 από τον Θρακικό Οιωνό. 

Επιμέλεια και εισαγωγή του συναγωνιστή Αθανασίου Γιαλαμά.

Και οι δυο Έλληνες διανοητές - προς φρίκη προσώπων του «χώρου» - υπήρξαν αντικείμενο θαυμασμού και μελέτης από την γνωστή Εθνικοσοσιαλίστρια και οπαδό του Αδόλφου Χίτλερ Savitri Devi αλλά και από συμπατριώτες μας που στήριξαν στον πόλεμο την πολεμική προσπάθεια του «Άξονα» όπως οι Πέτρος Ωρολογάς, Ευάγγελος Κυριάκης και Σπύρος Μελάς. 

Από την πλευρά των Βενιζελικών ο ιστορικός Γεώργιος Βεντήρης γράφει για τον χαρακτήρα των κινήσεων των Επιστράτων: «Παρουσιάζουν αναλογίας με τον ιταλικόν φασισμόν, του οποίου προεπορεύθησαν, προς τους Γερμανούς μοναρχικούς ή τους εθνικόφρονας σοσιαλιστάς. Αλλ’ αι ομοιότητες περιορίζονται εις την μέθοδον της ενέργειας και τον αντιδημοκρατικόν χαρακτήρα των διαφόρων τούτων κινήσεων. 

Διότι η δράσις των Ελλήνων επιστράτων δεν ανταπεκρίνετο εις οικονομικάς ανάγκας ή εθνικούς σκοπούς μιας ωρισμένης ομογενούς τάξεως, όπως συμβαίνει εις Ιταλίαν και Γερμανίαν. Αυτή είναι η πρωτοτυπία των, εις τούτο δε πρέπει να αποδοθή ο αναρχικός χαρακτήρ και η σχετικώς σύντομος ζωή των επιστράτων». 

Σύμφωνα με τον Γ.Θ. Μαυρογορδάτο («Εθνικός Διχασμός και μαζική οργάνωση. Οι επίστρατοι του 1916», σ. 34-36, Αλεξάνδρεια 1996) η συγγένεια των Επιστράτων με τα πρωτοφασιστικά και φασιστικά κινήματα που συναντάμε σε άλλες χώρες, και ειδικότερα τον Ιταλικό Φασισμό και τον Γερμανικό Εθνικοσοσιαλισμό είναι εμφανής. Γι αυτό και μπορούμε να μιλάμε για «ένα φασισμό προδρομικό αλλά ατελή». 

Επιφανείς υποστηρικτές και σε κάποιες περιπτώσεις ηγέτες των Επιστράτων ήταν ο Στρατηγός Ιωάννης Μεταξάς, ο Στρατηγός Αναστάσιος Παπούλας, ο Συνταγματάρχης και μετέπειτα Υποστράτηγος Ιπποκράτης Παπαβασιλείου, ο Γεώργιος Τσόντος Βάρδας γνωστός ως Καπετάν Βάρδας, ο Στρατηγός Βίκτωρ Δούσμανης και ο ιδρυτής του μετέπειτα Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Σπυρίδων Μερκούρης θείος της γνωστής Μελίνας ...

Συνολικά ιδρύθηκαν περίπου τετρακόσιοι τοπικοί σύλλογοι ενώ ο αριθμός των μελών τους προσεγγίζει αρχικά τις 100.000. Στην Πελοπόννησο, δημιουργήθηκαν μετά την αποστράτευση αρκετοί Σύνδεσμοι Επιστράτων, όπως: Αιγίου, Πάτρας, Αχαΐας, Λανθίου (Ηλεία), Λεχαινών, Πύργου, Αμαλιάδας, Καλαμάτας και άλλοι, ενώ στην Αργολίδα, εντοπίζονται πέντε Σύνδεσμοι Επιστράτων: Ναυπλίου, Ασίνης, Άργους, Καρυάς και Κάτω Μπέλεσι (σημερινή Λυρκεία, που ανήκει στο Δήμο Άργους-Μυκηνών). 

Στα Τρίκαλα τα μέλη του συνδέσμου Επιστράτων ανέρχονταν σε χιλιάδες ενώ σύνδεσμοι ιδρύθηκαν σε πολλά χωριά του νομού, τόσο στον κάμπο όσο και στα ορεινά. 

Ο Σύνδεσμος Επιστράτων διέθετε επιτροπές στην Κοζάνη, στα Γρεβενά και στην Κατερίνη δεν καταγράφεται, όμως, επιτροπή στις πόλεις της κεντρικής Μακεδονίας, στη Βέροια, τη Νάουσα ή την Έδεσσα. 

Εργάτες και αγρότες ήταν η πλειοψηφική μάζα που πλαισίωσε τους Επιστράτους απέναντι στην μεγαλοαστική πολιτική του Βενιζέλου και στην υποταγή του στο διεθνοποιημένο κεφάλαιο των «Λεβαντινών» της διασποράς. Αυτό τον κοινωνικό χαρακτήρα των Επιστράτων αποδέχεται η Αριστερά που με μεγάλη αμηχανία αναγνώρισε ακριβώς αυτό, τον λαϊκό χαρακτήρα των Συνδέσμων. 

Ο γνωστός Μαρξιστής θεωρητικός Σεραφείμ Μάξιμος, μέχρι το 1927 μέλος του Πολιτικού Γραφείου και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του Κ.Κ.Ε., γράφει: «Η σύγκρουση δυο αστικών μερίδων εξελίχθηκε σε σύγκρουση τάξεων, κατά την οποία τα κοινωνικώς καταπιεζόμενα στρώματα σηκώσανε την αντιβενιζελική σημαία ως σύμβολο αγώνος κατά του κεφαλαίου» και επίσης ότι: «η μικροαστική και εργατική μάζα αντέταξε ένα κοινό μέτωπο με τη μοναρχία κατά του λιμπεραλισμού». 

Από την πλευρά του ο ιδρυτής του ΣΕΚΕ Αβραάμ Μπεναρόγια λυπόταν γιατί: «Η μικροαστική επιπολαιότητα παρέσυρε και την εργατικήν μάζαν» (…) 

«Με την ανακήρυξιν της Δημοκρατίας θα γίνωμεν απλούστατα λαός άνευ ιδέας, η νόθος και έκφυλος φωνή της Ανθρωπότητος και οι Ισραηλίται των Εθνών!», αναφέρεται σε ένα κείμενο των Επιστράτων τον Οκτώβριο του 1916. 

Σύμφωνα με την διήγηση Γάλλου διπλωμάτη που υπηρετούσε τότε στην Ελλάδα: « θηναϊκ κοινωνία χωρίζεται σ βενιζελικος κα ντιβενιζελικούς· κα εναι εκολο ν τος ξεχωρίσει κανείς: Ο βενιζελικο εναι κομψ ντυμένοι, πειδ εναι πλούσιοι· ο βασιλόφρονες κακοντυμένοι, γιατ εναι φτωχοί». 

Γράφει λοιπόν ο Βάρναλης με το δικό του τρόπο για τον πολέμαρχο των Επιστράτων τον Σαγιά και την κάθοδο των Ελλήνων Αρβανιτών - που υπήρξαν σκληροί πολεμιστές, αγροτοκτηνοτρόφοι και φυσικά φανατικοί αντικομμουνιστές και μοναρχικοί για δεκαετίες και το πλήρωσαν με επιθέσεις από τον Βενιζέλο μέχρι τον ΕΛΑΣ - από τα Μεσόγεια στην Αθήνα («Φιλολογικά απομνημονεύματα», σ. 198,199, Κέδρος, Αθήνα 1980): 

«Έτσι πάνου - κάτου μίλησε ο Σαγιάς. Και φανάτισε το πλήθος. Ύστερα μπήκε στο αυτοκίνητο με την παρέα του κι έφυγε να πάει και στ’ άλλα χωριά να πει τα ίδια: στα Καλύβια, στο Μαρκόπουλο, στο Κορωπί, στο Λιόπεσι. 

Την άλλη μέρα, από τα χαράματα, οι επίστρατοι όλων των χωριών με τους προέδρους των και με στρατιωτικό αρχηγό τον έφεδρο ανθυπασπιστή Μέγγουλη από την Κερατιά, κατεβήκανε στους σταθμούς και παίρνανε το τραίνο (καμιά εφτακοσαριά το όλο) για την Αθήνα. 

Τη νύχτα η Αθήνα παρουσίαζε την όψη πολιορκημένης πολιτείας. Στην Ομόνοια, στην οδό Σταδίου κ.τ.λ. ανεβοκατεβαίνανε ατελείωτες περιπολίες Επιστράτων με βάδισμα αργό και με πολύ σοβαρό ύφος. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά και μύριζε μπαρούτι». 

Η αποκαλούμενη «Μάχη των Αθηνών» διήρκησε συνολικά ένα εικοσιτετράωρο, από τα ξημερώματα της Παρασκευής έως τα ξημερώματα του Σαββάτου (18-19 Νοεμβρίου/1-2 Δεκεμβρίου 1916). 

Στη διάρκεια τους βρέθηκαν αντιμέτωποι περίπου 3.000 Αγγλογάλλοι επικουρούμενοι από ελάχιστους Ιταλούς και ο τακτικός στρατός και οι δυναμικότερες ομάδες «Επιστράτων». 

Οι Ελληνικές δυνάμεις φέρονται αποφασισμένες να σταματήσουν την συμμαχική απόβαση και βρίσκονται οχυρωμένες σε κομβικές θέσεις, με το δάχτυλο στη σκανδάλη. 

Με διαταγή του αντιστρατήγου Καλλάρη τέσσερα τάγματα του Ελληνικού Στρατού είχαν καταλάβει τις στρατιωτικές αποθήκες και ορισμένες νευραλγικές θέσεις στην πόλη της Αθήνας ενώ οι υπόλοιπες δυνάμεις είχαν συγκεντρωθεί στα περίχωρα, όπως στο πυριτιδοποιείο στην Ιερά Οδό, στο Βοτανικό Κήπο πλησίον της Μονής Δαφνίου, στο στρατόπεδο του Ρουφ, στο Αστεροσκοπείο, καθώς και στους λόφους Φιλοπάππου και Αρδηττού. 

Τρεις φάλαγγες Γάλλων και Βρετανών, αλλά και κάποιοι Ιταλοί, οδεύουν προς την Αθήνα σε προκαθορισμένα σημεία: η μια μονάδα ανέβηκε τη λεωφόρο Συγγρού, η άλλη την Πειραιώς και η τρίτη «διά της οδού του Ελαιώνος», η σημερινή οδός Πέτρου Ράλλη. 

Σύντομα τα στρατεύματα της Αντάντ, Άγγλοι, Γάλλοι και Ιταλοί αποβιβάζονται στον Πειραιά και βαδίζουν προς την Αθήνα, όπου κατέλαβαν τους στρατώνες στο Ρουφ, καίρια σημεία στην πόλη και το Ζάππειο, όμως συνάντησαν ισχυρή αντίσταση από στρατιωτικά τμήματα και τους χιλιάδες Επίστρατους. 

Οι Ελληνικές δυνάμεις διοικούμενες από τον αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Καλλάρη απέκρουσαν τον εχθρό. Οι μάχες άρχισαν στο Στρατόπεδο Ρουφ γύρω στις 11:30 το πρωί, μετά στο Γκαζοχώρι, στη γέφυρα Πουλοπούλου και κατόπιν στο πεδίον του Άρεως, στο Αστεροσκοπείο, στου Φιλοπάππου, στο Ζάππειο και στην Ακρόπολη. Βομβαρδίστηκαν επίσης αποθήκες όπλων στα Λιόσια, το Παγκράτι αλλά και τα ίδια τα ανάκτορα από τα αγκυροβολημένα στο Φάληρο συμμαχικά πλοία, προκαλώντας μεγάλης έκτασης φθορές. 

Οι Αγγλογάλλοι προσπάθησαν μάταια να καταλάβουν κεντρικά σημεία σημεία των Αθηνών, στρατιωτικές αποθήκες και αυτό ακόμα το παλάτι, όμως αποκρούσθηκαν με πολλές απώλειες για τους ίδιους στην ευρύτερη περιοχή του Φιλοπάππου και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν ατάκτως και με σκυμμένο το κεφάλι στον Πειραιά.  

Τα συμμαχικά πλοία ξεκινούν βομβαρδισμό και η πόλη δέχεται μαζικά πυρά. Στις εχθροπραξίες συμμετείχαν και οπαδοί του Βενιζέλου που έχοντας καταλάβει θέσεις σε οικίες, μπαλκόνια και στέγες, έβαλλαν κατά των Ελλήνων στρατιωτών. 

Η ανάμειξη τους ήταν τέτοιας εκτάσεως, που ο ναύαρχος du Fournet έγραψε στα απομνημονεύματα του ότι τα στρατεύματά του είχαν εμπλακεί σε μια εμφύλια σύρραξη. 

Μετά την επικράτηση τους οι Επίστρατοι στράφηκαν κατά των Βενιζελικών και επί δύο μέρες επιδόθηκαν σε προσπάθειες να απομακρύνουν από την Αθήνα και την επαρχία τους «βενιζελικούς προδότας» και τους «πράκτορας της Αντάντ»

Έγιναν έρευνες σε σπίτια γνωστών οπαδών του Βενιζέλου αλλά και στο σπίτι του ίδιου όπου ανακαλύφθηκε ολόκληρο οπλοστάσιο: 4 πολυβόλα, 170 τυφέκια, 60 περίστροφα, 4.500 σφαίρες, μασούρια δυναμίτιδος, χαλύβδινοι θώρακες και δημοκρατικά σήματα αναγνωρίσεως, «ολόκληρο οπλοστάσιο προοριζόμενο για εμφύλιο πόλεμο». 

Το ίδιο κιόλας βράδυ, ο Κωνσταντίνος συμφωνεί με τους πρεσβευτές της Αντάντ και ο βομβαρδισμός σταματά. Ακολουθεί η παράδοση των αιχμαλώτων που είχαν συλλάβει οι αντιμαχόμενοι μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο ναύαρχος Νταρτίζ ντε Φουρνέ που είχε περικυκλωθεί στο Ζάππειο επί κεφαλής αγήματος διακοσίων Γάλλων ναυτών.

Η αιχμαλωσία του αποτέλεσε σημείο σημαντικής τριβής για την οποία μνησικακούσαν οι Γάλλοι που θεωρούσαν ότι είχε θιγεί η εθνική τους αξιοπρέπεια εξαιτίας του συμβιβασμού που αναγκάστηκαν να κάνουν. 

Ως απάντηση στα γεγονότα τις 18ης Νοεμβρίου οι δυνάμεις της Αντάντ επέβαλαν γενικό αποκλεισμό στα νησιά και στα λιμάνια της Ελλάδος που παρέλυσε την αγορά και ο λαός υπέφερε από την πείνα και τη στέρηση αγαθών. 

Το κίνημα των Επιστράτων εξέφρασε την πλήρη και σχεδόν καθολική αντίσταση του μεγαλύτερου τμήματος του Ελληνικού λαού εναντίον της ξενικής επιβολής, αλλά και διατράνωσε την πίστη ότι η Ελλάδα και το Έθνος πρέπει να είναι ανεξάρτητα και κραταιά, χωρίς καμιά εξάρτηση από κανέναν ξένο παράγοντα. 

Οι Επίστρατοι αναχαίτισαν τα εχθρικά στρατεύματα στα μικρής χρονικής διάρκειας γεγονότα, που ήταν μια θρασύτατη επιθετική ενέργεια κατά της Ελλάδος, γεγονός το οποίο χαιρετίστηκε ως θρίαμβος του Ελληνικού στρατού αλλά και του απλού λαού σε βάρος των Μεγάλων Δυνάμεων. 

Η τότε Κυβέρνηση είχε υποσχεθεί την ανέγερση μνημείου για τους πεσόντες Επιστράτους, όμως η κατάληψη της εξουσίας από τον Βενιζέλο με τις ευλογίες των Γάλλων, ακύρωσε την ανέγερση του!

Το 2012 ο ιστορικός Δημήτρης Μιχαλόπουλος δημοσίευσε βιβλίο που αναφέρεται διεξοδικά στην υπόθεση του Συνδέσμου Επιστράτων, και παραθέτει συγκλονιστικές λεπτομέρειες από επίσημες πηγές της εποχής. 

Οι Επίστρατοι, ακόμη και στη Θεσσαλονίκη εκεί που η εξουσία των Βενιζελικών ήταν απόλυτη, αντιστάθηκαν στον Βενιζέλο και τους ξένους προστάτες του. Στη Σκιάθο οι Επίστρατοι απέκρουσαν δια των όπλων την προσπάθεια αγήματος Βρετανικού πλοίου να αποβιβασθούν και να καταλάβουν το νησί ενώ ο λαός τους υποστήριξε κραυγάζοντας το σύνθημα: «Δεν θέλουμε ψωμί! Ζήτω η Ελλάς!». 

Στο Λιανοκλάδι, κοντά στη Λαμία, οι Επίστρατοι ακινητοποίησαν αμαξοστοιχίες που ταξίδευαν μεταφέροντας συμμαχικά στρατεύματα στην Πελοπόννησο. Στην ύπαιθρο χώρα οι βιασμοί κοριτσιών και οι απαγωγές ομήρων από τα στρατεύματα της Αντάντ και τους άτακτους του Βενιζέλου ήταν καθημερινότητα και τα σχετικά επεισόδια ήταν συνήθη. 

Ανάλογα περιστατικά ήταν καθημερινότητα στη δυτική Μακεδονία, ειδικότερα στην περιοχή των Γρεβενών και της Κοζάνης, όπου μάλιστα επειδή οι ντόπιες γυναίκες φάνηκαν απρόθυμες να ικανοποιήσουν τις σεξουαλικές ανάγκες Γάλλων στρατιωτικών εκδόθηκε διαταγή (!) να επιλεγούν από τους κατά τόπους κοινοτάρχες άπορες κοπέλες προκειμένου να δημιουργήσουν πορνεία για τα συμμαχικά στρατεύματα στη Μακεδονία. 

Στο νησί της Νάξου οι κάτοικοι της Απειράνθου, όπου ήταν το σημαντικότερο σημείο των υποστηρικτών των Επιστράτων οπλισμένοι με δυναμίτες, αρνήθηκαν ν’ αναγνωρίσουν τον Βενιζέλο κι αντιπρότειναν να παραμείνουν αυτόνομοι απ’ οποιασδήποτε κυβέρνηση. Επικεφαλής των Επιστράτων της Νάξου ήταν ο παλιός Μακεδονομάχος μόνιμος αξιωματικός και βουλευτής Μανώλης Δερλερές. 

Την καθυπόταξη τους ανέλαβε ένα Βενιζελικό μικτό απόσπασμα, υπό τις διαταγές του Υπολοχαγού Δημητρίου Σαμαρτζή, στο οποίο συμμετείχαν στρατιώτες και Κρήτες χωροφύλακες. Αρχικά, το τορπιλοβόλο «Θέτις» έριξε δύο προειδοποιητικές βολές, χωρίς κάποιο αποτέλεσμα. Ακολούθησαν από τους άνδρες του Σαμαρτζή από απόσταση 80 βημάτων πυρά προς το συγκεντρωμένο πλήθος, τα οποία διήρκεσαν περίπου 15 λεπτά. Στη συνέχεια, ο στρατός του Βενιζέλου έκανε έφοδο στο χωριό, συνέχισε τις βιαιότητες έναντι των αμάχων και λεηλάτησε περιουσίες. 

Μετά από προτροπή του παπά Φραγκίσκου, του ιερέα της Απειράνθου, οι κάτοικοι του χωριού σήκωσαν λευκές σημαίες. Το απόσπασμα έπνιξε στο αίμα το χωριό με πολυβόλα και ξιφολόγχες, στις 5 Ιανουαρίου 1917, σκοτώνοντας 32 πολίτες, 12 γυναίκες μεταξύ τους και κάποιες σε εγκυμοσύνη, 4 υπερήλικες, 5 ανήλικους και 11 άνδρες με ριπές πολυβόλου ενώ υπήρξαν και 44 τραυματίες, εκ των οποίων οι 15 έμειναν ανάπηροι. 

Μετά τη σφαγή, 120 κάτοικοι αναγκάστηκαν με την απειλή των όπλων να περισυλλέξουν τα πτώματα και να τα θάψουν χωρίς κάποια τελετή έξω από το νεκροταφείο του χωριού ενώ ακολούθως φυλακίστηκαν πολλοί από αυτούς ώσπου να υπογράψουν δήλωση προσχωρήσεως στην «Εθνική Άμυνα». 

Λέγεται πως ο ίδιος ο Βενιζέλος τηλεγράφησε στις 7 Ιανουαρίου στον στρατιωτικό διοικητή Κυκλάδων να στείλει στρατιωτικές ενισχύσεις στην περιοχή, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι Επίστρατοι της Νάξου, κλείνοντας με τη φράση «Μη φεισθήτε ουδενός». Οι εκτελέσεις αντιφρονούντων και υπόπτων ήταν στην ημερήσια διάταξη σε όλη την έκταση της χώρας την οποία δεν ήλεγχαν οι οπαδοί του Βενιζέλου, αν και δεν είχαν την έκταση της Σφαγής στην Απείρανθο. 

Μετά την κατάληψη στις Κυκλάδες δημιουργήθηκε το 10ο Σύνταγμα Πεζικού υπό τον Ταγματάρχη Αλέξανδρο Οθωναίο, και κλήθηκαν προκειμένου να το στελεχώσουν περισσότεροι από 1.500 κληρωτοί του 1916 από τους οποίους παρουσιάστηκαν περίπου 300 ενώ οι υπόλοιποι δημιούργησαν ομάδες ανταρτών στα ορεινά της Νάξου κι άλλοι πέρασαν στην Εύβοια με τελικό προορισμό την Αθήνα. 

Ένα από τα πλέον σημαντικά στρατιωτικά παρεπόμενα και επιμελώς παραλειπόμενα εκείνης της περιόδου, το οποίο έχει σχέση με την δράση των Επιστράτων, είναι η μάχη που δόθηκε τον Μάιο του 1917, γνωστή σήμερα ως «Μάχη της Σημαίας», στην περιοχή της Λάρισας. 

Στην πόλη είχε την έδρα της η Ι Ελληνική Μεραρχία με διοικητή τον Υποστράτηγο Ανδρέα Μπαΐραμε το 4ο Σύνταγμα Πεζικού και το 1/38 Τάγμα Ευζώνων. Όλοι οι άνδρες του Συντάγματος ακολουθούμενοι από 100 ακόμη οπλίτες της Μεραρχίας προσπάθησαν να διαφύγουν ένοπλοι με την σημαία τους προς την Λαμία ώστε να αποφύγουν τον εξευτελισμό. 

Η μάχη της σημαίας έλαβε χώρα μεταξύ τμήματος του 1/38 Ευζωνικού Τάγματος και Γάλλων λογχοφόρων από τις αποικίες στη θέση «Μεζούρλο», λίγο έξω από την Λάρισα, απέναντι από το σημερινό Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο και μεταξύ της οδού Λάρισας - Καρδίτσας και των σιδηροδρομικών γραμμών, οι διαφυγόντες Έλληνες στρατιώτες κυκλώθηκαν από πολλαπλάσιες δυνάμεις αποικιακών μονάδων και συγκεκριμένα Μαροκινών σπαχήδων (ιππέων) και Σενεγαλέζων πεζών σε απόλυτα ανοικτό πεδίο. 

Αρνούμενοι να παραδοθούν, στον εχθρό υπερασπίστηκαν σε μια τρίωρη σκληρή μάχη την τιμή και την σημαία τους. Ο Γάλλος στρατηγός έστειλε το ιππικό των Μαροκινών Σπαχήδων να τους καταδιώξει. Έξι χιλιόμετρα αργότερα οι Έλληνες κυκλώθηκαν κι όταν τους ζητήθηκε να παραδοθούν, αρνήθηκαν με πείσμα. 

Οι απώλειες κυρίως της Ελληνικής πλευράς, όπως περιγράφονται στις εφημερίδες της εποχής, υπήρξαν βαριές. Στην μάχη των πεζών εναντίον του Γαλλικού ιππικού - σε ανοιχτό πεδίο αυτή τη φορά - οι Έλληνες μέτρησαν 59 αξιωματικούς και στρατιώτες νεκρούς όλους με φοβερούς σπαθισμούς. Οι Γάλλοι είχαν 2 αξιωματικούς και 7 στρατιώτες τραυματίες. Επί τόπου συνελήφθησαν 49 Έλληνες αξιωματικοί και 269 Έλληνες στρατιώτες. 

Οι Εύζωνες χρησιμοποιήθηκαν από τους Γάλλους για αγγαρείες και έργα οδοποιίας στο Λιτόχωρο, ενώ οι αξιωματικοί οδηγήθηκαν και κρατήθηκαν σε παλαιούς Τουρκικούς στρατώνες στην Κατερίνη. 

Οι Γάλλοι ονόμασαν «Δεκεμβριανά» ή η «ενέδρα της Αθήνας» την ήττα τους  τα «Νοεμβριανά του 1916». 

Οι Επίστρατοι στο σύνολο τους είχαν πολεμήσει στους Βαλκανικούς πολέμους κι οι περισσότεροι ε από βετεράνοι, ήταν έμπειροι και σκληροτράχηλοι πολεμιστές που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν κολαούζοι του Βασιλιά και πολύ περισσότερο προδότες, παρά θύματα της βίας των Βενιζελικών και της πολιτικής τους να διαιρέσουν και να διχάσουν την χώρα.

Ramiro Ledesma Ramos, Επαναστάτης και Φιλόσοφος (του Κωνσταντίνου Μποβιάτσου)

 

του Κωνσταντίνου Μποβιάτσου

Μεταξύ των διάφορων Φασιστών ηγετών που εμφανίστηκαν σχεδόν παντού στην Ευρώπη μεταξύ των δύο πολέμων, η φιγούρα του Ισπανού Ramiro Ledesma Ramos, δεν έχει προκαλέσει ποτέ μεγάλο ενδιαφέρον στους ιστορικούς, τουλάχιστον από αυτή την πλευρά των Πυρηναίων. 

Οι λόγοι είναι προφανείς: είναι ένας ηγέτης που όχι μόνο δεν ανέβηκε ποτέ στην εξουσία, αλλά που ακόμα και στο δικό του περιβάλλον έπρεπε να ζήσει με διάφορες άλλες, περισσότερο ή λιγότερο χαρισματικές φιγούρες, σκεφτείτε μόνο τον José Antonio Primo de Rivera και τον Onesimo Redondo, αλλά και ηγέτες που προέρχονται από τον στρατιωτικό και κληρικο - αντιδραστικό κόσμο, όπως ο ίδιος ο Francisco Franco. 

Συνολικά, η Juntas de ofensiva nacional - sindicalista που ιδρύθηκε από τον Ledesma δεν είχε ποτέ μαζικούς οπαδούς, ούτε ο ηγέτης Zamorano (γεννήθηκε στο Alfaraz de Sayago, στην επαρχία Zamora, το 1905) είχε ποτέ ρητορικό ταλέντο ή οργανωτική ιδιοφυΐα ίσα με αυτή του Μουσολίνι και του Χίτλερ

για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο εδώ ...

Οι ομοιότητες ανάμεσα στην ΕΟΝ και την Ustaša: «Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελάει, πατέρα;»/«Za Dom, Spremni!»

 






Η Κροατία περηφανεύεται για την πολιτιστική, καλλιτεχνική και επιστημονική συνεισφορά της στον κόσμο καθώς και για την κουζίνα, τα κρασιά και τα αθλητικά της επιτεύγματα.

 Πολλοί συμπατριώτες μας έμαθαν για την χώρα αυτή λόγω των ποδοσφαιριστών της ... όμως για τους Έλληνες «φασίστες» η Κροατία πάντα ήταν ένας «προμαχώνας» ενάντια στους Οθωμανούς, «κάστρο» των αντιδημοκρατικών ιδεών που όπου οι μαχητές της έκαναν αίσθηση για τον φανατισμό τους στα πεδία των μαχών στο πλευρό του Άξονα μέχρι τον αιματηρό εμφύλιο της Γιουγκοσλαβίας.

Η Κροατία ήρθε και πάλι στο προσκήνιο μετά το πρόσφατο ατυχές συμβάν έξω από το γήπεδο της ΑΕΚ όπου ένας οπαδός της βρήκε τον θάνατο σε συμπλοκή με τους Κροάτες «Ultras» η πλειοψηφία των οποίων δεν το κρύβουν ότι είναι εθνικιστές και εγγόνια μελών των Ustaše.


BBB

Αίσθηση είχε προκαλέσει τον Σεπτέμβριο του 2022 η παρέλαση 4 χιλιάδων Bad Blue Boys στην καρδιά του Μιλάνου με χαιρετισμούς, λίγες ώρες πριν από τη σέντρα του αγώνα Μίλαν - Ντίναμο Ζάγκρεμπ.

Για τους Κροάτες εθνικιστές/φασίστες υπήρξαν αναφορές σε έντυπα της πάλαι ποτέ Εθνικοσοσιαλιστικής «Χρυσής Αυγής» όπως μπορείτε να δείτε εδώ, 

ενώ εδώ και χρόνια υπάρχουν επαφές Ελλήνων με Κροάτες, όχι μόνο μέσω των «Bad Blue Boys» όπως διαδίδουν πολλοί αλλά και με Αυτόνομους συναγωνιστές που επισκέπτονται την χώρα για ροκ συναυλίες και δυναμικές πορείες. 

Μια πρόσφατη συναυλία του Thompson προκάλεσε τον πανικό των δημοκρατών αφού προσέλκυσε σύμφωνα με εκτιμήσεις 500.000 άτομα ...



    Αυτόνομη συντακτική ομάδα έχει φιλοξενήσει συνέντευξη Κροατών της οργάνωσης «Prevrat» την οποία μπορείτε να διαβάσετε εδώ γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις.

Η ιδεολογία του Κροατικού κινήματος τους ήταν ένας συνδυασμός Φασισμού, Καθολικισμού και Εθνικισμού με εφαρμογή του Κορπορατισμού στην οικονομία. Το όνομα που δίνεται από τους σύγχρονους ιστορικούς σε αυτή τη συγκεκριμένη πτυχή της ιδεολογίας είναι ο «εθνικός καθολικισμός».

Η Μάχη της Πολιάνα, μεταξύ μιας μικτής φάλαγγας Γερμανών και Κροατών και μιας δύναμης Παρτιζάνων, ήταν η τελευταία μάχη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σε ευρωπαϊκό έδαφος ενώ οι χιλιάδες επιζώντες έπεσαν στην συνέχεια θύματα ομαδικών σφαγών με δράστες τους υποστηρικτές του Τίτο, μια ακόμη άγνωστη πτυχή της ιστορίας.

Τέλος να σημειωθεί ότι Κροάτες ιστορικοί θεωρούν δεδομένη και σημαντική την επίδραση του ελληνικού πολιτισμού και πληθυσμού στην χώρα τους μέσω των αποικιών στην περιοχή ενώ η πολιτιστική τους κληρονομιά για τους ίδιους είναι αποτέλεσμα επαφής με την Ελλάδα, αφού δηλώνουν τον θαυμασμό τους για την αρχαία ελληνική σκέψη γεγονός που αποτυπώνεται σήμερα στην αρχιτεκτονική της χώρας την λαϊκή παράδοση και τέχνη.

γράφει η N.F.

Η Εθνική Οργάνωσις Νεολαίας (ΕΟΝ) και η νεολαία της οργάνωσης Ουστάσα (Ustaše Youth) αποτελούν δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα κρατικά ελεγχόμενων οργανώσεων νέων που λειτούργησαν υπό εθνικιστικά καθεστώτα στην Ευρώπη του Μεσοπολέμου και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. 

Παρότι γεννήθηκαν σε διαφορετικά πολιτικά και κοινωνικά περιβάλλοντα - η πρώτη στην Ελλάδα του Ιωάννη Μεταξά και η δεύτερη στην Κροατία του φιλοναζιστικού κράτους των Ουστάσα - παρουσιάζουν αξιοσημείωτες ομοιότητες τόσο στη δομή όσο και στην ιδεολογική τους κατεύθυνση.

Η ΕΟΝ ιδρύθηκε το 1936, λίγο μετά την εγκαθίδρυση του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, με επίσημο σκοπό τη «σωματική και ψυχική ανάπτυξη των νέων, την καλλιέργεια του εθνικού φρονήματος και της πίστεως προς τη θρησκεία».

Στην πράξη όμως αποτέλεσε εργαλείο διαπαιδαγώγησης της ελληνικής νεολαίας στο πνεύμα του εθνικισμού, της πειθαρχίας και της αφοσίωσης στον ηγέτη και το κράτος. 

Ο Μεταξάς έβλεπε την ΕΟΝ ως το μέσο για τη διαμόρφωση του «νέου Έλληνα», απαλλαγμένου από τα «παλαιά πολιτικά πάθη» και έτοιμου να υπηρετήσει το «εθνικό συμφέρον» με πίστη και αυτοθυσία.

Αντίστοιχα, η Ustaše Youth ιδρύθηκε το 1941, αμέσως μετά τη δημιουργία του Ανεξάρτητου Κράτους της Κροατίας (NDH), που ήταν στενά συνδεδεμένο με τη Γερμανία και την Ιταλία. 

Ο στόχος της ήταν η διαπαιδαγώγηση της Κροατικής νεολαίας σύμφωνα με τις αρχές του φασισμού, του εθνικισμού και της απόλυτης αφοσίωσης στην οργάνωση και στον ηγέτη, τον Άντε Πάβελιτς.

Η Ustaše Youth επιδίωκε να δημιουργήσει τον «νέο Κροάτη», έτοιμο να πολεμήσει και να θυσιαστεί για το έθνος, μέσα από στρατιωτική εκπαίδευση, κατασκηνώσεις και έντονη ιδεολογική προπαγάνδα.

Και οι δύο οργανώσεις είχαν κοινά στοιχεία στη λειτουργία και τη φιλοσοφία τους. 

Πρώτον, στηρίχθηκαν στην ιδέα ότι η νεολαία αποτελεί τη βάση για τη δημιουργία ενός νέου, πειθαρχημένου και ενωμένου έθνους.

Η ΕΟΝ και η Ustaše Youth χρησιμοποιούσαν την ομαδικότητα, τη φυσική αγωγή και τις συλλογικές δραστηριότητες (παρελάσεις, γιορτές, εορτασμούς, εθνικά συνθήματα) ως μέσα ιδεολογικής διαμόρφωσης και πνευματικής πειθαρχίας. 

Και στις δύο περιπτώσεις, η προσωπική ελευθερία του νέου υποχωρούσε μπροστά στην έννοια του «συλλογικού καθήκοντος» απέναντι στο έθνος και τον αρχηγό.

Δεύτερον, οι δύο οργανώσεις έδιναν μεγάλη σημασία στην εκπαίδευση και την προπαγάνδα. Η ΕΟΝ ενσωματώθηκε στη σχολική ζωή, οργανώνοντας μαθήματα «Εθνικής και Ηθικής Αγωγής», ενώ η Ustaše Youth καθοδηγούσε τη σχολική νεολαία μέσα από ιδεολογική εκπαίδευση, στρατιωτικές ασκήσεις και τελετές πίστης στο καθεστώς. 

Και στις δύο περιπτώσεις, ο στόχος ήταν η ιδεολογική ομογενοποίηση της νέας γενιάς, ώστε να στηρίζει ενεργά το καθεστώς.

Τρίτον, η δομή και η οργάνωση και των δύο ήταν ιεραρχική και αυστηρά πειθαρχημένη. 

Οι νέοι χωρίζονταν σε ηλικιακές ομάδες, με βαθμούς, στολές και σύμβολα, και λάμβαναν μέρος σε εθνικές εκδηλώσεις που προωθούσαν το μήνυμα της ενότητας και της δύναμης.

Η ΕΟΝ, για παράδειγμα, υιοθέτησε χαιρετισμό και στολή εμπνευσμένα από αντίστοιχες φασιστικές οργανώσεις, ενώ η Ustaše Youth είχε στρατιωτική διάρθρωση, εκπαίδευση και οργάνωση κατασκηνώσεων σε πρότυπα παρόμοια με τη Χιτλερική Νεολαία.

Ωστόσο, υπάρχουν και ουσιώδεις διαφορές. 

Η ΕΟΝ, παρότι αυταρχική και εθνικιστική, δεν συνδέθηκε με εγκλήματα πολέμου ή υπερβολές. 

Το καθεστώς Μεταξά, αν και δικτατορικό, είχε περιορισμένη διάρκεια και κινήθηκε περισσότερο στο πλαίσιο του ελληνικού εθνικισμού και του αντικομμουνισμού, παρά σε καθαρά φασιστικό ή εθνικοσοσιαλιστικό πλαίσιο.

Αντίθετα, η Ustaše Youth ήταν οργανικά δεμένη με ένα καθεστώς που εφάρμοσε συστηματικές διώξεις κατά των Σέρβων και όλων όσων απειλούσαν το μέλλον της Κροατίας. 

Επιπλέον, στην Ustaše Youth η συμμετοχή κατέστη σχεδόν υποχρεωτική, ενώ στην ΕΟΝ, αν και προτεινόμενη και ενθαρρυμένη, δεν είχε επιβληθεί νομικά ως υποχρέωση για όλους τους νέους παρά την αντίθετη άποψη της αριστεράς που προσπαθεί να βρει «σκελετούς στην ντουλάπα».

Συνοψίζοντας, η ΕΟΝ και η Ustaše Youth αποτελούν δύο διαφορετικές εκδοχές του ίδιου ιστορικού φαινομένου. Και οι δύο οργάνωσαν τη νεολαία με στρατιωτική πειθαρχία, καλλιέργησαν τον εθνικισμό. 

Όμως, ενώ η ΕΟΝ κινήθηκε περισσότερο στο πεδίο της εθνικής και ηθικής διαπαιδαγώγησης, η Ustaše Youth εντάχθηκε πλήρως στην φασιστική πολιτική της εποχής και πρωτοστάτησε στις θρυλικές μάχες οπισθοφυλακής στην λήξη του μεγάλου πολέμου.






Η Εθνικοεπαναστατική τάση και η αγάπη για τον Che Guevara ! (του Κωνσταντίνου Μποβιάτσου)

«Ποτέ δεν ήμουν, δεν είμαι και ποτέ δεν θα γίνω Μαρξιστής - Λενινιστής. Θεωρώ τον εαυτό μου Εθνικό-Λαϊκό αγωνιστή για την απελευθέρωση του λαού της Λατινικής Αμερικής από τον καπιταλιστικό και παγκοσμιοποιητικό ζυγό» 

Mario La Ferla - L' Altro Che

«9 Οκτωβρίου 1967: Ένας άνθρωπος με πίστη που δεν είναι δική μου, αλλά, από τη μία πλευρά, το στυλ της ζωής και του θανάτου του έχει σημασία για μένα. Πεθαίνει τελικά ο Guevara για μια ιδέα, ή για την ιδέα που αυτός ο θάνατος θα του δώσει από τον ιδιο του τον εαυτό; Είναι ένα ερώτημα. 

Κοινοτοπία: κάποιος πολεμά με άλλους και πεθαίνει μόνος. Και υπάρχουν τάφοι, όποια κι αν είναι η μάχη των πεσόντων και το πεδίο όπου έπεσαν, γύρω από τους οποίους πρέπει να περπατήσει κανείς με το βήμα των περιστεριών. 

Η πίστη σου Che, δεν είναι δική μου, αλλά εσύ περνάς και η στάση σου με γοητεύει. Βγάζω το καπέλο μου και σε χαιρετώ. Αυτό δεν είναι χωρίς σημασία. Η πίστη σου και ο αγώνας σου δεν είναι δικοί μου. Ο θάνατος σου είναι»

 Jean Cau, Ένα πάθος για τον Che Guevara 

link: Το μονοπάτι του Ιππότη Jean Cau προς το δάσος 


Το εξώφυλλο του πρώτου τεύχους του εθνικοεπαναστατικού περιοδικού "Αντίδοτο" που υπήρξε η εκδοτική απαρχή της σκέψης και επίδρασης της Ελληνικής «Τρίτης Θέσης»

Χαρακτηρίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του ΄80 ως το καλύτερο περιοδικό της ριζοσπαστικής σκέψης σε ολόκληρη την Ευρώπη. 

Η έκδοση και η διανομή του πολεμήθηκε λυσσαλέα από τους τότε γνωστούς ακροδεξιούς που το χαρακτήρισαν ως «αναρχοφασιστικό έντυπο». 

Η συντακτική μας ομάδα έχει την τιμή να διατηρεί μέχρι και σήμερα συνεργασία με τους Βασίλη Ροντογιάννη, Αθανάσιο Γιαλαμά και Τ.Χ. που υπήρξαν μερικοί εκ των συντελεστών της προσπάθειας αυτής.



Εκδήλωση στην νεοφασιστική κατάληψη Casa Pound για τον Che!

γράφει ο Κωνσταντίνος Μποβιάτσος

Το πάθος για τον Che Guevara που έδειξε η ριζοσπαστική τάση του εθνικισμού σε Γαλλία και Ιταλία, κατά τη γνώμη μου βασίζεται σε δύο σημαντικά θεμέλια; το ένα είναι  πολιτικό και το άλλο θα έλεγα κάπως ρομαντικό. 

Οι ιδέες αυτές των εθνικοεπαναστατικών κινημάτων ήταν και είναι πολύ καθαρές: πρώτα από όλα υπάρχει η αποστροφή προς τις Ηνωμένες Πολιτείες που γεννήθηκε αμέσως μετά τον πόλεμο ανάμεσα στους Ευρωπαϊκούς εθνικιστικούς κύκλους οι οποίοι απογοητεύτηκαν από το τέλος των ονείρων τους. 

Όνειρα τα οποία γεννήθηκαν με τον φασισμό και ενισχύθηκαν από τον ιμπεριαλιστικό αμερικανικό  πόλεμο παγκοσμιώς όπως για παράδειγμα το Βιετνάμ, Ινδοκίνα και τη Μέση Ανατολή.

Πιστεύω ότι και όλες οι άλλες θέσεις , υπέρ και κατά, του λεγόμενου ακτιβιστικού εθνικισμού, απορρέουν από αυτή την εχθρική στάση απέναντι στις ΗΠΑ: ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, στο Ισραήλ, στο ΝΑΤΟ, στην αποικιοκρατία, στον κομμουνισμό, στην αλαζονεία της εξουσίας και του χρήματος, στα πολιτικά κόμματα και τα συνδικάτα, στην πλουτοκρατία και στον πολιτικό αριβισμό. 

Αυτό πίστευαν επίσης και οι «δάσκαλοι», Alain de Benoist και Jean Thiriart. Επίσης οι ιδεολογικές και ακτιβιστικές θέσεις, τάσσονταν υπέρ των καταπιεσμένων σε όλο τον κόσμο: των Ινδιάνων στις ΗΠΑ, των Ιρλανδών του IRA, των Παλαιστινίων, με τον αγώνα στην Chiapas,  το Θιβέτ, αλλά και με τον Mussolini, με τον Peròn, με τον Ρουμάνο «ήρωα» Cornelius Codreanu, τον μαέστρο Julius Evola, τον ποιητή Ezra Pound, τον Alessandro Pavolini, τον Ισπανικό Εθνικοσυνδικαλισμό. 

Εδώ οι πολιτικές θέσεις συνδυάζονται με το ρομαντικό πνεύμα που εκφράζει o Ιταλικός ριζοσπαστικός εθνικισμός.

Ο Che, μια σημαντική φιγούρα αντίστασης, ήταν αγαπητός επειδή πολέμησε ενάντια στην απόλυτη δύναμη των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους, αλλά επίσης και πάνω απ' όλα επειδή εμφανιζόταν στους νέους εθνικοεπαναστάτες, ως μια παθιασμένη προσωπικότητα. 

Ακόμη και ο  ένας συγγραφέας και ιστορικός από την Φλωρεντία, o Franco Cardini, με μια ισχυρή διεθνή φήμη, φαίνεται επίσης ότι βρισκόταν στο ίδιο μήκος κύματος. Διαφορετικός σαν κουλτούρα, αλλά τα ιδανικά και το πνεύμα του φαίνονταν τα ίδια. Όσο ήταν ακόμα πολύ νέος, ο Franco Cardini ήταν ένθερμος υποστηρικτής του Jean Thiriart, ο οποίος δεν έχανε ποτέ την ευκαιρία να εκφράσει τον θαυμασμό του για τον Guevara.

Ακόμη και πριν από το 1968, ο Ernesto Guevara και ο Fidel Castro είχαν γίνει είδωλα και σύμβολα πολλών εθνικοεπαναστατών ιδεολόγων και διανοουμένων. Όπως ο ίδιος ο Thiriart και ο Alain de Benoist, έτσι και ο Cardini παρασύρθηκε από τον ενθουσιασμό για τους δύο διάσημους άνδρες της Κουβανικής επανάστασης, ειδικά για την περιπετειώδη πτυχή της εξέγερσης τους εναντίον του Batista και των Αμερικανών προστάτων του.

Ο ίδιος ο φιλόσοφος το εξηγεί: «Ο Fidel ήταν ένας άνθρωπος της πολιτικής που μεταφράζεται στις διαστάσεις της γενναιοδωρίας και της περιπέτειας. Ο Fidel, ένας Ιησουίτης μαθητής, ένας ανήσυχος νεαρός Καθολικός που διάβασε Bernanos  και εμπνεύστηκε από τους πρώτους ηρωικούς και αγνούς Ισπανούς Φαλαγγίτες, αυτούς που θυσιάστηκαν από την οργή της δημοκρατίας και τον κυνισμό του Francο ... μας άρεσε αυτός ο Fidel, μας μάγευε».

Απλές και ουσιώδεις λέξεις που εξηγούν αυτό το μυστήριο, λέξεις που  γοητεύουν αν διαβάσει κάποιος όλα τα κείμενα του, με την πλούσια τεκμηρίωση που μαρτυρούσε την αγάπη των εθνικοεπαναστατών για τον Guevara. Αυτό που λένε πολλοί νεοφασίστες είναι αλήθεια: «η αγάπη που τρέφουν οι ριζοσπάστες εθνικιστές για τον Che, είναι αναμφίβολα μεγαλύτερη από αυτήν που επιδείκνυε η αριστερά εδώ και πολλά χρόνια».

Τουλάχιστον αυτή η αγάπη φαίνεται πιο γνήσια, πιο αυθόρμητη, σχεδόν «καθαρή», ενώ η άλλη έπρεπε να τροφοδοτείται από συνθήματα και ομιλίες που κατέληξαν «να υποβιβάσουν τον Guevara σε μια μαριονέτα που έπρεπε να αναδειχθεί όταν προέκυπτε η ανάγκη, για να δώσει ουσία σε θεωρίες που είχαν γίνει κενές και μερικές φορές ανούσιες»

Με λίγα και απλά λόγια, στην αριστερά, η επανάσταση του Guevara χρησίμευσε ως μια ευνοϊκή ευκαιρία για να εξαπολυθούν πολεμικές εναντίον των εχθρών της εργατικής τάξης, εναντίον των πολιτικών αντιπάλων του εκάστοτε Κομουνιστικού κόμματος πανευρωπαϊκά, για να ονειρευτούν την κατάληψη της εξουσίας.

Στους εθνικοεπαναστατικούς κύκλους ο επαναστάτης Guevara, δεν έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης για πολιτικούς σκοπούς, ούτε κάποια μόδα για μπλουζάκι στην παραλία. Ήταν απλώς μια ιδιαίτερη προσωπικότητα που έπρεπε να αγαπηθεί ή να μισηθεί, αλλά χωρίς κάποια κρυφά κίνητρα. Η ευρωπαϊκή ριζοσπαστική «δεξιά» αγάπησε τον Che, γνωρίζοντας τις αντιδράσεις από την κλασική ακροδεξιά, δεμένη πάντα στο φιλελεύθερο άρμα της Δεξιάς.

Στην Ιταλία, ο γαλαξίας των εθνικιστικών ιδεολογικών τάσεων ήταν τεράστιος. Μετά τα αιματηρά γεγονότα των εξεγέρσεων στα Πανεπιστήμια της Ρώμης, τον Μάιο του 1968, το τοπίο μπερδεύτηκε αρκετά μεταξύ αριστερών και εθνικιστών. 

Οι ακροδεξιοί (οι κλασικοί υπηρέτες πάντα του Καθεστώτος και της αστικής «τάξης και πειθαρχίας») εναντιώθηκαν στις καταλήψεις του “Φοιτητικού Κινήματος” και της προσπάθειας του να εξεγερθεί ενάντια στην καταπίεση και την στέρηση των φοιτητικών δικαιωμάτων.

Μάλιστα στο “Κίνημα” συμμετείχε ενεργά, αν και μια μικρή σε αριθμό αλλά πολύ σκληρή σε ακτιβισμό, και μια μερίδα εθνικοεπαναστατών, αυτή της «αριστερής» τάσης του Φασισμού, λάτρεις του Che. Μαζί τους και οι λεγόμενοι «Ναζί-Μαοιστές». 

Αλλά τελικά προδόθηκαν από το ίδιο το εθνικιστικό κόμμα, το MSI, που είχε πλέον περάσει σε άλλες πολιτικά ορθές θέσεις λόγω εκλογικής ανόδου. (Υπάρχει σχετικό κείμενο για τα γεγονότα αυτά και το αιματηρό παρασκήνιο). 

Ο Evola έγραψε επίσης  ένα δυνατό κείμενο «Η νεολαία, η γενιά των Beats και οι δεξιοί αναρχικοί», (άρθρο που έχει δημοσιευθεί)

Ανάμεσα λοιπόν σε αυτό το τόσο διαφορετικό ριζοσπαστικό εθνικιστικό πίνακα, υπήρχαν εκείνοι οι «τρελοί» που προσπάθησαν να αναδείξουν το αληθινό πνεύμα του πρωτοφασισμού, βλέποντας την άσχημη τροχιά που είχαν πάρει τα περισσότερα εθνικιστικά κινήματα. Και τα κατάφεραν πολύ καλά μέχρι ένα σημείο. 

Το βιβλιοπωλείο «Europa» εκείνα τα χρόνια στην Ρώμη, αποτελούσε το σημείο αναφοράς με τα «τολμηρά» βιβλία του. Νεαροί ριζοσπάστες  - αλλά και άλλοι εθνικιστές στα κρυφά - προμηθευόταν τους λεγόμενους αιρετικούς και εχθρικούς - για την δεξιά - πολιτικούς, συγγραφείς και διανοούμενους, όπως Malraux , Kerouac, Βernanos, Lenin, Proudhon, Sorrel, Celine, Junger, Ledesma Ramos και πολλούς άλλους … και ανακάλυπταν μέσα σε αυτούς πολλά εθνικοεπαναστατικά θέματα.

Τα συνθήματά τους πλέον ήταν για τα βαριά και ευαίσθητα κοινωνικά θέματα – θέματα που άγγιζε μόνο η αριστερά - εναντίον των απολυταρχικών καθεστώτων, όπως οι δικτατορίες σε Πορτογαλία και Ελλάδα (που χειραγωγούταν από τις ΗΠΑ), εναντίον των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης, ενάντια στη «Συνθήκη μη διάδοσης των πυρηνικών όπλων» που στέρησε την κυριαρχία της Ιταλίας και της Ευρώπης, με μια απόλυτη στήριξη στην Ευρώπη ως δύναμη, επιστροφή στην Παράδοση, την Ταυτότητα. και μια πολιτική για την Οικολογία.

Δυστυχώς όμως, εκείνη η δεκαετία στοίχησε δεκάδες νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες στους νεαρούς εθνικιστές, αλλά και  δεκάδες τυφλές και αιματηρές βομβιστικές ενέργειες σε σταθμούς, τρένα, αεροπλάνα και πλατείες με πάρα πολλά αθώα θύματα. 

Όλα αυτά έγιναν βάση ενός καλοστημένου σχεδίου από το καθεστώς, σε συντονισμό με τις μυστικές υπηρεσίες κυρίως του Ισραήλ, της Γαλλίας και της Ανατολικής Γερμανίας, με εκτελεστικά όργανα τους χρήσιμους ηλίθιους, από όλες τις πλευρές.

Ήταν η γνωστή «Στρατηγική της Έντασης», που τελικά θριάμβευσε. Αποτέλεσμα ήταν να σβήσει εκείνη η γενιά των αληθινών αγωνιστών, με τις καθαρές ιδέες της εθνικοεπαναστατικής τάσης, η οποία τόλμησε να εισχωρήσει σε εδάφη που η ίδια η δεξιά και η ακροδεξιά είχαν απαγορεύσει,  για να κάνουν το βρώμικο πολιτικό τους παιχνίδι.

Η έλευση και η κυριαρχία της νεωτερικότητας, έφερε σήμερα και την νέα μόδα του αντιφασιστικού εθνικισμού, την απόλυτη ενίσχυση της ακροδεξιάς με τις φιλελεύθερες ιδέες και εχθρική απέναντι στα σημαντικά κοινωνικά θέματα που ο Φασιστικός Σοσιαλισμός προσπάθησε να προβάλει στην κοινωνία. 

Kαι εδώ τα λόγια του Adriano Romualdi χτυπάνε την ψυχή μας: 

«Ο αντιφασισμός είναι η αποκήρυξη, η δειλία και η αποδοχή της ήττας του 1945. Στο όνομα του αντιφασισμού θα συνεχίσουμε να προδίδουμε, να εγκαταλείπουμε και να αρνούμαστε τις αξίες και τα συμφέροντα της Ευρώπης».

Όταν ο Μουσολίνι και ο Φασισμός είχαν ταχθεί υπέρ της Παλαιστίνης (https://mavreslegeones.blogspot.com/)

 

Οι αφηγήσεις για την ιστορία του παλαιστινιακού ζητήματος συχνά προέρχονται μόνο μέσα από το πρίσμα των αγγλοσαξονικών μεγάλων δυνάμεων ή του Σιωνισμού. 

Ωστόσο, τη δεκαετία του 1930 η φασιστική Ιταλία ήταν το πρώτο ευρωπαϊκό κράτος που υποστήριξε έμπρακτα την αραβική εξέγερση στους Αγίους Τόπους. 

Όχι μόνο με διακηρύξεις, αλλά και με χρήματα, όπλα, άνδρες και σχέδια τόσο τολμηρά όσο και ασυνεπή

για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο εδώ ...

Η κριτική του Δημήτριου Βεζανή για τον Φασισμό και τον Εθνικοσοσιαλισμό

 

Ο Δημήτριος Βεζανής (1904-1968), ως διαπρεπής πολιτικός επιστήμονας, στάθηκε αληθινός φάρος της ελληνικής διανοήσεως αλλά και κορυφαίος θεωρητικός αυτού που αποκαλούμε Ελληνικό Εθνικισμό.

Διετέλεσε διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, καθηγητής Γενικής Πολιτειολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Συνταγματικού Δικαίου στην Πάντειο, νομάρχης Άρτας (1930-1) και διευθυντής του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1936-48).

Σφάλλει απολύτως όποιος υποθέσει πως επρόκειτο για άλλον έναν τυπικό τεχνοκράτη, εγκλωβισμένο μεταξύ 4 τοίχων και αρκετών στοιβών βιβλίων ενώ είναι συκοφάντες και γελοίοι όσοι προσπαθούν να μειώσουν την αξία του έργου του.

Με την πρακτική λογική του, πρωταγωνίστησε στα δημόσια δρώμενα και πραγμάτωσε ενεργητικά τις αρχές της Εθνικιστικής ιδεολογίας του.

Στον μεσοπόλεμο είχε συνεργαστεί με την «Οργάνωση Εθνικοφρόνων Σοσιαλιστών» του Ιάκωβου Διαμαντοπούλου και ήταν συνεργάτης της εφημερίδας «Ο Εθνικοσοσιαλιστής» που εξέδιδε από το 1934 το εν λόγω πολιτικό κόμμα καθώς και του περιοδικού «Αρχείον Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών», που εξέδιδε ο καθηγητής Δημήτριος Καλιτσουνάκης.

Ο Δημήτριος Βεζανής όντως πίστευε ακράδαντα στην αναγκαιότητα συζεύξεως του εθνικισμού με την κοινωνική αλληλεγγύη.

Είχε τονίσει ότι η αγωγή της νεολαίας δεν πρέπει να αρκείται στη μετάδοση της πίστης σε ορισμένα ιδανικά ενώ έγραφε ότι «απαραίτητη είναι η σαφής διάκρισης από τας εχθρικάς και αντιπάλους ιδεολογίας. Χρειάζεται ακόμη το Μίσος».

Στη μελέτη του «Η Κρίσις του Δημοκρατισμού» αναφέρει ότι ο Φασισμός είναι:

«μια πνευματική κίνησις, μία επανάστασις ψυχών κατά της υφισταμένης τάξεως των πραγμάτων ...{...}... ο Φασισμός δεν προτιμά την δουλείαν από την ελευθερίαν. 

Αλλά βλέπων τον άμεσον, τον μέγα κίνδυνον όστις απειλεί όχι μόνον το παρόν αλλά και το μέλλον της φυλής θέλει να τη σώση πάσει δυνάμει, έστω και με θυσίαν των μεγαλυτέρων ανθρωπίνων αγαθών. 

Η διαφορά λοιπόν μεταξύ αντιδημοκρατών και δημοκρατών δεν είναι ότι οι πρώτοι τάσσονται υπέρ της δουλείας και οι δεύτεροι υπέρ της ελευθερίας. Αλλ’ ότι οι πρώτοι βλέπουν τον κίνδυνον ενώ οι δεύτεροι δεν θέλουν να ιδούν αυτόν».

Γνώριζε προσωπικά τον αντικομμουνιστή Στρατηγό Γεώργιο Γρίβα που δημιούργησε μέσω της «Χ» το πρώτο οργανωμένο αντάρτικο πόλης με έδρα το Θησείο, συνέδραμε στις μεταπολεμικές πολιτικές του κινήσεις του «Διγενή», ενώ συνήθιζε να περιπολεί ένοπλος οδηγώντας ένα τζιπ στις γειτονιές που κυριαρχούσαν οι κομμουνιστές σκορπώντας πανικό στους αιμοσταγείς οπαδούς του Πλουμπίδη και του Ζαχαριάδη.

Δημιούργησε τον «Εθνικιστικό Σύνδεσμο» μαζί με τους Ρουμάνη, Παμπούκη, Σούτζο κ.α. και προετοίμασε στην οικία του τον ένοπλο αγώνα της αντάρτικης ΕΟΚΑ κατά των Άγγλων (ανήκοντας στην δωδεκαμελή επιτροπή που υπέγραψε τον όρκο του αγώνα στις 7/3/1953).

Με την δράση του αυτή ο Βεζανής απέδειξε ότι ο ριζοσπαστικός εθνικισμός, σε αντίθεση με την «εθνικοφροσύνη», δεν είναι απλά ο ενστερνισμός κάποιων αξιών και ιδανικών αλλά η συνεχής δράση και προσπάθεια για την πραγματοποίηση τους.

Μιλώντας στις 9 Σεπτεμβρίου 1945 στον χώρο του τότε κινηματογράφου «Καπιτόλ» στον Πειραιά, με θέμα τον Ελληνικό εθνικισμό, ο Βεζανής είπε:

«Εθνικισμός είναι το σύμβολο μιας πίστεως, μιας ολοκληρωμένης κοσμοθεωρίας. Και οι εθνικιστές είναι οι πιστοί της θρησκείας αυτής. Εις τας τάξεις των εθνικιστών δεν γίνονται δεκτοί όσοι απλώς πιστεύουν και δέχονται την ιδέα του έθνους, αλλά μόνο εκείνοι που πιστεύουν εις αυτήν και είναι έτοιμοι να την πραγματοποιήσουν. Και εις αυτό ακριβώς το σημείο έγκειται η διαφορά μεταξύ του απλώς εθνικόφρονα και του εθνικιστή»

... Πιστεύουμε στο Σοσιαλισμό. Ο Εθνικισμός ο οποίος τόσο προέχουσαν θέση δίνει εις το σύνολο και του οποίου η κυριότερη ηθική επιταγή λέγει «θυσιάσου χάριν του συνόλου» δεν μπορεί παρά να θέλει να εξυψώσει όλους εκείνους οι οποίοι έχουν την τιμή να ανήκουν στο ελληνικό έθνος. 

Ο Σοσιαλισμός όμως των οποίον θέλουμε διαφέρει ριζικώς από τον Σοσιαλισμό του ΚΚΕ. Το ΚΚΕ λέγει «αρπάχτε και φάτε». Εμείς λέμε «δημιούργησε και ζήσε» ...

Σύμφωνα με τον καθηγητή Δημήτριο Κιτσίκη ήταν θαυμαστής και συνεχιστής των έργων των Περικλή Γιαννόπουλου και Ίωνος Δραγούμη καθώς και θεωρητικός ενός «καθαρά ελληνικού Φασισμού», ενώ πάντα κατά τον Κιτσίκη, το στρατιωτικό καθεστώς της 21ης Απριλίου είχε αποφασίσει να του αναθέσει υπουργικά καθήκοντα, όμως η απόφαση ματαιώθηκε την τελευταία στιγμή (…) μετά από παρασκηνιακές ενέργειες του ξένου παράγοντα προς το περιβάλλον της ηγετικής τριανδρίας.

Το 1968 υπέστη έμφραγμα του μυοκαρδίου και νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός. Πέθανε στο σπίτι του μετά από καρδιακή ανακοπή. 


γράφει ο Μυρμιδών

Ο ελληνικός εθνικισμός οφείλει πάρα πολλά στην λαμπρή προσωπικότητα του καθηγητή Πολιτικών Επιστημών και ταυτόχρονα νομικού Δημητρίου Βεζανή (1904-1968), καθώς ο τελευταίος ανέλυσε συστηματικά και ουσιαστικά την ελληνική έκφανση του εθνικισμού όχι μόνο φιλοσοφικά, αλλά και κοινωνιολογικά, προσαρμόζοντας την στα ελληνικά δεδομένα. 

Ναι μεν είχαν προηγηθεί και άλλοι θεωρητικοί Έλληνες εθνικιστές κατά το παρελθόν, αλλά ο βαθμός της συστηματοποίησης του εθνικιστικού ζητήματος κατέστη εφικτός μόνο από τον ίδιο τον Βεζανή, προτείνοντας παράλληλα στα κείμενά του και πολλές λύσεις για μία πληθώρα ζητημάτων, τα οποία εξακολουθούν να μαστίζουν μέχρι και σήμερα τον Ελληνισμό. Ευτυχώς για τον εθνικιστικό χώρο η προσωπικότητα του δεν έχει παραγκωνισθεί, όπως άλλες, και έτσι κατέστη εφικτή η ανάδειξητης εξαιρετικής ποιότητας λόγου, η οποία εντοπίζεται στα κείμενά του. 

Η συνεισφορά του όμως δεν περιορίζεται μόνο στην ενασχόλησή του με το φαινόμενο του ελληνικού εθνικισμού. Αντιθέτως, ο Δημήτριος Βεζανής προέβη και σε έναν καλοπροαίρετο σχολιασμό των ιδεολογιών του Φασισμού και του Εθνικοσοσιαλισμού αντίστοιχα, βάσει του βιβλίου Το δόγμα του Φασισμού από τους Μπενίτο Μουσολίνι & Τζιοβάνι Τζεντίλε, όπως επίσης και του βιβλίου Ο Αγών μου του Αδόλφου Χίτλερ. Πέραν της γενικής ανάλυσης, των εγκωμιαστικών σχολίων και τέλος των παρατηρήσεων του Βεζανή επί των προαναφερθέντων κειμένων, το παρόν άρθρο θα αναδείξει τα σημεία στα οποία ο Δημήτριος Βεζανής άσκησε κριτική τόσο στον Φασισμό, όσο και προς τον Εθνικοσοσιαλισμό.

Γενικά για τον φασισμό:

Ο Βεζανής ήδη από την εποχή του διαπίστωσε το συχνό και μάλλον σκόπιμο λάθος ταύτισης του φασισμού με την στρατιωτική δικτατορία. Η έλλειψη δημοκρατίας μέχρι και σήμερα συγχέεται αυθαιρέτως με την ιδεολογία του φασισμού, παρ’ όλο που πρόκειται για εντελώς διαφορετικές έννοιες, καθώς ο φασισμός αποτελεί μία ιδεολογία, ενώ η δικτατορία μία μορφή πολιτειακής οργάνωσης. Ο Βεζανής λοιπόν δήλωσε ευθέως ότι η αιφνιδιαστική κατάληψη της εξουσίας, δεν συνιστά βασική αρχή του φασισμού, πολλώ δε μάλλον καταστατική. 

Επίσης, ο φασισμός δεν αποτελεί μία ιδεολογία, η οποία προτιμά την δουλεία από την ελευθερία, όπως αναπαράγουν οι υλιστικές και υποκριτικές, πλην όμως κυρίαρχες ιδεολογίες μέχρι και σήμερα. Η φασιστική ιδεολογία απλώς αναγνωρίζει ότι πρέπει να υπάρξουν συχνά γενναίες και μεγάλες θυσίες, προκειμένου να αποτραπεί ένας μεγάλος και άμεσος κίνδυνος της φυλής. Για τον Βεζανή, ο φασισμός αποτελούσε μία πνευματική κίνηση, μία επανάσταση για την ακρίβεια των ψυχών κατά της υφιστάμενης τάξεως πραγμάτων και μία υπαγωγή των ατομικών δυνάμεων σε μία γενική κοσμοθεωρία. Ακόμη, ο φασισμός συνδέεται με άλλες πνευματικές διδασκαλίες και αποτελεί ένα σύστημα πολιτικών ιδεών στηριζόμενο σε μία μεταφυσική και σε μία φιλοσοφία γενικότερα από την οποία αντλεί το κύρος του. 

Για τον φασισμό όπισθεν της ύλης και του κόσμου των αισθήσεων υπάρχει πρωτίστως το πνεύμα. Συνεπώς, η φασιστική ιδεολογία είναι μία πνευματική θεωρία και δεν αποδέχεται επ’ ουδενί λόγω την παράδοση των ανθρώπων στον υλικό ηδονισμό. Το πνεύμα, κατά τον φασισμό, είναι αυτό, το οποίο συνενώνει τα άτομα σε χώρο και χρόνο, μέσω της παράδοσης και των κοινών πνευματικών δεσμών. Οι υλιστικές απολαύσεις δεν αποτελούν το παν, η απάρνησή των όμως οδηγεί στην απελευθέρωση του ανθρώπου από τα χωροχρονικά δεσμά, γιατί τον συνδέουν με το εθνικό του παρελθόν και μέλλον. Ο φασισμός είναι αντι-ατομικίστικος και αντιφιλελεύθερος, γι’ αυτό κι ο φασισμός θέλει τον άνθρωπο ενεργητικό και υπόχρεο σε δράση με όλες του τις δυνάμεις. Ως εκ τούτου, ο φασισμός δεν ταυτίζεται με τον Μεσαίωνα, όπως ήδη από τότε επιχειρούσαν να τον ταυτίσουν οι διεθνιστικές ιδεολογίες, αποσκοπώντας έτσι να έχουν το μονοπώλιο της κακής εννοούμενης «προόδου». 

Τουναντίον, ο φασισμός επιδιώκει το κράτος να στηρίζεται επί ευρείας λαϊκής βάσεως, θέλει δηλαδή μία ρουσωικής μορφής συμμετοχή του συνόλου στο κίνημά του. Αντίληψη δογματικά αντίθετη με τα όσα συνέβαιναν στον Μεσαίωνα. Γι’ αυτό και το άτομο δεν εξαφανίζεται εντός της φασιστικής ιδεολογίας, αλλά πολλαπλασιάζεται από την ενωμένη δύναμη των άλλων. Το δε κράτος δεν είναι απλώς ένα άθροισμα ατόμων ή μία πλειοψηφία, ούτε αποζητά απλά μία υλική ευδαιμονία έχοντας ως ιδεώδες το να καταστούν οι άνθρωποι απλά χορτασμένοι και παχυλοί, όπως επιδιώκει ο μαρξισμός, κατά συνέπεια. 

Η μαρξιστική αυτή αντίληψη εναντιώνεται με το πνεύμα της δράσεως του φασισμού, διότι ο τελευταίος θέλει την υπερένταση της ζωής, ούσα ένα καθήκον, μία ανάγκη για εξύψωση και κατάκτηση στόχων και ιδανικών. Γι’ αυτό η ζωή στον φασισμό πρέπει να είναι υψηλή και γεμάτη, απόλυτη εκδήλωση της οποίας είναι ο πόλεμος. Το φασιστικό δε κράτος είναι μία ομάδα ανθρώπων, ενοποιημένη από μία ιδέαν θελήσεως προς ύπαρξη και επικράτηση με την συνείδηση αυτής της ενοποιήσεως. Ο Δημήτριος Βεζανής αποτίμησε το έργο του Μπενίτο Μουσολίνι και Τζιοβάνι Τζεντίλε ως «πνευματικά βαθυστόχαστο» και θεώρησε αξιοσημείωτο το ότι το ιδεολογικό αυτό δόγμα συμπυκνώνεται σε λίγες μόνο σελίδες. 

Το παραπάνω κείμενο, όπως αναφέρει ο Βεζανής, χωρίζεται σε 2 μέρη. Το πρώτο αφορά τις θεμελιώδεις ιδέες του φασισμού και το δεύτερο την πολιτική και κοινωνική διδασκαλία. Ειδικότερα, το πρώτο σκέλος αφορά την θεωρητική δομή της φασιστικής ιδεολογίας, ενώ το έτερο σκέλος αφορά την ανάπτυξη και εφαρμογή των θεμελιωδών ιδεών του δόγματος του φασισμού.

Το λάθος του φασισμού:

Ίσως το σοβαρότερο, αλλά και πιο εξόφθαλμο σφάλμα της φασιστικής ιδεολογίας, αφορά την υπερβολική εξύμνηση προς το κράτος. Συγκεκριμένα, για τον Μουσολίνι το κράτος είναι ο δημιουργός του Έθνους και όχι το αντίστροφο, το οποίο ίσχυε κατά τον 19ο αιώνα. Για τον ιταλικό φασισμό, το κράτος δεν προκύπτει από το Έθνος, αλλά το Έθνος από το κράτος. Το δε Έθνος δεν στηρίζεται στην φυλή ή στην πατρίδα, αλλά μόνο στο κράτος αυτό καθεαυτό. Το Έθνος αποτελεί μία ασυνείδητη και παθητική κατάσταση εντός του λαού, όμως το κράτος εκφράζει την συνειδητή θέληση προς ύπαρξη και επικράτηση του Έθνους, άρα μόνο αυτό δίνει ζωή στο Έθνος, διότι μόνο το κράτος ζει, εφόσον μπορεί να εξελιχθεί. 

Εν ολίγοις, το κράτος υπερέχει, διότι μόνο αυτό μπορεί να εκφράσει την ενέργεια και μόνο αυτό δύναται να δημιουργήσει. Το κράτος επίσης δεν υποχρεούται να υπηρετήσει το Έθνος και τις αξίες του. Η θεμελιώδης αυτή ερμηνεία της σχέσεως κράτους-Έθνους, κατά την οποία, το κράτος προηγείται αξιακά του Έθνους, συχνά αποσιωπάται ή λησμονείται, κατά την παρουσίαση του εν λόγω ιταλικού ιδεολογήματος. 

Τόσο κατ’ εμέ, όσο και για τον Δημήτριο Βεζανή, η υπεροχή αυτή του κράτους έναντι του Έθνους είναι αρκετά προβληματική, διότι αγνοεί το γεγονός ότι το κράτος έχει ως βάση του το Έθνος και ότι το τελευταίο αποτελεί απλώς την τεχνητή, νομική και πολιτική έκφραση ενός Έθνους, το οποίο πάντοτε είναι κάτι το υπαρκτό και διαχρονικό. Η παραπάνω απόρροια σκέψεως προκύπτει, λόγω του ότι ο φασισμός υπερεκτιμά τόσο πολύ την ισχύ της κρατικής εξουσίας, ώστε να οδηγείται στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι είναι ιεραρχικά ανώτερο το κράτος από το Έθνος. Ενδεχομένως η άποψη αυτή του Μουσολίνι εδράζεται και στην πεποίθηση ότι το Έθνος είναι κάτι το άυλο και ρευστό, ενώ το κράτος κάτι το απτό και οργανωμένο. 

Με άλλα λόγια, ο φασισμός αντιλαμβάνεται ότι η εθνική συνέχεια μέσω της επίκλησης των προγόνων, των αγέννητων νεκρών και της σύνδεσης των με τους τωρινούς γηγενείς κατοίκους, καθώς επίσης και με το σύνολο των πολιτισμικών στοιχείων, τα οποία συνδέονται με ένα Έθνος, καθίστανται δυνατά μόνο μέσω του κράτους και γι’ αυτό το τελευταίο οφείλει να προηγείται. 

Η άποψη αυτή όμως είναι αρκετά επιφανειακή, διότι αγνοεί την μεταφυσική διάσταση του Έθνους, την οποία ο ίδιος ο Βεζανής αναγνωρίζει ως συστατικό στοιχείο της ιδεολογίας του φασισμού. Ίσως η παραπάνω άποψη περί υπεροχής του κράτους έναντι του Έθνους, να αποτελεί και ένα ιδεολογικό κατάλοιπο της επιρροής του μαρξισμού στον Μουσολίνι, όσο αυτός ήταν ενταγμένος, ως γνωστόν, στο σοσιαλιστικό κόμμα και μάλιστα αρθρογραφούσε στο περιοδικό «Avanti».

Ο εθνικοσοσιαλισμός ως ανώτερος του φασισμού:

Ο Βεζανής φρονεί ότι ο εθνικοσοσιαλισμός, όπως εκφράζεται από το βιβλίο Ο Αγών μου, είναι ανώτερη ιδεολογία από την φασιστική, διότι το βιβλίο του Χίτλερ, αν και πλατειάζει με συχνές επαναλήψεις, εντούτοις υπερέχει διότι δεν δίδει μόνο την θεωρία πίσω από την εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία, αλλά αφηγείται και την γένεσή της. Ο Βεζανής παρατηρεί ότι ο Χίτλερ ήταν βαθιά επηρεασμένος από τον πανγερμανισμό, ένα πνεύμα, το οποίο υπήρχε διάχυτο στην Αυστρία, ακόμη και όταν αυτή τότε αποτελούσε τμήμα της Αυστροουγγαρίας και όχι της Γερμανίας. Αυτό ίσως ωφέλησε τον Χίτλερ κατά την ανάπτυξη της θεωρίας του, επειδή ακριβώς ο ίδιος δεν ήταν Γερμανός πολίτης ή υπήκοος, άρα αυτό τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι το κράτος δεν είναι απαραίτητο για την ύπαρξη ενός Έθνους, παρά μόνο για την έκφραση του τελευταίου. 

Ο εθνικοσοσιαλισμός σκοπεύει στην υλοποίηση μίας ιδέας της φυλής. Αυτό απαιτεί προγραμματισμό και γι’ αυτό το κράτος αποτελεί το μέσο, δηλαδή τον μηχανισμό εκείνο ικανοποίησης των επιδιώξεων της παραπάνω ιδέας. Ο εθνικοσοσιαλισμός δεν υπηρετεί τυφλά το κράτος ως εν είδη αυτοσκοπό, αντιθέτως αν χρειαστεί, καλείται να το ανατρέψει και εκεί ακριβώς έγκειται η ειδοποιός διαφορά μεταξύ φασισμού και εθνικοσοσιαλισμού, διότι στον τελευταίο το Έθνος, ως η ευσυνείδητος φυλή, υπερέχει συγκριτικά με το κράτος. Ο Χίτλερ, όπως αναγνωρίζει και ο Βεζανής, διέκρινε ότι η ανθρωπότητα χωρίζεται σε φυλές. Κυρίαρχη θέση έχει η Λευκή/Άρια φυλή, η οποία παράγει πολιτισμό, δυνάμει του ιδεαλιστικού της πνεύματος και της τάσης της το άτομο να θυσιάζεται υπέρ του συνόλου. Εντός της Λευκής φυλής υπάρχουν διάφορα είδη πολιτισμού, όπως προκύπτουν από τα διάφορα Έθνη, ορισμένα εκ των οποίων διακρίνονται για τις πνευματικές τους αρετές (π.χ. έφεση προς γνώση) και άλλα για τις ψυχικές τους (π.χ. έφεση προς ανδρεία). 

Η Κίτρινη φυλή δύναται κυρίως να συντηρήσει τον πολιτισμό και όχι να τον δημιουργήσει, ενώ η Νέγρικη φυλή δεν μπορεί ούτε να παράξει, ούτε να συντηρήσει πολιτισμό, παρά μόνο σε έναν βαθμό να τον αφομοιώσει. Ανώτερες από την Νέγρική φυλή, αλλά εξίσου κατώτερες από την Λευκή και την Κίτρινη φυλή είναι η Ερυθρά/Κόκκινη και η Πολυνησιακή.

Για τους Εβραίους:

Ένα πρώτο σημαντικό θέμα, το οποίο σχολιάζει ο Βεζανής κατά την ανάλυση της εθνικοσοσιαλιστικής κοσμοθεωρίας, αποτελεί το εβραϊκό έθνος. Ο Δημήτριος Βεζανής θεωρούσε σφάλμα την άποψη ότι οι Εβραίοι είναι κατώτεροι εξ απόψεως νοημοσύνης. Συγκεκριμένα, ο Βεζανής φρονούσε ότι οι Εβραίοι ήταν και νοήμονες και κατείχαν στοιχεία γενναιότητας. Απόδειξη της ευφυίας τους ήταν το ότι ήταν ικανοί στο εμπόριο, ενώ παράλληλα έδειξαν γενναιότητα πολλών αιώνων κατά τις διώξεις, τις οποίες υπέστησαν καθ’ όλη την διάρκεια της υπάρξεώς τους. 

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο Βεζανής κατέτασσε τους Εβραίους απαραιτήτως ως ισάξια μέλη της Λευκής Φυλής, ούτε ηρνείτο τις πράξεις των Εβραίων εις βάρος της ανθρωπότητας και δη εις βάρος των Λευκών. Αυτό, το οποίο κυρίως μάλλον ισχυριζόταν ήταν ότι δεν είναι κυριολεκτικά φρόνιμο, αλλά μάλλον αντιδραστικό και επιφανειακό να χαρακτηρίζεται συλλήβδην ο εβραϊκός λαός ως χαμηλής νοημοσύνης και όχι ως ηθικά κατακριτέος, επειδή ακριβώς ο λαός αυτός «μολύνει» την ανθρωπότητα με υλιστικές διαθέσεις επιδιώκοντας την καταστροφή της, προκειμένου να κυριαρχήσει ο ίδιος.

Τούτων λεχθέντων, ο Βεζανής θεωρεί ότι ο εβραϊσμός διέπεται από έλλειψη συγκεκριμένων ηθικοπνευματικών αρετών και μία τάση κυριαρχίας έναντι της ανθρωπότητας. Επειδή ακριβώς μάλιστα ο εβραϊκός λαός έχει επιτύχει στο σχέδιό του με συστηματικό τρόπο για τόσους αιώνες, δεν θα έπρεπε να θεωρείται ως λαός με χαμηλό δείκτη νοημοσύνης, όπως αποτελούν οι λαοί της νέγρικης κυρίως φυλής, διότι αυτό πιθανώς και να υποτιμά επικίνδυνα την δυνατότητα εκπλήρωσης των ύπουλων διαθέσεών του.

Τα λάθη του εθνικοσοσιαλισμού:

Εις ότι αφορά τον εθνικοσοσιαλισμό, ο Βεζανής άσκησε κριτική στην εν λόγω ιδεολογία, την οποία μελετούσε ήδη από το 1935, αναδεικνύοντας ορισμένες αδυναμίες της. Το πρώτο σημείο κριτικής του Δημητρίου Βεζανή προς τον εθνικοσοσιαλισμό ήταν η πανγερμανική του θεώρηση και κατ’ επέκταση ηαντίληψη της θεωρίας αυτής ότι το γερμανικό φύλο αποτελεί αποκλειστική πηγή δημιουργίας ολόκληρου του πολιτισμού της ανθρωπότητάς ή έστω του μεγαλύτερου μέρους του. 

Σύμφωνα με τον Βεζανή, δεν προκύπτει από πουθενά ότι το γερμανικό φύλο υπερισχύει των λοιπών φύλων της Λευκής Φυλής, πολλώ δε μάλλον ότι το γερμανικό φύλο αποτελεί την μοναδική αιτία γενέσεως πολιτισμού. Ο Βεζανής μάλιστα διακρίνει ότι στην εθνικοσοσιαλιστική θεώρηση η γερμανική εθνότητα, αποκτά μία τέτοια αξία, ώστε να καταλήγει και αυτοτελής, άρα παρουσιάζεται σαν μία ξεχωριστή γερμανική φυλή, η οποία διακρίνεται από τις λοιπές εθνότητες, οι οποίες απαρτίζουν την Λευκή φυλή. 

Η εθνικοσοσιαλιστική οπτική μάλιστα τείνει προς την άποψη ότι το αριανό αίμα ταυτίζεται, στην καλύτερη των περιπτώσεων, με το γερμανικό. Κάτι τέτοιο όμως, όπως σχολιάζει ο Βεζανής, είναι απολύτως αναπόδεικτο. Η σύγχρονη βιολογία, όπως συμπληρώνει, απορρίπτει την άποψη, η οποία αναφέρεται στο βιβλίο Ο Αγών μου ότι δηλαδή οι φυλές είναι απολύτως καθαρές και φρονεί ότι η ανάμειξη με μόνο κοινής καταγωγής άτομα, μιας ορισμένης δηλαδή εθνότητας εντός της Λευκής φυσικά φυλής (με άλλα λόγια η ιδέα ανάμιξης ατόμων εντός της γερμανικής εθνότητας και μόνο) ωθεί στον εκφυλισμό των υποκειμένων, διότι το κάθε άτομο καθίσταται ευάλωτο σε ασθένειες, ελλείψει αντλήσεως χρήσιμων βιολογικών στοιχείων από άλλους ανθρώπους, οι οποίοι ανήκουν πάντοτε στην Λευκή φυλή, αλλά είναι απλά διαφορετικής καταγωγής, δηλαδή εθνότητας μη γερμανικής. 

Η πρόσμιξη δηλαδή εθνοτήτων, οι οποίες φυσικά ανήκουν στην ανώτερη κοινή Λευκή φυλή, όχι μόνο επιτρέπεται, κατά τον Βεζανή, αλλά επιβάλλεται, προκειμένου να βελτιωθούν τα εκάστοτε άτομα μιας εθνότητας, διότι κατά αυτόν τον τρόπο αντλούνται τα καλύτερα στοιχεία από μία τέτοια μίξη με εξίσου ανώτερες εθνότητες, ούσες εντός της Λευκής φυλής. Επισημαίνεται δε από τον Βεζανή ότι ακόμη και αν ίσχυε αυστηρώς το δίκαιο της Νυρεμβέργης ως προς τους φυλετικούς κανόνες, τους οποίους έθετε για την απόκτηση της ιδιότητας του Γερμανού πολίτου, ο Βεζανής παρατηρεί ότι οι ίδιοι οι παραπάνω νόμοι επέτρεπαν την απόκτηση της παραπάνω ιδιότητας του πολίτου, εφόσον ο αιτών διέθετε έναν ανιόντα β’ βαθμού εβραϊκής καταγωγής ή μη Γερμανό γενικότερα. 

Αν πράγματι λοιπόν επιδιωκόταν η καθαρότητα της φυλής, όπως όριζαν οι εθνικοσοσιαλιστές, αυτό θα συνεπαγόταν αναγκαστικά την ανυπαρξία οιουδήποτε ξένου στοιχείου σε οποιονδήποτε βαθμό. 

Επιπροσθέτως, ο Βεζανής διαφωνούσε με την οπτική του εθνικοσοσιαλισμού ότι το άτομο από μόνο του είναι δημιουργός πολιτισμού. Κατά τον Βεζανή, δημιουργός πολιτισμού κάποιες φορές είναι και το σύνολο ως μάζα, ενίοτε δε το άτομο, αμφότεροι όμως μπορούν να είναι στοιχεία δημιουργικής ισχύος. Η μάζα συνήθως παράγει ως προς το σκέλος του πολιτισμού, το δίκαιο, τα ήθη και τα έθιμα, ενώ το άτομο την φιλοσοφία, την τέχνη και την επιστήμη. Ο Βεζανής ακόμη δεν θεωρούσε ότι η βιολογική καταγωγή και μόνο ήταν ο παράγων δημιουργίας του πολιτισμού. Ως αιτίες ανάπτυξης ενός πολιτισμού συμπεριέλαβε επίσης το κλίμα και την γεωγραφία μίας περιοχής, καθώς επίσης και τους κοινωνικούς και κρατικούς όρους επί μίας περιοχής. 

Δεν λησμόνησε όμως να επισημάνει ο ίδιος ότι η φυλή είναι οπωσδήποτε η πιο σταθερή και σημαντικότερη αιτία γένεσης του πολιτισμού, απλά δεν είναι η μόνη, ούτε κατά συνέπεια η διαίρεση των φυλών προκύπτει, βάσει μόνο του δέρματος, το οποίο είναι το πιο εμφανές σημείο διάκρισης των. Ο διαχωρισμός των φυλών είναι πολύ πιο βαθύς και θεμελιώδης από την απλή διαφορά εξωτερικής εμφάνισης. 

Τέλος, ο Βεζανής θεωρούσε ότι ο εθνικοσοσιαλισμός δεν ανέπτυξε τόσο το θέμα της θρησκείας, καθώς κρατούσε μία απόσταση σε θέματα θεϊκής πίστης και εκκλησιών. Για τον Βεζανή όμως ο Ελληνισμός και κατ’ επέκταση ο ελληνικός εθνικισμός έχει μία σχέση αρμονικής σύνδεσης με την Ορθοδοξία, η οποία διέπεται και από μία αλληλοϋποστήριξη. Ενδεχομένως ο Βεζανής εδώ να υπονοεί ότι η έλλειψη περαιτέρω ανάλυσης του θρησκευτικού ζητήματος  από τον εθνικοσοσιαλισμό, οφειλόταν σε ιστορικά και εμπειρικά αίτια και άρα αιτιολογείται. Αντιθέτως, στην Ελλάδα επί αιώνες ανεπτύχθη προαναφερθείσα αρμονική συνύπαρξη με την Ορθόδοξη πίστη κατά τρόπο φυσικό, γεγονός, το οποίο δεν συνέβη με κάποια αντίστοιχη θρησκεία στην Γερμανία. Η έλλειψη έντονης συσχέτισης του εθνικοσοσιαλισμού με κάποια θρησκεία κλονίζει, κατά την άποψη του Βεζανή, την πληρότητα της εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας.

Καταληκτικά σχόλια:

Ο Δημήτριος Βεζανής αναγνώρισε και στις 2 αυτές ιδεολογίες το εξαιρετικό τους περιεχόμενο, αλλά θεώρησε ότι αμφότερες ήταν συνδεδεμένες με την χώρα προέλευσής τους. Όπως χαρακτηριστικά σχολίασε ως προς τον φασισμό του Μουσολίνι, τόσο η φασιστική, όσο και η εθνικοσοσιαλιστικήιδεολογία είναι χωρικά και χρονικά προσδεμένες ή περιορισμένες. 

Με άλλα λόγια, αποτελούν εκφάνσεις του ιταλικού και γερμανικού εθνικισμού αντίστοιχα, άρα φέρουν και πολλά από τα στοιχεία των εθνικών ιδιαιτεροτήτων του χώρου προέλευσης των, κατά την έκφραση των, καθιστώντας τες διαφορετικές τόσο μεταξύ των, όσο και εν συγκρίσει με τον ελληνικό εθνικισμό. Άλλωστε είναι γνωστό ότι για πολλούς εκ των θεωρητικών του εθνικοσοσιαλισμού στην Γερμανία, η ιδεολογία τους δεν ήταν «προϊόν προς εξαγωγή», όπως έλεγαν χαρακτηριστικά. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι τα προαναφερθέντα δόγματα είναι πλήρως αντίθετα μεταξύ τους, καθώς όλα τους ανήκουν στην ίδια εθνικιστική ιδεολογία και συνεπώς μοιράζονται από κοινού βασικά στοιχεία της ιδεολογίας αυτής, όπως την αναγνώριση της εθνικής ταυτότητας, της κοινωνικής και βιολογικής ιεραρχίας, της ανάγκης σύστασης ενός ισχυρού κράτους και της πίστεως σε μία μορφή μεταφυσικής υπάρξεως, η οποία επιβάλλει την προτεραιότητα του πνεύματος έναντι της ύλης.

Το ενδιαφέρον, όπως ήδη ελέχθη, είναι ότι ο φασισμός νοεί ότι το κράτος σχηματίζει το Έθνος, εξαιτίας του ότι το πρώτο είναι απτό και το δεύτερο νοερό, δίχως βέβαια αυτό να ακυρώνει την αναγνώριση της μεταφυσικής διάστασης της εν λόγω ιδεολογίας, αλλά οπωσδήποτε η προαναφερθείσα ερμηνεία επί του κράτους και του Έθνους την πλήττει. Ο εθνικοσοσιαλισμός, κατά τον Βεζανή, κατανοεί και υπερβαίνει αυτό το τόσο σοβαρό λάθος του φασισμού, καθιστώντας τον έτσι όχι μόνο πληρέστερο, αλλά και πολύ πιο επαναστατικό έναντι του φασισμού. Ο εθνικοσοσιαλισμός όμως δεν παύει να είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την γερμανική θεώρηση του κόσμου, γεγονός, το οποίο τον οδηγεί σε ορισμένα λανθασμένα συμπεράσματα, καθώς φρονεί ότι αιτία προέλευσης των πάντων είναι μόνο το γερμανικό Έθνος αδιαφορώντας εν πολλοίς για την συμβολή των έτερων εθνοτήτων εντός της Λευκής φυλής και δη για την συμβολή της ελληνικής εθνότητας.

Η άποψη του Βεζανή όμως περί της ανάμειξης φύλων, έστω των ανηκόντων στην ίδια φυλή, δεν με βρίσκει σύμφωνο. Αφενός κατά αυτόν τον τρόπο αγνοούνται τα πολιτισμικά προϊόντα, όπως η γλώσσα και τα ήθη, τα οποία αποτελούν ιδιαίτερο γνώρισμα της κάθε εθνότητας και άρα δύσκολα θα μπορούσαν να αναμειχθούν μεταξύ προσώπων, τα οποία εντάσσονται σε διαφορετικές εθνότητες, αλλά εντός της ίδιας φυλής, αφετέρου δε δεν εξηγείται απολύτως τεκμηριωμένα από τον Βεζανή, το πως ακριβώς μπορεί ο πολίτης μίας ορισμένης εθνότητας να «εμπλουτιστεί» με βιολογικά στοιχεία μίας άλλης, η οποία ανήκει έστω στην ίδια φυλή. 

Το πρέπον για να αποφευχθεί η σύγχυση και για να εξασφαλιστεί η μοναδικότητα του κάθε Έθνους είναι η κάθε εθνότητα να διατηρεί τα στοιχεία της τόσο βιολογικά, όσο και πολιτισμικά εις το διηνεκές και όχι η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού βιολογικού υβριδίου ή εθνοτικής «χίμαιρας» εντός της Ευρώπης. 

Η διαδοχική δε ανάπτυξη της κάθε εθνότητας με δικά της στοιχεία, θα οδηγήσει στην δημιουργία ακόμη καλύτερων ανθρώπων και γενικότερα στην διατήρηση και ανάδειξη των βιολογικών και πολιτισμικών χαρακτηριστικών του κάθε Έθνους. Φυσικά είναι άκρως προτιμότερο η σύζευξη 2 ανθρώπων διαφορετικής εθνότητας να αφορά τουλάχιστον πρόσωπα ανήκοντα εντός της ίδιας φυλής, λόγω της στενής των φυλετικής συγγενείας, αλλά αυτό θα έπρεπε να αποτελεί την εξαίρεση και όχι τον κανόνα για όλους τους παραπάνω λόγους. Εν κατακλείδι, κακώς ορισμένοι κακόβουλοι ερμηνεύουν τον Δημήτριο Βεζανή ως οπαδό των Εβραίων, διότι απώτερος σκοπός του δεν είναι η στηλίτευση των από μία στείρα οπτική τυφλής υποτίμησης.

Ο Βεζανής, κατά την γνώμη μου τουλάχιστον, δεν παύει να στρέφεται εναντίον των Εβραίων στα κείμενά του, αλλά απλώς αναγνωρίζει το μέγεθος της αποφασιστικότητας των, όπως επίσης και της πονηριάς των. Αυτό επαληθεύεται από την ιστορική τους πορεία, διότι τα παραπάνω φυλετικά τους στοιχεία τους επέτρεψαν να επικρατήσουν μετά από τόσους αιώνες εις βάρος των υπολοίπων λαών. Αυτό δηλαδή, το οποίο εννοεί επί της ουσίας ο Βεζανής είναι ότι δεν θα μπορούσαν ποτέ άτομα ανήκοντα σε κατώτερες φυλές, όπως είναι οι μαύροι, να επιτύχουν την κυριαρχία του κόσμου, την οποία καταφέρνουν οι Ιουδαίοι και γι’ αυτό ακριβώς δεν θα πρέπει να υποτιμώνται αυθαιρέτως οι προαναφερθέντες, επειδή ακριβώς είναι ικανοί να δράσουν υπούλως.