Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Αποκλειστικό: Επτά μεγάλοι συγγραφείς φαντασίας - περιοδικό Strange τεύχος 39 Δεκέμβριος 2001 σελίδες 66 - 71 (.pdf)

 Το παρακάτω αρχείο στάλθηκε από παλαίμαχο αυτόνομο συναγωνιστή και κορυφαίο γνώστη της φανταστικής λογοτεχνίας. 

Τον ευχαριστούμε για τον χρόνο και την τιμή.













για να κατεβάσετε το αρχείο σε .pdf στον σύνδεσμο εδώ ...

Ηράκλειτος και Ιράν (μετάφραση: επιθεώρηση ΛΥΚΑΥΓΕΣ)

 Ηράκλειτος και Ιράν

του Jacques Duchesne-Guillemin*

πηγή: History of Religions, Vol. 3, No. 1 (Summer, 1963)

μετάφραση: επιθεώρηση ΛΥΚΑΥΓΕΣ


Εξώφυλλο του περιοδικού της Πολωνικής Τρίτης Θέσης Szturm!

* Ο Jacques Duchesne-Guillemin, Βέλγος Φιλόλογος,  Αρχαιολόγος και Γλωσσολόγος, υπήρξε ένας απο τους κορυφαίους Ιρανολόγους παγκοσμίως αφιερώνοντας όλη του την ζωή στην μελέτη των Ιρανικών Θρησκευτικών και Γλωσσικών απαρχών, την σημασία τους για την ανάπτυξη όλου του Ινδοευρωπαϊκού Πολιτισμού και την ειδική σχέση τους με την Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία. Η επιστημονική του εργασία στα παραπάνω πεδία θεωρείται ακόμα και σήμερα αξεπέραστη ή τουλάχιστον κομβική για την συγκριτική ανάλυση των Πολιτισμών της Ινδοευρωπαϊκής Παράδοσης.

Το άρθρο που μεταφράσαμε και παρουσιάζουμε εδώ με τον τίτλο “Ηράκλειτος και Ιράν” αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για την ανανέωση της έρευνας των πνευματικών σχέσεων της Αρχαίας Ελλάδος και της Περσίας και δημιούργησε έντονο επιστημονικό διάλογο διεθνώς σχετικά με την ιδιαίτερη επιρροή της Περσικής σκέψεως στον μεγάλο Έλληνα φιλόσοφο Ηράκλειτο. Αυτή η έρευνα ξεκίνησε από την Γερμανική Ρομαντική σχολή με πρωταγωνιστές τους Σλαίερμαχερ και Κρούτσερ.

Η εκ νέου ανακάλυψη της Avesta κάνει τις πηγές της Ιρανικής θρησκείας προσιτές σε εμάς, ώστε να μπορούμε πραγματικά να πούμε «Έτσι μίλησε Ζαρατούστρα», να καταφέρουμε να επιστρέψουμε, με νέο ενδιαφέρον, σε μια αρχαία ιδέα: αυτή της ανατολίτικης, και ιδιαίτερα ιρανικής, προέλευσης της Ελληνικής φιλοσοφίας. Είναι μια ιδέα που η Αρχαιότητα είχε προικίσει με θρυλική αύρα, είτε δηλώνοντας ότι ο Πυθαγόρας ήταν του Ζωροάστρη μαθητής στη Βαβυλώνα (μια πόλη στην οποία, πιθανώς, κανένας από τους δύο δεν ήταν ποτέ) ή γράφοντας, όπως ο Κλήμης ο Αλεξανδρινός, πως ο Ηράκλειτος ήταν βασισμένος στην «βαρβαρική φιλοσοφία», μια έκφραση με την οποία, εν όψει της εγγύτητας της Εφέσου με την Περσική Αυτοκρατορία, πρέπει να εννοούσε πρωτίστως τα Ιρανικά δόγματα. Το ζήτημα, που μελετήθηκε σοβαρά από τους σύγχρονους, συχνά επιλύθηκε με αρνητικό πρόσημο από μεγάλους ιστορικούς της ελληνικής φιλοσοφίας: αλλά φαίνεται, παρ’ όλα αυτά, επανειλημμένα να εγείρεται σαν Φοίνικας από τις στάχτες του, σαν ο πειρασμός να συγκρίνουμε τις δύο παραδόσεις και να ανακαλύψουμε τον δεσμό αλληλεξάρτησης μεταξύ τους να γίνεται περιοδικά ακαταμάχητος. 

Το πρόβλημα έχει αναβιώσει πρόσφατα σε μια πολύ προσωπική προσέγγιση από τον Clemence Ramnoux. Αυτός ο φιλόσοφος, συγγραφέας ενός ογκώδους έργου που ο ίδιος ο τίτλος του προμηνύει την πρωτοτυπία του-Heraclite ou l’homme entre les choses et les mots (1959)-ομολογεί σε αυτό το βιβλίο ότι είχε χωρέσει ένα κεφάλαιο, που είχε αρχικά σχεδιαστεί, για τη σχέση μεταξύ του Ηρακλείτου και του Ιράν, γιατί δημιουργούσε πάρα πολλές δυσκολίες. Αργότερα μπόρεσε, με λιγότερους ενδοιασμούς, να δημοσιεύσει το κεφάλαιο ως άρθρο σε περιοδικό. Το άρθρο, που εμφανίστηκε το 1959 στο Το Revue de la Mediterranee (εκδόθηκε στο Αλγέρι), είναι το “Un Ipisode de la rencontre est-ouest, Zoroastre et Heraclite.” Πρέπει να παραδεχτούμε εξαρχής ότι για να γίνει ένας παραλληλισμός μεταξύ Ηράκλειτοy και ο Ζωροάστρη θα απαιτούταν ίσως μια πιο εμπεριστατωμένη γνώση και των δύο ,από την άλλη,το να προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε την προσωπικότητα του ενός σε σχέση με εκείνη του άλλου ίσως να διεκδικεί μια ερμηνεία obscurum per obscurius.

Προφανώς θα ήταν αλαζονικό εδώ να προσποιηθούμε ότι σχεδιάζουμε μια αυθεντική και καλά καθορισμένη σκιαγράφηση στα πορτρέτα του σκοτεινού φιλοσόφου της Εφέσου και του προφήτη του Ιράν, ώστε να δείξουμε την επιρροή που ασκήθηκε από τον Ζωροάστρη στον Ηράκλειτο. Ωστόσο, θεωρώ, εν όψει των αποτελεσμάτων που επιτεύχθηκαν τα τελευταία χρόνια στη μελέτη του Ηρακλείτου και σε αυτή της Ιρανικής θρησκείας, πως θα μπορούσε να υπάρχει συγκεκριμένο ενδιαφέρον για την αντιμετώπισή αυτών των δύο γραμμών έρευνας. Αναφορικά με τον Ηράκλειτο, είναι απαραίτητο να τεθεί μια προκαταρκτική ερώτηση-αν μπορεί κανείς να βασιστεί στα σωζόμενα θραύσματα του έργο του ή πάνω στις μαρτυρίες και τις παραφράσεις που οι αρχαίοι μας έχουν αφήσει. Με την πρώτη ματιά θα πίστευε κανείς ότι ήταν απολύτως απαραίτητο να δοθεί προτίμηση στα θραύσματα, αφού οι μαρτυρίες μπορεί να υπάρχουν υπόνοιες ότι αντικατοπτρίζουν τις προσωπικές απόψεις των συγγραφέων τους, που συνιστά τη ζημία της αλήθειας. 

Αλλά το ερώτημα δεν είναι τόσο απλό. Γιατί τα θραύσματα διατηρήθηκαν επίσης από συγγραφείς που είχαν συχνά δικές τους ιδέες, το δικό τους σύστημα, και δεν είναι πάντα εύκολο να διακρίνει κανείς αν αυτό που αναφέρουν, είναι μεταξύ κυριολεκτικής, αυθεντικής παραπομπής ή λίγο πολύ ερμηνευτική παράφραση. Είναι απαραίτητο, προκειμένου να εκτιμηθεί η εγκυρότητα των αποσπασμάτων, για να γνωρίζουμε τις απόψεις που επικράτησαν αργότερα σχετικά με τα ποικίλα ερωτήματα που χειρίστηκε ο Ηράκλειτος ,αυτό φαίνεται ξεκάθαρα, πιστεύω, στην περίπτωση του Λόγου. Καλό θα ήταν να αναρωτηθούμε εμείς οι ίδιοι τι είχαν καταλάβει οι Στωικοί και μετά οι Χριστιανοί ως Λόγο, αν θέλουμε να αποφύγουμε να αποδώσουμε αδικαιολόγητα στον Ηράκλειτο κάποιες αντιλήψεις που εμφανίστηκε μόνο αργότερα. Είναι επίσης απαραίτητο, φυσικά, να λάβουμε παρόμοια προφύλαξη όταν μελετούμε την έννοια του Πυρός, όπως θα προχωρήσω τώρα να κάνω ...

για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο εδώ ...

Ουσιαστικές προτάσεις και λόγοι κενοί περιεχομένων


 Μια μόλις μέρα μετά την ανάρτηση του προηγούμενου άρθρου στο ιστολόγιο της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ., που ολοκληρωνόταν με την πρόταση της λέσχης μας για το πως πρέπει να οργανωθεί ο χώρος όσων εκφράζουμε την ιδεολογία του αντιδιαφωτιστικού ρομαντικού εθνικισμού, ενημερώθηκα ότι κάποιος πολιτικός κλαρινογαμπρός, που αυτή την εποχή υιοθετεί την ιδεολογία του ακροδεξιού τραμπισμού, επανέφερε στο προσκήνιο ένα άρθρο του καθηγητή Χρίστου Γούδη, το οποίο γράφτηκε δεκαπέντε και πλέον χρόνια πριν. 

Το εν λόγω άρθρο περιλαμβάνει προτάσεις του καθηγητή για την οργάνωση ενός εθνικιστικού πλέγματος διανόησης. Η ανάρτηση του συγκεκριμένου άρθρου μου κίνησε το ενδιαφέρον ώστε να επιχειρήσω κάτι που έχουν συνηθίσει να διαβάζουν οι αναγνώστες μας. Δηλαδή την ανάλυση του λόγου ορισμένων αρθρογράφων που προβάλλονται ως διανοητές του χώρου, προκειμένου να διαπιστωθεί αν ο λόγος αυτός περιλαμβάνει νοήματα και ουσιαστικές προτάσεις ή αν αποτελεί ένα φραστικό κέλυφος άνευ ουσιαστικού περιεχομένου.

Σε γενικές γραμμές το θέμα του άρθρου του καθηγητή παραμένει επίκαιρο. Ο κύριος Γούδης αναφέρει ότι η ιστορική τροπή για τα ευρωπαϊκά δρώμενα έχει μια νομοτελειακά διττή προοπτική. Ή την απορρόφηση και την διάλυση των ευρωπαϊκών εθνών στον πολυεθνικό χυλό της Ε.Ε, υπό την κηδεμονία της γερμανικής οικονομικο-πολιτικής ελίτ. 

Ή την ανακοπή αυτής της πορείας, η οποία όμως δεν θα σημάνει την επιστροφή στο παλιό μοντέλο του έθνους κράτους αλλά θα προκαλέσει μια χαοτική και απρόβλεπτη νέα συνθήκη. Ανάλογα διττή είναι, σύμφωνα με τον καθηγητή, και η προοπτική του ελληνικού έθνους. Κατά τον αρθρογράφο το ελληνικό έθνος ή θα ακολουθήσει τον δρόμο της διάλυσης, μέσω της απορρόφησής του στον πολιτισμικό χυλό της Ε.Ε., ή θα πρέπει να αντισταθεί θωρακίζοντας την εθνική του ταυτότητα.

για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο εδώ ...

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ: Περιοδικό «Έρημη Χώρα» τεύχος τέταρτο σε μορφή αρχείου .pdf


Λίγο μετά την ξαφνική ... παύση της έκδοσης του ποιοτικού «αριστερού» Εθνικοσοσιαλιστικού περιοδικού «Γαμμάδιον» το οποίο έκανε θραύση εντός του «χώρου» αλλά και σε κύκλους των Εξαρχείων (…) 

- είχαν ανέβει όλα τα τεύχη σε .pdf από την συντακτική μας ομάδα με χιλιάδες downloads σε ελάχιστους μήνες με αποτέλεσμα να μπλοκαριστούν όλοι οι σύνδεσμοι μετά από συνεχείς αναφορές των «γνωστών αγνώστων» - 

εμφανίζεται το 2007 μια νέα εκδοτική προσπάθεια που ονομάστηκε «Έρημη Χώρα». 

Αν και το τελευταίο τεύχος το 4οστην σειρά κυκλοφόρησε ακριβώς πριν δέκα χρόνια (Νοέμβριος 2011) το ενδιαφέρον παραμένει αμείωτο και τα μέλη της συντακτικής ομάδας διατηρούν μέχρι σήμερα το ομώνυμο ιστολόγιο καθώς και ηλεκτρονική διεύθυνση για όσους επιθυμούν να επικοινωνήσουν ...

http://erimihora.blogspot.com/ 

... ενώ σε μια άκρως ενδιαφέρουσα συνέντευξη του αρχισυντάκτη Ρωμανού στην σελίδα των Ελλήνων Ρομαντικών της ΦΛΕΦΑΛΟ - την οποία μπορείτε να διαβάσετε εδώ - η κίνηση αυτή χαρακτηρίζεται ως μια προσπάθεια της Παραδοσιοκρατίας και με «αναφορές σε μια πλειάδα θεματικών που στο πολιτικό πλαίσιο ξεκινούν από τον ριζοσπαστικό συντηρητισμό και καταλήγουν στον αναρχικό εθνικισμό και τον εθνικομπολσεβικισμό, με λογοτεχνικές αναζητήσεις που διαπερνούν την λογοτεχνία του φανταστικού για να καταλήξουν στον ‘’αντιδραστικό μοντερνισμό’’ και με καλλιτεχνικές προσεγγίσεις». 

Η περιγραφή αυτή πράγματι δεν απέχει από την πραγματικότητα και στην δική μας οπτική αυτή η κίνηση εντασσόταν πλήρως - προς φρίκη και απογοήτευση πολλών αντιδραστικών ακροδεξιών που έχουν τα τελευταία χρόνια και πρόβλημα μνήμης - στην ευρύτερη Ελληνική «Τρίτη Θέση» λόγω της ενδιαφέρουσας θεματολογίας και της εξαιρετικής αρθρογραφίας και μάλιστα σε μια εποχή ενδυνάμωσης των Αυτόνομων/Ανένταχτων ομάδων με κάποιες από αυτές να επηρεάζονται μέχρι και σήμερα από την «Στρασσερική» τάση και την αντικαπιταλιστική παράδοση του κινήματος. 

Κάθε τεύχος υπήρξε μια πολύτιμη παρακαταθήκη με το σύνολο των τευχών να έχουν πιθανότατα εξαντληθεί από όλα τα γνωστά σημεία διανομής ενώ μετά από σχετική άδεια η συντακτική μας ομάδα τον Μάρτιο του 2017 ανέβασε σε .pdf το πρώτο, δεύτερο, και τρίτο τεύχος τα οποία μπορείτε να κατεβάσετε ελεύθερα αντιστοίχως εδώ, εδώ και εδώ.

Τον Νοέμβριο του 2011 κυκλοφορεί το 4ο τεύχος του ανεξάρτητου περιοδικού «Έρημη Χώρα».

Η ύλη μια εκδοτική «βόμβα» - με ένα εξώφυλλο αλλά και οπισθόφυλλο συνώνυμα της αισθητικής - που απαρτίζεται ανάμεσα σε άλλα από κάποια «εκρηκτικά» άρθρα σχετικά με τον οικοφασιστή ακτιβιστή Pentti Linkola, τον «καταραμένο» Ernst Niekisch, τον κορυφαίο διανοητή και πολεμιστή Ernst Junger, τον Μάρτυρα της εθνικοεπαναστατικής ιδέας Francis ParkerYockey καθώς και την Συλλογική Αυτόνομη Έκδοση «Νοσταλγοί του Μέλλοντος» σχετικά με την οποία μπορείτε να δείτε εδώ ή να κατεβάσετε εδώ σε .pdf. Την συλλογή άρθρων την έχουν ήδη στα ηλεκτρονικά αρχεία τους μέσω των Αυτόνομων συναγωνιστών και του «Μαύρου Κρίνου» εκατοντάδες νεολαίοι που αρνούνται να ενταχθούν στα κομματικά μαντριά ή να προσκυνήσουν τα διάσημα «τοτέμ» της αστικής πλουτοκρατικής άκρας δεξιάς.

Η συντακτική ομάδα του «Μαύρου Κρίνου» οφείλει να ευχαριστήσει δημοσίως τον αρχισυντάκτη του περιοδικού για την άδεια να προβληθούν συνολικά τα 4 τεύχη του περιοδικού.

Περιοδικό «Έρημη Χώρα» τεύχος τέταρτο για να το κατεβάσετε στον σύνδεσμο εδώ

http://erimihora.blogspot.gr/

Τι διακρίνει τους αληθινούς νέους εθνικιστές από τους «νεοεθνικιστές»



Τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τα εθνικιστικά κόμματα της Ευρώπης βρέθηκαν αντιμέτωπα με ένα σοβαρό πρόβλημα. Ιδεολογικά σχήματα που τροφοδοτήθηκαν από την πολιτική θεωρία του εθνικισμού υπήρξαν ασφαλώς και πριν τον μεσοπόλεμο αφού οι ρίζες της θεωρίας του εθνικισμού ανάγονται στην πολιτικό Ρομαντισμό του 18ου αιώνα. Ωστόσο η νίκη των διεθνιστικών ιδεολογικών δυνάμεων, κατά τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο, έδωσε την ευκαιρία τόσο στους δυτικούς καπιταλιστές όσο και στους σοβιετικούς να θέσουν υπό διωγμό όχι μόνο τα απομεινάρια των εθνικιστικών κινημάτων του μεσοπολέμου μα και την εθνικιστική θεωρία συνολικά.

Έτσι τα μεταπολεμικά εθνικιστικά κόμματα κλήθηκαν να βρουν μια χρυσή τομή ώστε από την μια να συνεχίσουν να βασίζονται στις (διωκόμενες από την εξουσία) αρχές της πολιτικής θεωρίας του εθνικισμού κι από την άλλη να δημιουργήσουν μια νομική ασπίδα ώστε να μην μπορεί η, εχθρική προς τον εθνικισμό, εξουσία να τα θέτει εκτός νόμου μετά από δικαστικές παρωδίες. Στον δυτικό κόσμο η χρυσή αυτή τομή βρέθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Μετά από πολλές ζυμώσεις, στην Βρετανία και την Γαλλία, την χρυσή τομή ανακάλυψαν δυο κόμματα που είχαν το ίδιο όνομα. Δηλαδή, Εθνικό Μέτωπο.

Τα Εθνικά Μέτωπα πέτυχαν να ισορροπήσουν σε ένα επιτυχημένο μίγμα την φιλεργατική και ακτιβιστική πολιτική τον κομμάτων του μεσοπολεμικού φασισμού με την προσήλωση στην εθνική ταυτότητα και την τάξη που προϋποθέτει ο συντηρητισμός. Και, μάλιστα, το πολιτικό αυτό μίγμα έγινε εφικτό να λειτουργήσει σε ένα θεσμικό πλαίσιο σεβασμού της δημοκρατικής διαδικασίας, ως συστήματος εναλλαγής κυβερνήσεων, μετά από εκλογές σε προκαθορισμένα τακτικά διαστήματα. Στην ουσία τα δυο αυτά κόμματα κατάφεραν να αντιπαρατεθούν στον αστικό φιλελευθερισμό και την αριστερά, σεβόμενα το θεσμικό σκέλος της δημοκρατίας ως κοινά αποδεκτής πρακτικής εκλογικών αναμετρήσεων και πολιτικής σύγκρουσης.

Σύντομα το πολιτικό μίγμα των Εθνικών Μετώπων έγινε κοινή συνταγή για όλα σχεδόν τα μεταπολεμικά εθνικιστικά κόμματα της Ευρώπης. Αν και τα μέλη τους προτίμησαν να ονομάσουν αυτά τα κόμματα απλά ως εθνικιστικά, η πολιτική επιστήμη εφηύρε έναν άλλο όρο για να ορίσει το πολιτικό τους φάσμα. Τα κόμματα αυτά η πολιτική επιστήμη τα χαρακτήρισε ως «νεοφασιστικά». Επίσης, οι ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές τάσεις που απλώθηκαν γύρω από αυτά τα κόμματα ονομάστηκαν, αντίστοιχα, «νεοφασιστικές».

Τόσο το γαλλικό όσο και το βρετανικό Εθνικό Μέτωπο πέτυχαν τους στρατηγικούς τους στόχους. Το γαλλικό κόμμα, υπό την ηγεσία του Ζαν Μαρί Λεπέν, βρέθηκε στο επίκεντρο της πολιτικής σκηνής της Γαλλίας, καταφέρνοντας να διατηρήσει σχεδόν ανόθευτο τον αρχικό ιδεολογικό του χαρακτήρα μέχρι και την δεκαετία του ’90. Το βρετανικό κόμμα δεν είχε την ίδια εκλογική επιτυχία γιατί η Θάτσερ, με την βοήθεια των κρατικών μυστικών υπηρεσιών, κατάφερε να το μοχλεύσει και να το οδηγήσει σε διαδοχικές διασπάσεις. Ωστόσο, παρ’ όλες τις διασπάσεις, το βρετανικό Εθνικό Μέτωπο κατάφερε να ενσωματώσει στον εθνικιστικό χώρο κοινωνικές ομάδες των λαϊκών στρωμάτων και της νεολαίας που μέχρι τότε μπορεί να εξέφραζαν κάποιες παραδοσιοκρατικές ιδέες αλλά τα εθνικιστικά κόμματα δεν είχαν καταφέρει να προσεγγίσουν. Punks, metalheads, progressive rockers, οργανωμένοι οπαδοί ποδοσφαιρικών ομάδων, μηχανόβιοι και άλλοι αντισυμβατικοί νεολαίοι άρχισαν να κινητοποιούνται ενεργά υπέρ του εθνικισμού μέσα από τις τάξεις του Εθνικού Μετώπου. 

Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 κάτι αντίστοιχο κατάφερε και το γαλλικό Εθνικό Μέτωπο. Κι αυτό γιατί τόσο το βρετανικό όσο και το γαλλικό κόμμα έφεραν στο προσκήνιο το υπόβαθρο της κοσμοθέασης του Ρομαντισμού από την οποία εκρέουν όχι μόνο οι πολιτικές αλλά και οι αισθητικές/πολιτιστικές παραδοσιοκρατικές τάσεις, που εναντιώνονται στην εξουσία της διεθνιστικής νεωτερικότητας. Με το πέρασμα του καιρού ακόμη και κινήσεις που παρέμεναν προσηλωμένες στις μεσοπολεμικές μορφές των εθνικιστικών κομμάτων, όπως το British Movement, άρχισαν να μετατοπίζονται, υιοθετώντας το πολιτικό μίγμα των Εθνικών Μετώπων. Ο μεσοπόλεμος είχε περάσει. Η αμφίεση με τα πουκάμισα και οι πρακτικές του μεσοπολέμου έμοιαζαν παράκαιρες την δεκαετία του ’70. Οι μόνοι που μπορούσαν να αντισταθούν στα βίαια τάγματα εφόδου της αριστεράς και να μιλήσουν στις καρδιές των νέων ήταν οι rockersκαι οι οπαδοί των ποδοσφαιρικών ομάδων. Και τα δυο Εθνικά Μέτωπα κατάφεραν να ανοίξουν τον δρόμο προς τον πολιτικά ενεργό εθνικισμό σε αυτές τις κοινωνικές ομάδες.

Οι συγκεκριμένες εξελίξεις ανάγκασαν το σύστημα εξουσίας να αναπροσαρμόσει την στρατηγική του  προκειμένου να αντιμετωπίσει τα μεταπολεμικά εθνικιστικά κινήματα. Γι’ αυτό τον σκοπό χρησιμοποιήθηκε ένα νέο και αποτελεσματικό όπλο κατά του εθνικισμού. Αυτό δεν ήταν άλλο από την «νέα-δεξιά» (ή τον «νέο-εθνικισμό»).

Ο όρος «νέα δεξιά» αφορά διάφορα ιδεολογικά ρεύματα. Σε ότι έχει να κάνει με την πολιτική θεωρία υπάρχουν νεοδεξιές τάσεις που διαλέγονται και με τον εθνικισμό. Ωστόσο στην καθαρά πολιτική πρακτική η «νέα δεξιά» εκφράστηκε ως ένα ανακάτεμα κάποιων κοινωνικών θέσεων του συντηρητισμού με τις πιο σκληρές οικονομικές θέσεις του καπιταλιστικού νεοφιλελευθερισμού. Τα πλέον χαρακτηριστικά «νεοδεξιά» παραδείγματα πολιτικών της δεκαετίας του ’80 ήταν η Θάτσερ και ο Ρήγκαν.

Η Θάτσερ ξήλωσε το βρετανικό κοινωνικό κράτος, χτύπησε ανελέητα την εργατική τάξη που υποστήριζαν οι εθνικιστές του Εθνικού Μετώπου κι έστειλε στην φυλακή χιλιάδες νεαρούς ακτιβιστές του εθνικιστικού χώρου. Ταυτόχρονα, για να φράξει τον δρόμο των συντηρητικών ψηφοφόρων προς τον εθνικισμό και προκειμένου να τους εγκλωβίσει στα πλαίσια του εξουσιαστικού φιλελευθερισμού, υιοθέτησε ορισμένα από τα «πατριωτικά» συνθήματα του παραδοσιακού συντηρητισμού κι επένδυσε επικοινωνιακά στην γεωπολιτικά ανούσια, οικονομικά καταστροφική, αλλά συμβολικά σημαντική κατάληψη των νήσων Φώκλαντ. Ταυτόχρονα οι μυστικές υπηρεσίες της μεθόδευσαν την διάσπαση του Εθνικού Μετώπου.

Στις Η.Π.Α., που παραδοσιακά δεν υπάρχει ισχυρός εθνικιστικός χώρος, τα πράγματα για τους «νεοδεξιούς» του Ρήγκαν ήταν πιο εύκολα. Χρειάστηκε, απλώς, να περιθωριοποιήσουν παραδοσιοκράτες και αυθεντικά συντηρητικούς στοχαστές, όπως ο Ράσελ Κερκ, για να προωθήσουν στην κοινωνία και την εξουσία τις απόψεις «νεοδεξιών» καπιταλιστών, όπως ο Γουίλιαμ Μπάκλεϋ.

Αυτή η συνταγή ανάσχεσης της κοινωνικής και πολιτικής δυναμικής του εθνικισμού αποδεικνύεται αποτελεσματική μέχρι σήμερα. Ασφαλώς η αποτελεσματικότητα της εν λόγω συνταγής γίνεται μεγαλύτερη και λόγω των λιποταξιών από πολιτικούς του εθνικιστικού χώρου. Περσόνες όπως ο Φίνι και ο Βορίδης αποτελούν καταγέλαστα παραδείγματα ιδεολογικής απογύμνωσης προς όφελος των συμφερόντων του εξουσιαστικού φιλελευθερισμού της μεταπολεμικής νεωτερικότητας. Αλλά και περιπτώσεις όπως αυτή του Σαλβίνι δείχνουν να εντάσσονται στον ίδιο παρονομαστή. Στην ίδια κατάληξη δείχνουν να οδηγούν και οι ιδεολογικές εκπτώσεις παλαιότερων εθνικιστικών κομμάτων. Το συμπέρασμα είναι ότι όσο ο εθνικισμός θα γίνεται αρεστός σε μεγαλύτερες κοινωνικές ομάδες τόσο το σύστημα εξουσίας θα κατασκευάζει «νεοδεξιά» αναχώματα για να μην του επιτρέπει να εκφραστεί όπως πραγματικά είναι.

Στην Ελλάδα η χρήση του εργαλείου της «νέας δεξιάς» άρχισε να γίνεται συστηματική από την εποχή που αναρριχήθηκε στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας ο Αντώνης Σαμαράς. Το «σύστημα Σαμαρά» έπαιξε τολμηρά το χαρτί της «νεοδεξιάς». Δεν κατάφερε, όμως, τον τελικό του σκοπό γιατί έκανε δυο λάθη τακτικής. Πρώτον θέλησε να κρατήσει τους αγανακτισμένους συντηρητικούς ψηφοφόρους εντός της Νέας Δημοκρατίας. Και, δεύτερον, όταν αυτό δεν έγινε εφικτό, δοκίμασε να στριμώξει την Χρυσή Αυγή, το κόμμα δηλαδή που αντλούσε δυναμική από εκείνες τις ψήφους, με πραξικοπηματικά μέσα και με την πριμοδότηση άλλων νεοεθνικιστικών σχηματισμών. Και οι δυο επιθετικές επιλογές του Αντώνη Σαμαρά αποδείχτηκαν στην πράξη άκαρπες. Αντίθετα ο σημερινός αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, χρησιμοποιώντας πιο σωστά το εργαλείο της «νεάς δεξιάς», πέτυχε αυτό που ξεκίνησε ο Σαμαράς μοχλεύοντας την Χρυσή Αυγή (και τον εθνικιστικό χώρο συνολικά) εκ των έσω.

Σαφώς η Χρυσή Αυγή θα μπορούσε να αποφύγει την μόχλευση αν είχε υιοθετήσει μια σωστή στρατηγική. Πολλοί θεωρούν ότι το σημείο καμπής της ήταν ο θάνατος του Παύλου Φύσσα. Προσωπικά διαφωνώ. Ο θάνατος του Φύσσα μπορεί να ανέκοψε τον δημοσκοπικό της καλπασμό. Αλλά είδαμε πως για αρκετά χρόνια μετά από εκείνο το τραγικό περιστατικό τα εκλογικά της ποσοστά συνέχισαν να υπερβαίνουν το 6%. Νούμερο αρκετά υψηλό για να επιτρέψει σε ένα εθνικιστικό κόμμα να οργανώσει δομές και κοινωνικές βάσεις που θα άντεχαν για χρόνια.  Το στρατηγικό λάθος του συγκεκριμένου κόμματος πραγματοποιήθηκε πολύ νωρίτερα. Και συγκεκριμένα την διετία 2011-12. Τότε που μπορούσε να αποκομίσει ένα μεγάλο εκλογικό ποσοστό χωρίς να βασιστεί στους απογοητευμένους νεοδημοκράτες και δεν το έπραξε.

Στο κίνημα των Αγανακτισμένων της πλατείας Συντάγματος υπήρχαν μάζες συμπολιτών μας που έμπαιναν για πρώτη φορά συμμετοχικά στον πολιτικό στίβο και δεν προέρχονταν από την δεξιά. Πολλοί εξ αυτών είχαν ανοιχτά ώτα προς τις εθνικιστικές θέσεις. Αλλά, δυστυχώς, τέθηκαν σε δεύτερη μοίρα. Αντιθέτως οι απογοητευμένοι νεοδημοκράτες άρχισαν να μπουκάρουν, χωρίς τον απαραίτητο ενδοιασμό και δίχως κανείς να τους φιλτράρει ιδεολογικά και ηθικά, στον εθνικιστικό χώρο. Ήταν, όμως, προφανές ότι, πλην λίγων εξαιρέσεων, οι περισσότεροι απογοητευμένοι νεοδημοκράτες παρέμεναν βαθιά δεξιοί. Και αντιλαμβάνονταν τον εθνικισμό, εντελώς στρεβλά, ως μια πιο σκληρή δεξιά από αυτήν που υποστήριζαν μέχρι τότε.

Η Χρυσή Αυγή, στην οποία κυρίως κατευθύνθηκαν, τους αποδέχτηκε άκριτα, χωρίς να τους υποδείξει ότι έμπαιναν σε έναν διαφορετικό ιδεολογικό χώρο που θα όφειλαν να υιοθετήσουν και να σέβονται τις αρχές του. Έτσι οι απογοητευμένοι νεοδημοκράτες βαφτίστηκαν εν μια νυκτί εθνικιστές. Μόνο που τέτοιοι δεν έγιναν ποτέ. Συνέχισαν να δραστηριοποιούνται στον εθνικιστικό χώρο δίχως να έχουν εσωτερικεύσει τις ιδεολογικές θέσεις και τις αξίες του εθνικισμού. 

Όταν μετά από λίγο καιρό έμαθαν τον εθνικιστικό χώρο, απέκτησαν συμπάθειες και βρήκαν πρόσβαση σε χρήσιμες πληροφορίες ήταν πια έτοιμοι να λειτουργήσουν ως μια ποσοτικά κρίσιμη μαγιά της συστημικής «νεάς δεξιάς» (ή αν θέλετε του «νέο-εθνικισμού»), που φώλιασε σαν τοξικός μύκητας στα θεμέλια του, παραδοσιακά αδύναμου, ελληνικού εθνικιστικού χώρου. Το μόνο που περίμεναν ήταν το πέρασμα του χρόνου ώστε η τοξικότητά τους να δηλητηριάσει τις αδύναμες εθνικιστικές δομές. Κι όταν ερχόταν η κατάλληλη στιγμή θα έκαναν τις απαραίτητες κινήσεις ώστε να γίνουν αυτοί οι πρωταγωνιστές του παιχνιδιού και οι διαμορφωτές των συσχετισμών. Η κατάλληλη στιγμή φαίνεται πως ήρθε όταν ο Αντώνης Σαμαράς συμμάχησε με τον Κυριάκο Μητσοτάκη στις εσωκομματικές εκλογές της Νέας Δημοκρατίας.

Γι αυτή την εξέλιξη οι ευθύνες των μικρότερων ελληνικών εθνικιστικών ομάδων δεν είναι αμελητέες. Οι λεγόμενες αυτόνομες ομάδες δεν κατάφεραν όλα αυτά τα χρόνια να συνεννοηθούν, να απομονώσουν γνωστούς προβοκάτορες και να αποφύγουν τους μεταμοντέρνους πειραματισμούς. Έτσι, οι όποιες κοινωνικές τους παρεμβάσεις πνίγηκαν στον κουρνιαχτό που σήκωσαν οι κραυγές των «νεοεθνικιστών» bloggersκαι δημοσιογράφων, οι οποίοι εμφανίστηκαν με πολλές μάσκες. Άλλοτε ως «ανανεωτές του χώρου», άλλοτε ως βαθιά θρησκευόμενοι πατριώτες, άλλοτε ως χλαμυδοφόροι παγανιστές, κάποτε ως εσωτεριστές, σε κάποιες περιπτώσεις ως «απλοί άνθρωποι» που χρησιμοποιούσαν την κοινή λογική, πάντοτε όμως ως προβοκάτορες κι αντίπαλοι των παραδοσιακών εκδοχών του εθνικισμού τις οποίες δεν δίστασαν, πολλές φορές, να παρουσιάσουν ακόμη και ως υποκινούμενες από την αριστερά..!!

Σήμερα, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη, δύο είναι οι μορφές που μπορούν να έχουν κόμματα τα οποία απευθύνονται στους εθνικιστές ψηφοφόρους με στόχο να αποκομίσουν μαζική υποστήριξη. Η πρώτη είναι αυτή που καθιέρωσαν τα Εθνικά Μέτωπα της Βρετανίας και της Γαλλίας κατά την δεκαετία του ’70 και απλώθηκε πανευρωπαϊκά μέχρι το τέλος του αιώνα. Δηλαδή, η τελευταία μορφή του κλασικού εθνικιστικού κόμματος με τις ιδεολογικές καταβολές στην κοσμοθεωρία του Ρομαντισμού. Η μορφή του κόμματος που η πολιτική ανάλυση χαρακτηρίζει πολλές φορές ως νεοφασιστική. Η δεύτερη μορφή είναι αυτή του νεοδεξιού ή «νεοεθνικιστικού» κόμματος.

Οι διαφορές τους μπορεί να φαίνονται μικρές σε κάποιον απλό ψηφοφόρο αλλά είναι στην πραγματικότητα τεράστιες. Το κλασικό εθνικιστικό κόμμα είναι προσαρμοσμένο στην δημοκρατική διαδικασία αλλά, επειδή εξακολουθεί ν’ αντλεί τις θεωρητικές του καταβολές απ’ τον Ρομαντισμό, παραμένει παραδοσιοκρατικό. Είναι φιλεργατικό. Αντιμετωπίζει με επιφύλαξη την τεχνοκρατία. Στρέφεται ξεκάθαρα κατά της Ε.Ε και του ΝΑΤΟ. Χρησιμοποιεί την πολιτική ως πρακτική που τελικό της στόχο έχει να ανυψώσει τον ανθρώπινο βίο σε σχήματα ζωής διαφορετικά από εκείνα της καπιταλιστικής νεωτερικότητας. Συγκρούεται, δηλαδή, με τον πυρήνα της ηθικής του νεωτερικού καπιταλισμού.

Αντιθέτως, το νεοδεξιό (ή «νεοεθνικιστικό») κόμμα αποτελεί μια μεταμοντέρνα χάλκευση του εθνικιστικού. Δεν έχει τις ιδεολογικές του καταβολές στον Ρομαντισμό. Υπερασπίζεται την εθνική ταυτότητα, ενδεχομένως και με ρατσιστική φρασεολογία, αλλά αποδέχεται την ασυδοσία της αγοράς ως κάτι φυσικό. Αντικαθιστά τις φιλεργατικές και οικολογικές τάσεις του κλασικού ρομαντικού εθνικισμού με έναν ακαλαίσθητο αντισοσιαλισμό. Κριτικάρει μετριοπαθώς την Ε.Ε και δεν αναφέρεται καθόλου στο ΝΑΤΟ. Στρέφεται κατά των μεταναστών αλλά όχι και κατά της οικονομικής πολιτικής που προκαλεί την μετανάστευση. Το ηθικό του όραμα για τον άνθρωπο είναι αστικό και δεν έχει σε τίποτε να κάνει με την ιδεαλιστική πίστη του ρομαντικού εθνικισμού στην χρήση της πολιτικής ως μέσο ανάτασης του ανθρώπινου βίου. Τα μέλη του, για να καλύψουν την αντιφατικότητα των αρχών του, συχνά δεν το χαρακτηρίζουν ως εθνικιστικό αλλά ως «πατριωτικό».

Το παραδοσιακό εθνικιστικό κόμμα κάνει έναν ιδεολογικό ελιγμό για να αποφύγει δυσάρεστες νομικές συνέπειες και για να αποκτήσει πρόσβαση στο μεταπολεμικό πεδίο της πολιτικής μάχης. Το «νεοεθνικιστικό» κόμμα κάνει έναν ιδεολογικό ελιγμό για να αποκτήσουν τα μέλη του πρόσβαση στον πυρήνα της αστικής εξουσίας. Το παραδοσιακό εθνικιστικό κόμμα εναντιώνεται πολιτικά, οικονομικά, αισθητικά και ηθικά στην παγκοσμιοποίηση γιατί την αντιμετωπίζει ως εκδοχή του εξουσιαστικού διεθνισμού, που εγκαθίδρυσαν οι εκφραστές της πολιτικής θεωρίας του Διαφωτισμού κατά την εποχή της νεωτερικότητας. Το «νεοεθνικιστικό» κόμμα υποστηρίζει ότι εναντιώνεται στην παγκοσμιοποίηση, αλλά μιλά μόνο για την μεταναστευτική πολιτική. Αδιαφορεί για το γεγονός ότι η παγκοσμιοποίηση δεν βασίζεται μόνο στην μετακίνηση πληθυσμών προς την Ευρώπη, αλλά και στην ηθική και πολιτιστική αλλοίωση των κοινωνιών από τα πρότυπα του καταναλωτικού καπιταλισμού. Κοντολογίς, το «νεοεθνικιστικό» κόμμα δεν είναι στην πραγματικότητα εθνικιστικό. 

Στην Ελλάδα ακούμε σήμερα τους «νεοεθνικιστές» να μιλούν για την ανάγκη μιας «ενότητας του πατριωτικού χώρου», που δεν θα σκοντάφτει σε ιδεολογικές διαφωνίες. Πρέπει να ζούμε στην μοναδική χώρα του κόσμου που ενεργά πολιτικοί άνθρωποι εκστομίζουν τέτοιες ανοησίες. Θα είχε ενδιαφέρον να τους εξηγούσε κανείς ότι ένας πρωτοετής πολιτικός επιστήμονας, σε κάποιο ίδρυμα της υποσαχάριας Αφρικής, γνωρίζει πως η ιδεολογική συμφωνία είναι η πρώτη απαραίτητη προϋπόθεση μιας πολιτικής συνεργασίας. Και πως είναι είτε σχιζοφρενικό είτε αστείο να υποστηρίζουν ότι μια πολιτική συνεργασία μπορεί να οικοδομηθεί μοναχά πάνω σε ένα συναίσθημα που επικαλούνται όλοι και οφείλουν να έχουν όλοι, όπως είναι ο πατριωτισμός, και όχι πάνω σε κοινές ιδέες και αξίες.

Στην Ελλάδα σήμερα ακούμε τους «νεοεθνικιστές» να υποστηρίζουν ότι εναντιώνονται στην παγκοσμιοποίηση και πως επιδιώκουν την επιστροφή στο εθνικό κράτος. Θα είχε ενδιαφέρον να τους υπενθυμίσει κανείς πως όταν οι εθνικιστές εναντιώνονται στην παγκοσμιοποίηση δεν αναφέρονται μόνο τις μεταναστευτικές ροές. Στην, πριν του 1992, Ελλάδα δεν υπήρχαν μεγάλες μεταναστευτικές κοινότητες. Το ελληνικό κράτος ήταν, υπό αυτή την έννοια, εθνικό. Αυτό οραματίζονται άραγε οι «νεοεθνικιστές»; Την επιστροφή στο κράτος του Ξενοφώντα Ζολώτα και του Τζαννή Τζαννετάκη;

Το κράτος και η οποιαδήποτε οργάνωση του δημόσιου βίου αποτελούν για τον αληθινό εθνικιστή επίκεντρα μιας εντελώς διαφορετικής προσέγγισης. Δεν αγωνίστηκε ο Ίωνας Δραγούμης και οι υπόλοιπες σπουδαίες προσωπικότητες του ελληνικού εθνικισμού για να εκμεταλλεύονται οι καπιταλιστές τους εργαζόμενους σε ένα εθνικό περιβάλλον. Ούτε για να επικρατήσουν ως κοινωνικές αξίες τα υλιστικά σχέδια των υποτιθέμενα απλών ανθρώπων της «καθημερινής λογικής». Ούτε, ασφαλώς, για να μετατραπούν οι Έλληνες σε νεοραγιάδες των δυνάμεων της αγοράς, σε αριθμητικά δεδομένα κάποιων τεχνοκρατών και σε επαρχιώτες σερβιτόρους των χαρτογιακάδων της Ε.Ε. Η κοσμοθέαση του Ρομαντισμού αποτελεί διαχρονικό φάρο των αληθινών εθνικιστών. Και τους καλεί να συγκρουστούν μέχρις εσχάτων με τον εξουσιαστικό υλισμό της νεωτερικότητας.

Κάθε αληθινά εθνικιστικό κόμμα έχει μια εξαιρετικά δύσκολη αποστολή. Αλλά και ένα εξαιρετικά σημαντικό ιδεολογικό υπόβαθρο. Οφείλει να το σεβαστεί και να αγωνιστεί προκειμένου να υποτάξει την πραγματικότητα στις ιδέες του. Αν δεν τα καταφέρει θα έχει τουλάχιστον υπηρετήσει τις αξίες του. Και αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό. Αλλά για τους «νεοεθνικιστές» αστούς της εποχής μας τίποτε μη μετρήσιμο, μη ποσοτικό και μη χρηστικό δεν έχει σημασία. Ιδίως όταν αδημονούν για την ενότητα των «πατριωτικών δυνάμεων», όπως φοβικά αποκαλούν τον εθνικιστικό χώρο, που ευελπιστούν ότι θα τους εξασφαλίσει απολαβές.

Τα νεοδεξιά κόμματα είναι το δέλεαρ του συστήματος εξουσίας. Ο εξουσιαστικός καπιταλισμός κατάφερε αρχικά να αλλοιώσει το πολιτικό στρατόπεδο της αριστεράς. Με το να προωθήσει τα λεγόμενα «κοινωνικά κινήματα» (φεμινισμός, εναλλακτική αριστερά, Μάης ’68 κλπ) εξοβέλισε τον παραδοσιακό σοσιαλισμό από τον αριστερό λόγο και εκφύλισε συνολικά την αριστερά σε ένα προοδευτικό δεκανίκι του κυρίαρχου φιλελευθερισμού. Ο «νεοεθνικισμός» προορίζεται να κάνει το ίδιο πράγμα στην αντίπερα όχθη. Να αδειάσει, δηλαδή, τον εθνικισμό από περιεχόμενο, να τον απομακρύνει από τις ρομαντικές θεωρητικές του καταβολές και να τον μετατρέψει σε μια αντιδραστική εκδοχή του κυρίαρχου φιλελευθερισμού.


Και στην Ελλάδα της εποχής μας οι τελευταίες εξελίξειςδείχνουν ότι υπάρχουν πολλοί που, απ’ ότι φαίνεται, θέλουν να αναλάβουν τέτοιους ρόλους και αποστολές. Θα τα καταφέρουν, άραγε; Με ένα τόσο άβουλο και απαίδευτο πολιτικά εκλογικό σώμα όλα είναι πιθανά. Ο ελληνικός εθνικισμός ενδέχεται να ισοπεδωθεί τελικά από τους νεοδεξιούς ζητωπατριώτες. Ή μήπως όχι; Ο καιρός γαρ εγγύς …

Ο Τόμας Καρλάιλ και η έννοια του χαρισματικού ηγέτη



Οι καταβολές της ιδέας που θέλει ορισμένους «ξεχωριστούς ανθρώπους», οι οποίοι εμπνεόμενοι από ένα «θείο πνεύμα» μπορούν να κατευθύνουν την ανθρώπινη ιστορία στα πέρατα των ενοράσεών τους, ανάγονται στα προνεωτερικά χρόνια. Ενδεικτικό παράδειγμα ενός τέτοιου διανοητή, που έγραψε κατά την ιστορική περίοδο της Αντιμεταρρύθμισης, είναι ο Ισπανός εκπρόσωπος του φιλοσοφικού ρεύματος του κονσεπτισμού, Μπαλτάσαρ Γκρασιάν (1601-1658). Αναφέρομαι στην περίπτωση του Γκρασιάν γιατί υπήρξε ένας από τους διανοητές που, προκειμένου να περιγράψουν τους «ξεχωριστούς άντρες» της ιστορίας, χρησιμοποίησε τον όρο «ήρωες[1]». Ο ίδιος όρος χρησιμοποιήθηκε από μεταγενέστερους διανοητές. Ακόμη και από νεορομαντικούς διανοητές της εποχής του μεσοπολέμου, όπως ο Ιωάννης Συκουτρής (1901-1937)[2]. Ωστόσο, σε αυτό το άρθρο θα σταθώ στον Τόμας Καρλάιλ (1795-1881).

Ο Καρλάιλ αποτέλεσε την πλέον ενδεικτική περίπτωση του πως έγινε αντιληπτός ο ιστορικός ρόλος του «ξεχωριστού ανθρώπου» στους διανοητές του Ρομαντισμού. Σύμφωνα με τον Zeev Sternhell, κανείς Βρετανός του 19ου αιώνα δεν υπέστη στο ίδιο μέτρο με τον Καρλάιλ την επιρροή του Φίχτε, του Γκαίτε και του Νοβάλις, καθώς και του γερμανικού Ρομαντισμού γενικότερα[3]. Έχοντας υιοθετήσει την φιλοσοφική σκέψη του ρομαντικού ιδεαλισμού, ο Καρλάιλ θεώρησε ότι όλοι οι ανθρώπινοι θεσμοί είναι ορατά σύμβολα μιας «εσωτερικής πραγματικότητας» του κόσμου. Αυτή η «εσωτερική πραγματικότητα», σύμφωνα με τον Καρλάιλ, εκφράζει μια αλήθεια των πραγμάτων η οποία βασίζεται σε μια θεία ιεράρχηση. Ο ανθρώπινος βίος, προκειμένου να είναι ουσιαστικός, οφείλει να σεβαστεί αυτή την ένθεη ιεράρχηση και να βασιστεί επάνω της. Αν το πετύχει, θα δημιουργήσει συνθήκες Τάξης στον κόσμο της καθημερινότητας[4].

Ωστόσο, για τον Καρλάιλ, ο Διαφωτισμός και τα ιστορικά του προανακρούσματα διασάλευσαν την, εγκαθιδρυμένη στην ανθρώπινη ιστορία, Τάξη. Ο Sternhell σημειώνει πως τα σημαντικότερα δοκίμια του Καρλάιλ πραγματεύονται την άρνηση της δημοκρατίας, την περιφρόνηση της αριστοκρατίας που είχε εξαγοραστεί από το χρήμα των αστών, το μίσος για την αμερικανική δημοκρατία, την απέχθεια για τον υλισμό και την εκβιομηχάνιση, καθώς και την πίστη ότι υπάρχουν άνθρωποι που είναι εκ φύσεως δούλοι[5]. Απέναντι στον εξισωτισμό της νεωτερικότητας, ο Καρλάιλ υποστήριξε ότι στέκεται το διαχρονικό πρότυπο του «οδηγού της ιστορίας». Ορισμένοι «ξεχωριστοί άνθρωποι», τους οποίους ο Καρλάιλ ονόμασε «ήρωες», έχουν την έμφυτη ικανότητα να αντιλαμβάνονται τις αρχές της εσωτερικής τάξης του κόσμου. Και το πεπρωμένο τους είναι να την διασφαλίσουν. Αλλά και οι κοινωνίες, στην φυσική τους κατάσταση, αναζητούν αυτούς τους ηγέτες. Οι «ήρωες» είναι στοιχεία της ίδιας της ύπαρξης των κοινωνιών[6]. Και η λατρεία των «ηρώων», η ίδια η ψυχή των κοινωνικών σχέσεων[7].


Οι «ήρωες» του Καρλάιλ είναι απεσταλμένοι του Θεού και μόνον αυτοί, από όλους τους ανθρώπους, βρίσκονται σε απευθείας επαφή με την εσωτερική πραγματικότητα του Σύμπαντος[8]. Αποστολή των «ηρώων» είναι να οδηγούν τον κόσμο σε έναν βίο εναρμονισμένο με την θεία αλήθεια. Κατά το παρελθόν οι «ήρωες» μπορεί να ονομάζονταν θεοί, όπως ο Όντιν, προφήτες, όπως ο Μωάμεθ, ιερείς, όπως ο Λούθηρος, ή ποιητές, όπως ο Σαίξπηρ. Η ιδιότητα δεν έχει σημασία. Είτε είναι προφήτης, είτε ποιητής, κάθε ήρωας, παντού και πάντοτε, στέλνεται σε εμάς για να μας αποκαλύψει [9]τον ιστορικό προορισμό, που είναι συμβατός με το «θείο μυστήριο[10]». 

για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο στον σύνδεσμο εδώ...

«Λοξίας διανοητής» και οι νεορομαντικοί της γενιάς του 1890


Σε μια σχετικά πρόσφατη μελέτη που εστιάζει στην πολιτική σκέψη και την ζωή του Ίωνος Δραγούμη (1878-1920), από τις πρώτες κιόλας σελίδες του εισαγωγικού κειμένου χρησιμοποιείται ο όρος «λοξίας»[1]. Πρόκειται για έναν όρο που ο συγγραφέας της εισαγωγής εξηγεί ότι περιγράφει πολιτικούς διανοητές, τους οποίους χαρακτηρίζει μια πολύ ιδιαίτερη μοναχικότητα. Ο Δραγούμης αντιμετωπίζεται ως ένας από αυτούς. Ως κάποιος, δηλαδή, που προτείνει ένα εντελώς ιδιότυπο σύνολο ιδεών, επεξεργασμένο κι οργανωμένο σε μια ιδιαίτερη κοσμοθεώρηση για τις ανθρώπινες υποθέσεις[2], το οποίο παρέχει μια νέα θέαση για τη σχέση της κοινωνίας με το Πολιτικό [3]. Μάλιστα, την περιγραφή του «λοξία» συνοδεύει η πεποίθηση πως η αντίδραση που μπορεί να προκαλέσει στους όποιους αντιπάλους αυτή η νέα πρόταση, μπορεί να φθάσει έως και τη φυσική εξόντωση[4] του «λοξία» διανοητή. Υπερβολική ή μη, αυτή είναι η συνηθισμένη αντιμετώπιση του Δραγούμη από τους περισσότερους μελετητές του[5]. Αναπόφευκτα, λοιπόν, η αποδοχή ή η απόρριψη της συγκεκριμένης αντιμετώπισης αποτελεί ένα ενδιαφέρον ζήτημα.

Ενδεχομένως, μια καλή αρχή προκειμένου να εξετασθεί αυτό το ζήτημα να είναι η ιστορική παρατήρηση του θέματος από δυο οπτικές γωνίες. Συνήθως όσοι αποδέχονται την «λοξή» ιδιαιτερότητα της πολιτικής σκέψης του Δραγούμη, εντάσσουν την ανάγνωση της περίπτωσής του στο κάδρο των ελληνικών ιστορικών δρώμενων της εποχής κατά την οποία έδρασε ως διανοητής και πολιτικός. Προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι αν εξετασθεί ως περίπτωση του ελληνικού, διανοητικού και πολιτικού, γίγνεσθαι της εποχής του, ο Δραγούμης μπορεί να θεωρηθεί ως μέρος μιας μικρής ομάδας ανθρώπων, που υιοθέτησαν έναν παρόμοιο διανοητικό προσανατολισμό. Δεν είμαι σίγουρος, όμως, αν μπορούμε να μιλάμε για κάποιον «λοξία», όπως συνήθως αντιμετωπίζεται.

Ασφαλώς συγκρίνοντας τις ιδέες, τα κείμενα και τις συμπεριφορές του Δραγούμη με εκείνες άλλων διανοητών που ακολούθησαν, σε γενικές γραμμές, έναν κοινό προσανατολισμό με αυτόν, είναι εύκολο να εντοπιστούν ορισμένες καθαρά προσωπικές του ιδιαιτερότητες. Ωστόσο, δεν υπήρξε απομονωμένος και άνευ ομοϊδεατών ή φιλικών συνομιλητών, ώστε να δικαιολογηθεί ο χαρακτηρισμός του «λοξία». Ο Περικλής Γιαννόπουλος[6], ο Κωστής Παλαμάς[7], ο Άγγελος Σικελιανός[8], ο Νίκος Καζαντζάκης[9] καθώς και άλλοι Έλληνες συγγραφείς της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου υιοθέτησαν παρόμοιες αρχές. Η Κλεοπάτρα Λεονταρίτου, εστιάζοντας στον Καζαντζάκη[10], έχει εξηγήσει αναλυτικά πως το διανοητικό αυτό ρεύμα είχε την ρίζα του στην θεωρία του Ρομαντισμού και αποτέλεσε μια νεορομαντική ιδεαλιστική αντίδραση στην επικράτηση του φιλελεύθερου ορθολογισμού, κατά τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα.

Αναμφίβολα, η ύπαρξη του συγκεκριμένου νεορομαντικού ρεύματος στην Ελλάδα του fin de siècle και των αρχών του 20ου αιώνα δεν συνεπάγεται ότι μπορεί να γίνει λόγος για μια απόλυτη ταύτιση προσεγγίσεων από τους εκφραστές του. Ούτε και προκάλεσε την γέννηση ενός οργανωμένου πολιτικού ή κοινωνικού κινήματος. Αυτό, ωστόσο, δεν αναιρεί το γεγονός ότι η περίπτωση του Δραγούμη εντάσσεται σε ένα πλαίσιο Ελλήνων διανοητών, με μάλλον μικρή πολιτική επιρροή αλλά και σαφώς μεγαλύτερη αναγνωστική δημοφιλία, που στην συγκεκριμένη ιστορική περίοδο οι προβληματισμοί τους βασίστηκαν σε κάποιες κοινές ιδεολογικές αφετηρίες[11].


Συνεπώς, κρίνω πως δύναται να ελεγχθεί η προσέγγιση που εμμένει στην ιδιαίτερη μοναδικότητα της περίπτωσής του Δραγούμη. Η αμφιβολία για την ορθότητα αυτής της προσέγγισης γίνεται πιο ισχυρή αν εξεταστεί η περίπτωση του Δραγούμη και από μια δεύτερη ιστορική οπτική. Εκείνη που έχει να κάνει με το ευρωπαϊκό ιστορικό γίγνεσθαι της εποχής. 

για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο εδώ...

Thomas Carlyle και η Ηρωολατρεία



του Λέοντος Σγουρού

Μέσα στον 19ο αιώνα  και την κατάρρευση που υπήρξε στους παλαιούς θεσμούς και το αποτυχημένο -και αιματηρό- ‘’πείραμα’’ της Γαλλικής Επανάστασης, πολλά μεγάλα πνεύματα αναζήτησαν την απάντηση στο ερώτημα : «πως κινείται ο κόσμος μας και  ποια η θέση του ατόμου μέσα σε αυτόν; ».

Ένα τέτοιο μεγάλο πνεύμα  υπήρξε και ο Thomas Carlyle, ο οποίος αναζητώντας  τα Πεπρωμένα του Ανθρώπου, μακριά τόσο από τον όψιμο  Επιστημονικό Ορθολογισμό της Εποχής του, όσο και από τις αντιλήψεις του Παρελθόντος, συνέθεσε  αυτό που ονόμασε Ηρωολατρεία.

 Η Ηρωολατρεία σαν θεώρηση σημαίνει πρακτικά την επαναστατική αυτή αντίληψη ότι το Αρχέτυπο, του Ειλικρινούς και Καθοδηγούμενου από μια εσωτερική φωνή της Αλήθειας του Κόσμου Ανθρώπου, είναι ο Ήρωας. Ο Ήρωας εμφανίζεται σε διάφορες μορφές στην ανθρώπινη Ιστορία και διαμορφώνει τον Ανθρώπινο  Πολιτισμό, με άλλες από αυτές να αποτελούν καθαρές μορφές του Ήρωα  και άλλες αλλοτριωμένες.

Οι μορφές  αυτές είναι η Θεότητα (π.χ. Όντιν), ο Προφήτης (π.χ. Μωάμεθ), ο Ποιητής (π.χ. Δάντης, Σαίξπηρ), ο Ιερέας (π,χ, Λούθηρος, Κνοξ), ο Συγγραφέας (π.χ. Τζονσον, Ρουσσώ, Μπερνς) και τέλος ως Βασιλιάς (π.χ. Κρόμγουελ, Ναπολέων).

Θα ήταν κουραστικό να αναλύσουμε κάθε κατηγορία ξεχωριστά τόσο για τον αναγνώστη, όσο και για την ίδια την δομή ενός άρθρου σκιαγράφησης  των βασικών θέσεων ενός συγγραφέα.

 Σε γενικές γραμμές όμως ο Ήρωας ως Θεότητα είναι η καθαρότερη μορφή Ήρωα, ο οποίος, μέσα στην αγριότητα και στην έλλειψη πολιτισμού μιας βάρβαρης  εποχής, με το παράδειγμά του οικοδομεί την πρώτη  οργανωμένη κοινότητα και ταυτόχρονα την πρώτη μορφή στιβαρής αντίληψης του θρησκευτικού Μύθου. Οι υπόλοιπες μορφές σιγά σιγά χάνουν στοιχεία από την αρχική Ειλικρίνεια και Αγνότητα του χαρακτήρα τους, οι οποίες όμως είναι αυτές οι ιδιότητες  που θεμελιώνουν την Επικοινωνία με  την Βαθύτερη Ουσία του Κόσμου. Και έτσι αρχίζουν να έχουν ξεθωριασμένη ερμηνεία του εσώτερου καλέσματος που νιώθουν.

Αυτή η αντίληψη για τον Νίτσε φάνταζε, ορθά ως έναν βαθμό, υπερβολικά ρομαντική και ταυτόχρονα σαν μια προσπάθεια να βρει την θρησκευτική Πίστη που έχασε, κατά αυτόν, ο  Carlyle. Παρά ταύτα δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε το συγγενές Ριζοσπαστικό και Αριστοκρατικό πνεύμα, που εντοπίζουμε με μεγαλύτερη εριστικότατα και δυναμικότητα και στον ίδιο τον Νίτσε.

 Δηλαδή το πνεύμα του Τραγικού Ανθρώπου που θέλει σε μια εποχή διάλυσης να επιλέξει έναν Τρίτο Δρόμο, μακριά τόσο από τους απαρχαιωμένους Μοναρχικούς Θεσμούς όσο και από την μετα-Διαφωτιστικές δημοκρατικές λύσεις.

 Είναι  αυτό που αργότερα εντοπίζουμε πρώιμα στην Συντηρητική Επανάσταση και σε όλο αυτό το πνευματικό κύμα, που ονομάστηκε Ορθά Αντιδραστικός Μοντερνισμός από κάποιους μελετητές, και επηρέασε καίρια τον Φασισμό και τον Εθνικοσοσιαλισμό. Στον οποίο  οφείλεται η δημιουργία της επαναστατικής αντίληψης για την σύνθεση μιας νέας Ελίτ Δυναμικών Ανθρώπων, που ταυτόχρονα όμως θα προσδοκούσαν το καλό της κοινωνικής Ολότητας, όπου και άνηκαν, και δεν θα βρίσκονταν απομονωμένοι από τον Κόσμο.

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ: Οι Νέοι Ρομαντικοί - Νορβηγικό Black Metal και Εθνική Ταυτότητα.



Δημοσιεύτηκε στο militant.zone

του Christopher Morris

μετάφραση: Noeton






Στη δεκαετία του 1990, μια μουσική υποκουλτούρα γνωστή ως Νορβηγικό Black Metal αποτέλεσε ένα καλλιτεχνικό και ηχητικό χτύπημα με  τα ουρλιαχτά του, την “evil” αισθητική του και την παραβατική του ιδεολογία. Έκανε, επίσης, την εμφάνιση του στα διεθνή πρωτοσέλιδα μαζί με το κύμα της εγχώριας τρομοκρατίας σε όλη τη Νορβηγία τότε. Μεταξύ του 1992 και του 1996, τα μέλη της σκηνής ήταν υπεύθυνοι για περίπου πενήντα περιστατικά εμπρησμού εκκλησιών, δύο γνωστές δολοφονίες και πολλές ανεκπλήρωτες εγκληματικές απειλές. Ωστόσο, προσφέροντας καμία απολογία, το Νορβηγικό Black Metal έκτοτε πλαισιώθηκε εκ νέου και αγκαλιάστηκε ως έκφραση της «φαντασιακής κοινότητας», κατά την έννοια του Benedict Anderson, της νορβηγικής εθνικής ταυτότητας. Αυτή η πολιτιστική αποδοχή ως όχημα για την εθνική ταυτότητα οφείλεται στην ιδιοποίηση του υπο-είδους οικείων πολιτιστικών στοιχείων : τις «εθνικές φαντασιώσεις» του 19ου  αιώνα τα οποία ήταν τα δομικά στοιχεία της Νορβηγικής συλλογικής ταυτότητας.






Οι αποδείξεις αυτού του νέου ορισμού είναι άφθονες. Είκοσι χρόνια μετά, το black metal είναι το νούμερο ένα εξαγώγιμο πολιτιστικό προϊόν της Νορβηγίας. Η νορβηγική κυβέρνηση προσφέρει γνώσεις για το black metal για τους διπλωμάτες και η σκηνή έχει επαινεθεί για την προώθηση της νορβηγικής γλώσσα, τον πολιτισμό της και τον τουρισμό. Το 2001, τα βραβεία Grammy της Νορβηγίας, Spellmannprisen, εισήγαγε την κατηγορία "Metal" με το πρώτο βραβείο να πηγαίνει στη black metal μπάντα Dimmu Borgir. Οι περισσότεροι υποψήφιοι και νικητές έκτοτε ανήκουν σ’αυτό το υπο-είδος. Η μπάντα Taake ήταν υποψήφια το 2012 για το άλμπουμ "Norges Vaapen" (Όπλο της Νορβηγίας) και υπερασπίστηκε από την επιτροπή των βραβείων, όταν ο δίσκος είχε επικριθεί ως προσβλητικός και μισαλλόδοξο. Μουσεία έχουν φιλοξενήσει black metal εκθέσεις τέχνης και εικαστικοί καλλιτέχνες έχουν εμπνευστεί από την υπο-κουλτούρα για τις ζωγραφιές τους. Στις 28 Μαΐου 2011, οι Dimmu Borgir ανέβηκαν στη σκηνή στο γήπεδο Oslo Spektrum, παράλληλα με την Νορβηγική Ραδιοφωνική Ορχήστρα σε μια sold-out συναυλία εκπομπή ζωντανά στη νορβηγική τηλεόραση. Υπάρχει ακόμη και ένα Νορβηγικό Black Metal διακοσμητικό βιβλίο με υπέροχες φωτογραφίες.

Η κατανόηση αυτής της ενδεχόμενης πολιτιστικής αποδοχής αρχίζει με τη διερεύνηση των κινήτρων για τις βίαιες απαρχές της σκηνής. Το Νορβηγικό Black Metal συστήθηκε στον κόσμο ως έκφραση ταυτότητας ήταν τα γνωστά εγκλήματα που έγιναν. Σε αντίθεση με την πεποίθηση των περισσοτέρων, δεν ήταν το αντι-Χριστιανικό συναίσθημα στο όνομα του Σατανισμού που ενέπνευσε τα επεισόδια. Αν και μια σατανική αισθητική και φιλοσοφία θα μπορούσε να χρησιμοποιούνταν συμβολικά, έχει δηλωθεί, και διατηρείται αυτή η δήλωση από τους συμμετέχοντες και τους ιδεολογικούς απολογητές, ότι οι εμπρησμοί ήταν πράξεις εκδίκησης εναντίον της θρησκείας η οποία επισκίασε τη Σκανδιναβική κουλτούρα μία  χιλιετία πριν. Οι πράξεις που έγιναν στο όνομα της γερμανικής νεο-ειδωλολατρείας από εκείνους που αισθάνονται μια αίσθηση του καθήκοντος σε μια παλιά Σκανδιναβική κληρονομιά. Αν και οι δράσεις αντιμετωπίστηκαν με δημόσια περιφρόνηση και καταγγελία, οι οπτικές άλλαξαν τη στιγμή που οι πυρκαγιές είχαν καταλαγιάσει και οι υπεύθυνοι μπήκαν στη φυλακή. Η μουσική πορεία παρέλασε σε διεθνή εμπορική επιτυχία και αναγνώριση που επιτρέπει την προσοχή να μετατοπιστεί από τις παραβάσεις της υπο-κουλτούρας σε άλλα χαρακτηριστικά.



Μεταξύ αυτών των χαρακτηριστικών είναι εκφράσεις της πολιτιστικής κληρονομιάς και του εθνικισμού στους στίχους της μουσικής, στα έργα τέχνης, στο υλικό και στις εμφανίσεις επί σκηνής. Οι εννοιολογήσεις της Νορβηγίας ως έθνος και η «Νορβηγικοσύνη» του συνόλου των πολιτών έχουν τις ρίζες τους στη «ρομαντική περίοδο» του δεκάτου ένατου αιώνα της χώρας  και με τους Νορβηγικούς Black Metal καλλιτέχνες που είχαν τέτοια πολιτισμικά θεμέλια, δεν αποτελεί έκπληξη ότι είναι από αυτήν την εποχή που οι καλλιτέχνες αυτοί έχουν βρει έμπνευση. Η περίοδος ξεκίνησε με τη σύνταξη του νορβηγικού συντάγματος το 1814 δίνοντας τη Νορβηγία αυτο-διακυβέρνηση, για πρώτη φορά εδώ και αιώνες (αν και ακόμα αναγνώριζαν τη σουηδική κορώνα). Μια πολιτιστική έκρηξη στην τέχνη, τη λογοτεχνία, τη γλώσσα και άλλα βοήθησαν τους Νορβηγούς να ορίσουν ποια κατεύθυνση θα πάρουν. Η συνδυασμένη πολιτιστική παραγωγή προσέφερε την κοινωνιολογική "σταθερότητα" που απαιτείται για μια φαντασιακή κοινότητα, καθώς ο κόσμος που δημιουργήθηκε μέσα σε αυτές τις κατασκευές έγινε η ονειρική κοινή εμπειρία στον έξω κόσμο, ακριβώς όπως ο Andersen εξηγεί χρησιμοποιώντας το μυθιστόρημα ως μια τέτοια συσκευή. Αυτές οι κατασκευές ακόμα αντηχούν αφού δημιούργησαν ένα «σταθερό, στερεό συγχρονισμό μέσα στο χρόνο» που επιτρέπει τη σύγχρονη φαντασιακή κοινότητα του έθνους να φανταστεί τον εαυτό της στην παρούσα με τον ίδιο τρόπο που η κοινότητα είχε συλληφθεί ως σκέψη στο παρελθόν, ως εκ τούτου, να δει τον εαυτό της ως μέρος μιας  διαχρονικής εθνικής ιδιομορφίας.


Όταν κοιτάξει κάποιος τις ιδιοποιήσεις του Νορβηγικό Black Metal, τρία σημεία του ρομαντικού εθνικισμού του δέκατου ένατου αιώνα ξεχωρίζουν ως ιδιαίτερης σημασίας. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι άλλα ρομαντικά στοιχεία της εποχής δεν ήταν ενδιαφέροντα ή χρήσιμα για την metal κοινότητα αλλά τα πιο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα μπορούν να βρεθούν σε τρεις κυρίαρχες εκφράσεις: έργα ζωγραφικής (και τα ειδικά θέματα που κρύβουν), τη λογοτεχνία και τη γλώσσα. Από εκεί, συγκεκριμένα παραδείγματα στίχων, εξώφυλλα από άλμπουμ και άλλους τρόπους έκφρασης μπορούν να εξεταστούν στο πλαίσιο της υπεράσπισης μια συλλογικής ταυτότητας.



Πίνακες ζωγραφικής της περιόδου έκαναν περισσότερα από κάθε άλλο μέσο για να εμπνεύσουν την αίσθηση του εθνικισμού. Νορβηγικοί καλλιτέχνες όπως ο Hans Gude, Adolph Tidemand, JC Dahl, και ChristianKrohg, κυριολεκτικά απεικόνισαν τη Νορβηγική ζωή. Ένα κοινό γνώρισμα μεταξύ των έργων τους ήταν μια επίδειξη της αγάπης για, και της σχέση με, τη μαγευτική φύση της Νορβηγίας. Σε σύγκριση με τις επίπεδες εκτάσεις της Δανίας και της Σουηδίας, τα συγκλονιστικά τοπία της Νορβηγίας έγιναν ένα σημείο της υπερηφάνειας για τους. Φυσικό περιβάλλον, με την μορφή των μεγαλοπρεπών φιορδ, απέραντα δάση, οροσειρές ή σαρωτικά πεδία ήταν οι επιλογές του ζωγράφου. Η συνεργασία Gude και Tidemand το 1848, Brudfarden i Hardanger (Η νυφική ​​πομπή στο Hardanger), που απεικονίζει την πομπή ναυσιπλοΐας που πλαισιώνεται από τα βαθιά φιόρδ της περιοχής στέκεται ως το πιο διεθνώς διάσημο παράδειγμα.

Μέσα σε αυτές τις σκηνές είναι πιο συχνά απεικονίσεις της επαρχιακής αγροτιάς, ένα σύμβολο της ιστορίας της Νορβηγίας της ισοπολιτείας και υπερηφάνειας στις συχνά απεικονιζόμενες γεωργικές ή αλιευτικές κοινότητες γύρω από τα οποία είχε βασιστεί η νορβηγική ζωή. Η Νορβηγική σημαία, που εγκρίθηκε το 1821,  ήταν επίσης μια κοινή λεπτομέρεια που γνωστοποιούσε ότι αυτό ήταν μια σκηνή από τη Νορβηγία σε επίδειξη. Αυτό το απόλυτο σύμβολο του εθνικισμού εμφανίστηκε κυρίως σε παραστάσεις του εορτασμού των αγροτών ή πένθους, όπως στη Likferd på Sognafjord(νεκρική πομπή στο Sognefjord, 1853) του Gude. Το 17. Mai 1893 (1893) του Krohg είναι ένα από τα λίγα αστικά παραδείγματα (με βάση τον τρόπο ντυσίματος) που έδειχνε ένα πλήθος ανθρώπων με μια σημαία να κυματίζει ψηλά γιορτάζοντας την Ημέρα του Συντάγματος της Νορβηγίας αλλά οι περισσότεροι διατήρησαν ένα ρομαντική, ακόμα και μυθικό, αγροτικό τρόπο ζωής .



Οι ρίζες ενός φανταστικού έθνους εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την κατασκευή ενός «ιδρυτικού μύθου».  Αυτή είναι μια αφήγηση που εξιδανικεύει τις ρίζες του έθνους και τη δημιουργία εθνικών ηρωικών προσώπων στα οποία ένας πληθυσμός μπορεί να εντοπίσει τις κοινές αξίες, τα έθιμα, ή καταγωγή. Το έθνος αποτελείται από μια "επιλεκτική" κοινή ιστορική μνήμη και ο μύθος είναι ένα ζωτικό μέρος αυτής της επιλογής. Ενώ οι ζωγράφοι της Νορβηγικής ρομαντικής περιόδου δούλευαν για να δημιουργήσουν ένα τέτοιο μύθο, ηρωικές αφηγήσεις προϋπήρχαν στο Νορδικό κόσμο μικραίνοντας έτσι το χάσμα μεταξύ παρόντος και μακρινού παρελθόντος στην ιστορία για τη δημιουργία μιας πιο πλούσιας εθνικής αφήγησης. Η ιστορία των Viking έγινε μια δημοφιλής "επιλογή" και οι ζωγράφοι έβαλαν το χεράκι της στην εξάπλωσης της ιστορίας της νορβηγικής κουλτούρας πολύ πριν την ένωση με άλλα βασίλεια. Αυτή ήταν μια μέθοδος όχι μόνο υποστήριξης μιας μεγάλης ιστορίας αλλά και διεκδίκησης των επιτεύγματα της εποχής των Βίκινγκς, όπως αυτή του φανταστικού έθνους. Τα ταξίδια του Leif Eriksson και την "ανακάλυψη" της Βόρειας Αμερικής όπως ειπώθηκαν στο έπος Vinland, που έφερε σε καμβά ο Krohg το 1893, είναι ίσως το πιο γνωστό παράδειγμα, κάνοντας το επικό ταξίδι και τη λογοτεχνία ένα μέρος του εθνικού αφηγήματος. Απεικονίσεις του Odin και του Νορβηγικού πάνθεον ήταν επίσης πολιτιστικές επιτυχίες και καλύτερο παράδειγμα είναι ο πίνακας ζωγραφικής του Peter Nicolai Arbo το 1872 ονόματι Asgårdreisen (Το Άγριο Κυνήγι του Οντίν).



Αυτά τα έργα είναι εμπνευσμένα από τη λογοτεχνία του Snorre Sturlason, τον μεσαιωνικό Ισλανδό που έγραψε την ProseEdda, Skáldskaparmál και Heimskringla, που όλα έγιναν δημοφιλή στη Νορβηγία του δεκάτου ένατου αιώνα. Η Prosse Edda κράτησε ζωντανές τις ιστορίες και τις παραδόσεις της εποχής των Viking  και σαφώς διατύπωσαν το Νορβηγικό πάνθεον των θεών. Το Skáldskaparmál, μια συλλογή σκανδιναβικών ποιημάτων, ήταν ένας διάλογος ανάμεσα στους θεούς προσφέροντας Παλαιά Νορβηγική σοφία και χιούμορ. Το Heimskringla εξήγησε την καταγωγή των βασιλέων της Νορβηγίας στη μεσαιωνική περίοδο και πάλι δημιουργώντας μία σαφής προ-εθνική ιστορία έτοιμη για την ανάληψη από τους ρομαντικούς κονστρουξιονιστές. Αυτά τα λογοτεχνικά έργα δεν ήταν κατασκευές της εποχής, αλλά η πρωτόγνωρη μαζική δημοτικότητα τους ως μέρος της εθνικιστικής ιδέας ήταν σίγουρα. Τα πρώτα ευρέως διαθέσιμα δημόσια αντίγραφα όλων των τριών δημοσιεύθηκαν στη Νορβηγία στα μέσα της δεκαετίας του 1800 και το 1900 το ​​Νορβηγικό κοινοβούλιο ενέκρινε την κρατική χρηματοδότηση για τις νέες μεταφράσεις του Heimskringla.


Η Νορβηγική λαογραφία ήταν επίσης μια σημαντική λογοτεχνική συμβολή στην εθνική φαντασία. Οι Peter Christen Asbjørnsen και Jørgen Moe συνέλεξαν ιστορίες από όλη τη Νορβηγία με σκοπό την τυποποίηση και τη διατήρηση αυτών των ιστοριών, έτσι ώστε να αντικατοπτρίζεται το νορβηγικό Volkgeist (το πνεύμα και η ψυχή των ανθρώπων). Τα έργα είχαν δημοσιευθεί σε τμήματα μεταξύ 1840 και 1852 και «γεφύρωσαν το χάσμα μεταξύ του ένδοξου παρελθόντος των saga ... και της εθνικής αφύπνισης». Οι πρώτες εικονογραφημένες εκδόσεις ακόμη έκαναν χρήση των έργων των Gude, Arbo, Tidemand και άλλων διάσημων Νορβηγών ζωγράφων. Σε μεταγενέστερες εκδόσεις κατέτρεξαν στις απεικονίσεις του Theodor Kittelsen που έγιναν συνώνυμα με τα παραμύθια και εξακολουθούν να συνοδεύουν τις εκδόσεις σήμερα.


Το έργο των Asbjørnsen και Moe είχε πρόσθετη επίδραση στη Νορβηγική γλώσσα. Οι ιστορίες γράφτηκαν στις τοπικές διαλέκτους αλλά τυπώθηκαν σε Δανο-Νορβηγικό στυλ διατηρώντας την τοπική αίσθηση ενώ εξακολουθεί να είναι κατανοητό σε ένα αγγλόφωνο κοινό της Δανίας. Αυτό ήταν ένα κύριο συστατικό της σύγχρονης bokmål (γλώσσα του βιβλίου), η επίσημη γλώσσα της Νορβηγίας. Οι τοπικές διάλεκτοι έγιναν επίσης σημαντικές για την ανάπτυξη της nynorsk, της δεύτερης επίσημης γλώσσας της Νορβηγίας. Αυτή ήταν μια ρομαντικής εποχής κατασκευή και όχι μια οργανική γλωσσική ανάπτυξη μιας και ο Νορβηγός φιλόλογος Ivar Aasen στόχευσε να αναπτύξει μια γλώσσα για να μετακινήσει τη Νορβηγία μακριά από τα Δανο-Νορβηγικά. Ο Aasen μελέτησε διαλέκτους από όλη τη χώρα που ενώθηκαν και επισημοποιήθηκαν σε μια γραπτή γλώσσα. Το Νορβηγικό κοινοβούλιο ενέκρινε τη nynorsk ως δεύτερη γλώσσα της Νορβηγίας το 1885, αν και δεν έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ κατά περισσότερο από 15% του πληθυσμού.




Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η αναδυόμενη Νορβηγική Black Metal σκηνή είχε αρχίσει τη λήψη αυτών των θεμάτων με μεγάλη αγάπη χρησιμοποιώντας στίχους και εικόνες οικείες σε όλους όσους ταυτίζονται με τη Σκανδιναβική κληρονομιά και το νορβηγική εθνικισμό. Οι Darkthrone απ’ το Όσλο φαίνεται να είναι η πρώτη μπάντα της σκηνής που κάνουν λυρικές αναφορές σε μια συλλογική ταυτότητα στο ομώνυμο τραγούδι του 1991 απ’ το πρώτο τους άλμπουμ "A Blaze in the Northern Sky." Αν και αυτό το τραγούδι δεν δανείζεται ρητά οποιαδήποτε προφανή ρομαντικά θέματα, αν και υπάρχει μια αναφορά σε ένα βόρειο βασιλιά πιθανά γνωστό μέσω του Heimskringla, μια αλάνθαστη προσπάθεια γίνεται ώστε να συνδεθεί το κοινό σε μια μεγαλύτερη ταυτότητα:

Εκεί όπου οι μέρες είναι σκοτεινές και οι νύχτες το ίδιο
Το Λυκόφως ήπιε το Αίμα χιλίων Παγανών ανθρώπων

Χρειάστηκαν δέκα φορές εκατό χρόνια 

προτού ο Βασιλιάς στον βόρειο θρόνο

να μάθει τις διηγήσεις για τον εσταυρωμένο

Σύναξη ανανεωμένης απόλαυσης

Χίλια χρόνια πέρασαν από τότε

Χρόνια χαμένης περηφάνιας και λαγνείας

Ψυχές της βλασφημίας, ακούστε τον στοιχειωτικό ύμνο

Είμαστε μια λάμψη στον βόρειο ουρανό

Τα επόμενα χίλια χρόνια είναι δικά μας!

Εδώ κυριαρχεί η ντροπή στη "χαμένη περηφάνια" κάτω από το Χριστιανισμό και μια κλήση για να διεκδικήσουν την επόμενη χιλιετία για τους "Παγανιστές". Τελειώνοντας την τελευταία φράση με το "δικό μας" συνδέει τον τραγουδιστή και το κοινό με την ιστορία παίρνοντας μέρος στην ευθύνη της ντροπής μιας κοινής εμπειρίας. Οι "Παγανοί άνδρες" γίνονται συγγενείς στο Αίμα και η μάχη γίνεται προσωπική για τα μέλη του συλλογικού, όχι μόνο του καλλιτέχνη. Ένα πρώιμο παράδειγμα για την καθιέρωση ειδικής σύνδεσης με τη Νορβηγία, έχουμε τους στίχους του "Vikingland" (1994) από τους Satyricon οι οποίοι είναι πλούσιοι σε αναφορές στη ρομαντική περίοδο:


Μακριά μεταξύ ψηλών βουνών και βαθέων κοιλάδων
Μέσα από τα νορβηγικά δάση και τις σκοτεινές καλύβες
Πίσω από εδώ, ένα όνειρο πάνω από χίλια χρόνια πριν
Στη Χόρνταλαντ ήρθε η πανούκλα και έφερε το θάνατο και τη δυστυχία
Στο μαγεμένο δάσος φυτεύτηκαν ρίζες για μια βασιλεία που θα ερχόταν
Παγανή χώρα, χώρα των Βίκινγκ
Γη των μαύρων ψυχών,  χώρα των Βίκινγκ
Ενώ καταρράκτες και ρέματα της Telemark εξακολουθούν 
να ρέουν σε γοργά ρεύματα, όπως η ίδια η αιωνιότητα
Μια νέα εποχή ήρθε όταν ο κεραυνός βούιζε και η γη έτρεμε
Όπως όταν στους πολέμους των trolls για το 
ποιος θα κυβερνήσει το  Jotunheim
Μια νέα εποχή ήρθε όπου ο χειμώνας χτυπά και μαστιγώνει
Δεν υπάρχει καταφύγιο για τον μοναχικό
Περιπλανώμενο που αναζήτησε την ειρήνη στην Nordland
Εδώ πάνω κοντά στη φωτιά τα μεσάνυχτα μπορείς ακόμα να δεις
Έρχονται σαν άγρια ζώα έξω από το σκοτεινό δάσος 
πάνω από τους λόφους της δουλείας


Υπάρχει η γιορτή της φύσης που λαμβάνει περίοπτη θέση καθώς εδώ ο ακροατής έχει τοποθετηθεί μέσα σε ψηλά βουνά, βαθιές κοιλάδες, παράλληλα με ρυάκια, καταρράκτες και μέσα σε δάση φέρνοντας στο νου τους πίνακες του δέκατου ένατου αιώνα. Hordaland, Telemark, Nordland, και τα βουνά του Jotunheim είναι αναφορές συγκεκριμένων περιοχών της Νορβηγίας και όχι της Σκανδιναβίας γενικότερα. Η αναφορά σε trolls είναι μια ακόμη οικία ρομαντική κατασκευή με ένα νεύμα για τα Νορβηγικά παραμύθια. Υπάρχει επίσης αναφορά στους πολέμους για το Jotunheimen -. το σπίτι των γιγάντων Sturlasen του Prose Edda.

Μια από τις πολλές μπάντες που έγινε γνωστή για τη συγγραφή στίχων εμπνευσμένοι από την αφύπνιση του Vikingπαρελθόντος που μελετήθηκε απ’ τον Snorre Sturlason, είναι οι Enslaved. Έχουν συμπεριληφθεί ακόμα μερικά τραγούδια στα ισλανδικά, αν και τα περισσότερα είναι στα νορβηγικά και υιοθέτησε περάσματα στην Παλιά Νορβηγική γλώσσα από την Edda, ονόματι Gylfaginning (η εξαπάτηση του Gylfi), η οποία ακολουθεί τον πρόλογο της Edda. Το demo της μπάντας το 1992 είχε τίτλο Yggdrasil όπως ονομάζεται το δέντρο του κόσμου στην κεντρική Σκανδιναβική κοσμολογία και αργότερα το στούντιο άλμπουμ είχε τον τίτλο: Return to Yggdrasil” (Επιστροφή στην Yggdrasil). Το άλμπουμ του 1994 με όνομα Frost συνέδεσε τότε το συγκρότημα με το ρομαντικοποιημένο θέμα της φύσης που συνοδεύονταν με το εξώφυλλο ενός φιόρδ καλυμμένο από ομίχλη να στέκεται επιβλητικό πάνω από ένα ποτάμι.



Η χρήση ρομαντικών εικόνων στο εξώφυλλο του άλμπουμ είναι ευρέως διαδεδομένη. Η μπάντα Windir ("πολεμιστής" στην τοπική διάλεκτο τους) αποτελεί κλασσικό παράδειγμα αυτού μιας και όλα τα άλμπουμ τους διαθέτουν «ρομαντικό» εξώφυλλο. Το τέταρτο άλμπουμ τους, Likferd, χρησιμοποιεί το προαναφερθέν Likferd på Sognafjord του Gude ως εξώφυλλό του. Το άλμπουμ των Burzum του 1996, Filosofem (σ.μ.: δίσκος σταθμός στην ιστορία του BlackMetal) χρησιμοποιεί το έργο Op under Fjeldet toner en Lur του Theodor Kittelsen , δείχνοντας μια αγρότισσα, με μια τρομπέτα να ηχεί στους λόφους σαν να λέει ότι η μουσική του δίσκου είναι κάλεσμα απ’ το παρελθόν. Οι πίνακες του Kittelsen έχουν χρησιμοποιηθεί συχνά, ιδιαίτερα το έργο του που απεικονίζει την άφιξη του Μαύρου Θανάτου (Svartedauen) στη Νορβηγία περίπου το 1350. Οι εικόνες αυτές συνδυάζουν μια νοσηρή ατμόσφαιρα αποτίοντας φόρο τιμής στην εκτίμησή της Νορβηγικής φύσης ενώ παράλληλα αγγίζει την προεθνική ιστορία για την εθνική μυθοπλασία.

Η προσωποποίηση της πανούκλας απ’ τον Kittelsen ήταν μια καταβεβλημένη ηλικιωμένη γυναίκα ντυμένη με ένα μαύρο χιτώνα που είναι γνωστή ως Peste (λοιμός). Το album των Burzum του Hvis Lyset Tar Oss (Αν μας πάρει το Φως) χρησιμοποιεί ένα τμήμα της εικόνας της πανώλης, Hun farer landet rundt (Γυρνάει σε όλη τη χώρα) στο πίσω μέρος του δίσκου ενώ η μπροστινή διαθέτει το Fattigmannen (Ο Φτωχός) του Kittelsen. Η εικόνα παρουσιάζει τα σκελετικά υπολείμματα ενός ζητιάνου σε ένα δασικό δρόμο με ένα σμήνος στο προσκέφαλό του και το σώμα του να επισκιάζεται από το επιβλητικό φυσικό περιβάλλον του. Η μπάντα Taake έχει χρησιμοποιήσει επίσης την Svarteduen αισθητική του Kittelsen, τόσο άμεσα όσο και έμμεσα. Η demo κασέτα τους που βγήκε το 1995, Manndaudsvinter (Ο Χειμώνας του Νεκρού Ανδρός), διαθέτει μια εικόνα της πανώλης ως εξώφυλλο και δύο άλμπουμ των Taake που  βγήκαν αργότερα εμπνέονται από τον Kittelsen: Bjoergvin το  2002 (μία από τις επισκοπές της Εκκλησίας της Νορβηγίας) και το ομότιτλο  Taake του απεικονίζουν ένα δάσος απεικονίζουν ένα δάσος ζωγραφισμένο με την τεχνοτροπία του Kittelsen.


Οι Taake είναι ίσως η πιο εθνικιστική μπάντα της σκηνής. Συγκεντρώνουν προ-εθνικές πτυχές του μύθου του έθνους όπως ακριβώς και οι ρομαντικοί κονστρουκτιβιστές, προσθέτοντάς αυτές στις εθνικιστικές εκφράσεις του Kittelsen και στη συνήθεια του τραγουδιστή να ντύνει τον εαυτό του με τη νορβηγική σημαία στις συναυλίες και διαφημιστικές φωτογραφίες. Το προ-εθνικό στοιχείο επιτυγχάνεται μέσω της επιμονής της μπάντας σχετικά με τη χρήση παλαιών ρουνικών γραπτών, τη γραπτή γλώσσα των Viking , για τα λογότυπα της και το σύνολο των τυπωμένων στίχων και σημειώσεων. Οι Taake μετά φέρνουν τη γλωσσική προσέγγισή τους στο δέκατο ένατο αιώνα, με τις φωνητικές επιδόσεις σε μια παλαιότερη τοπική διάλεκτο και οι τίτλοι των τραγουδιών αποτυπώνονται στα Nynorsk. Οι Windir πρέπει να αναφερθούν και πάλι εδώ, μιας και αυτοί εκτελούν στίχους στην τοπική διάλεκτο, Sogndal, ενώ οι τίτλοι των τραγουδιών, οι στίχοι και οι σημειώσεις είναι όλα τυπωμένα αποκλειστικά σε nynorsk για όλα τα άλμπουμ τους, ανεξάρτητα από τη χώρα της διανομής. Η δέσμευση να χρησιμοποιήσει τη σύμβαση αυτή δείχνει την αφοσίωση του καλλιτέχνη να εκπροσωπήσει τη συλλογική τους ταυτότητα και όχι μια πιο εμπορικά βιώσιμη επιλογή της γλώσσας. Ωστόσο, αυτή η επιλογή έχει γίνει μια αναγνωρισμένη πτυχή του ονόματός τους.

Πρόσθετες αναπαραστάσεις ταυτότητας είναι εύκολο να έρθουν κοντά. Το λαογραφικό μπορεί να εμφανιστεί ως πρότυπο για συγκροτήματα όπως οι Ulver (στα νορβηγικά «Λύκοι»). Το ντεμπούτο της μπάντας το 1995, Bergtatt( «βουνό που κατελήφθη") βασίζεται στο παραμύθι των ανθρώπων που περιφέρονται στα βουνά, δελεάζονται από trolls ή άλλα μυθικά πλάσματα της παράδοσης του Asbjørnsen και Moe, με δική τους ευθύνη. Η Νορβηγική σημαία εμφανίζεται σε t-shirts, όπως σε σκηνικά live εμφανίσεων ή σε patches, κυρίως για το merchandise από τους Dimmu Borgir, το πιο εμπορικά επιτυχημένο και διεθνώς διάσημο συγκρότημα της σκηνής. Το Black Metal έχει ακόμα γεννήσει επιπλέον υπο-είδη: Viking Metal, αφιερωμένο στην εκπροσώπηση των Παλαιών Νορβηγών τόσο στο τραγούδι όσο και στην εμφάνιση και το πολιτικά ενεργό κίνημα Εθνικό Σοσιαλιστικό Black Metal, θέτοντας την εκπροσώπηση της ταυτότητας στα σύγχρονα πολιτικά άκρα.

Έτσι, λοιπόν, η Ταυτότητα είναι η πιο αρθρωτή πτυχή αυτής της μουσικής και υπο-κουλτούρα της, διαφοροποιώντας την από άλλα υπο-είδη που επικεντρώθηκαν στη σύνθεση και στη διασκέδαση των δικών τους φανταστικών τους κοινωνιών, του δικού τους “fandom”. To Νορβηγικό Black Metal ανυψώνει την άρθρωση της ταυτότητας πέρα ​​από τα δικά του φανταστικά σύνορά σε εθνικό όσο και σε πολιτιστικό επίπεδο που επιτρέπει στους Νορβηγοί να προσπεράσουν τις παρελθοντικές διαμάχες για την καταγωγή της σκηνής. Οι μπάντες αυτές έχουν γίνει μια επέκταση της εθνικής φαντασίας του δέκατου ένατου αιώνα ενώ προσθέτουν τις δικές τους ανατροπές για το πώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν αυτές οι φαντασιώσεις για να εκφράσουν τη θέση στην οποία ανήκουν: στην ίδια τη μουσική. Για το λόγο αυτό, εγώ τους βλέπω ως μια γενιά "νέων ρομαντικών" που παρέχουν μια συνέχεια σε θέματα που έχουν απήχηση στους Νορβηγούς για δύο αιώνες.