Μετάφραση από τα γερμανικά: Α. Π. για τον «Μαύρο Κρίνο»
Το γερμανικό εθνικό κίνημα, στον αντιδυτικό του ιδιαίτερο δρόμο, ήθελε να δημιουργήσει το μέλλον ενός αντιδραστικού μοντερνισμού (Jeffrey Herf), δηλαδή έναν εκσυγχρονισμό καθαρά βιομηχανικό - τεχνικό, χωρίς όμως πολιτικό (δημοκρατικό - αστικοφιλελεύθερο) εκσυγχρονισμό.
Αυτό το εθνικό κίνημα έφτασε στον πρωσο-γερμανικό μιλιταρισμό («Αίμα και σίδερο») και στον ναζιστικό φασισμό («Blut und Boden», «Hart wie Kruppstahl»).
Όταν ο Μπίσμαρκ ένωνε το "αίμα" με το
"σίδερο" το 1871, ένωνε την πολιτική
οπισθοδρομικότητα - παραδοσιοκρατία (αίμα) με τη σύγχρονη βιομηχανία (σίδερο), κι
όταν ο Γκέμπελς το 1933 μιλούσε για "ατσάλινο ρομαντισμό"
ακολουθώντας τον Ερνστ Γιούνγκερ, είχε στο μυαλό του ακριβώς εκείνον τον
συνδυασμό που θα πάντρευε τα "σκληρά σαν το ατσάλι του Κρουπ" κανόνια
της Βέρμαχτ με τον μεσαιωνικής έμπνευσης αγροτισμό του Richard Walter Darre.
Tα αραβικά εθνικά κινήματα που προέκυψαν μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, των οποίων οι εθνοτικές ιδέες για το έθνος εμπνεύστηκαν από τον γερμανικό ρομαντισμό (ο Dawisha στη μελέτη του για τον πατέρα του αραβικού εθνικισμού Sati al-Husri αποδεικνύει την επιρροή των Χέρντερ, Φίχτε και Ernst Moritz Arndt στη σκέψη του), και που είχαν πολεμήσει στο πλευρό του «Τρίτου Ράιχ» πριν και κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ήθελαν να επιστρέψουν στη ρομαντική αραβική ιστορία, στις ρομαντικοποιημένες αραβικές παραδόσεις, ήθη και έθιμα, στην επιστροφή στις πολεμικές αρετές της χρυσής αραβικής εποχής (της άμυνας του Σαλαντίν κατά των Σταυροφόρων και της νίκης των πρώτων Μουσουλμάνων, των μαθητών και συνοδοιπόρων του Μωάμεθ, ενάντια στις ρωμαϊκές λεγεώνες σε Συρία και Αίγυπτο τον 7ο μ.Χ. αιώνα).
Σε έναν αντιδραστικό μοντερνισμό, ένα καθαρά βιομηχανικό - τεχνικό, καθαρά γραφειοκρατικό σύγχρονο Έθνος - επίσης χωρίς αστικοφιλελεύθερη δημοκρατία. Ο παραδοσιοκρατικός χαρακτήρας που εξαπλώθηκε στη Μέση Ανατολή μετά το 1945 θα απεικονιστεί χρησιμοποιώντας παραδείγματα από τη Λιβύη, τον Λίβανο, την Παλαιστίνη και το Ιράκ.
Πρόκειται για τον Μουαμάρ αλ Καντάφι, ο οποίος, ως ηγέτης της Λιβύης, ζούσε συμβολικά σε μια σκηνή Βεδουίνων, κι ο οποίος ήθελε επίσης να διαμένει στη σκηνή του σε διεθνείς περιπτώσεις, όπως σε συνέδρια του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, σε συναντήσεις του Αραβικού Συνδέσμου στη Βηρυτό, και δεν ήταν ασυνήθιστο να φοράει ιστορικής όψης, παραδοσιακές, αρχοντικές ρόμπες.
Μια τέτοια παραδοσιακή συμπεριφορά είχε σκοπό να επισημάνει τον «εκφυλισμό της Δύσης» και να προστατεύσει το δικό του λαό από «βλαβερές επιρροές».
Πρόκειται για τον Λίβανο ως μια συλλογή από θρησκευτικά
οριοθετημένες, αντικρουόμενες φυλετικές ομάδες που κυριαρχούνται από
κληρονομικούς άρχοντες. Αυτό βασίζεται στο παράδειγμα των Δρούζων, του κλάδου
τους όπου κυριαρχεί η φυλή Τζουμπλάτι. «... τέτοιες σχέσεις μεταξύ πελάτη και
προστάτη ... ήταν τόσο κυρίαρχες στον Λίβανο που ολόκληρη η εσωτερική πολιτική,
ακόμη και όλοι οι εσωτερικοί πόλεμοι των μεταγενέστερων χρόνων καθορίστηκαν από
αυτές ... η συντριπτική πλειοψηφία των Λιβανέζων παντρευόταν άτομα του ίδιου
θρησκεύματος μέσα στις θρησκευτικές τους ομάδες και χτιζόταν πάνω σε αυτές τις
σχέσεις.» Αυτή η παραδοσιακότητα «ήταν (και είναι) ισχυρότερη από τη συνοχή των
νεότερων ομάδων συμφερόντων που ακολουθούν ένα πιο ευρωπαϊκό στυλ.»
Πρόκειται για τον παραδοσιακό τρόπο ζωής του αγροτικού
αραβικού πληθυσμού της Παλαιστίνης, που χαρακτηρίζεται από πίστη στις φυλές
(«Hamula»), τις ιεραρχίες των φυλών («Σεΐχηδες»), «οικογενειακή τιμή»,
«συστολή» και «τιμωρία». «Κεντρικό στοιχείο στο παραδοσιακό σύστημα αξιών της
παλαιστινιακής κοινωνίας ήταν η έννοια της «τιμής». Αυτό επεκτάθηκε στην
κοινωνική δομή ολόκληρης της Hamula. «Οποιαδήποτε απόκλιση από την κοινωνική
συμμόρφωση έφερνε την καταισχύνη ολόκληρης της κοινότητας και τιμωρούταν με
αντίποινα. Η έννοια της τιμής επεκτάθηκε ως καθοριστικός παράγοντας σε όλους
σχεδόν τους τομείς της ζωής».
Όσον αφορά την οικογενειακή δομή («Hamula»), ακόμα και σήμερα, οι άνθρωποι εξακολουθούν να καθοδηγούνται εν μέρει από αυτή τη δομή. Το μοντέλο της παλαιστινιακής οικογενειακής δομής ισχύει γενικά στην αραβική περιοχή. Συνεπώς, πρόκειται για τις ίδιες αγροτικές, παραδοσιακές συνθήκες διαβίωσης που χαρακτηρίζονται από πικρή φτώχεια και δεσμούς φυλών και φατριών, στις οποίες ο μετέπειτα Ιρακινός ηγέτης Σαντάμ Χουσεΐν μεγάλωσε χωρίς πατέρα. Πρόκειται επίσης για «φυλετική πίστη», «βεντέτες και φόνους στο όνομα της οικογενειακής τιμής». Ο Coughlin γράφει για «την πολύ μεγάλη επιρροή» του θείου του Σαντάμ Χουσεΐν στην ανατροφή του.
Αυτός ο θείος, «ο θετός πατέρας του αγοριού», αξιωματικός του στρατού, «ένας ένθερμος Άραβας εθνικιστής», ένας «αμετανόητος θαυμαστής του Αδόλφου Χίτλερ και του εθνικοσοσιαλισμού», ήταν ο Khairallah Talfah, πεθερός επίσης του Σαντάμ (που, πιστός στην ενδογαμική παράδοση των φατριών, παντρεύτηκε την ξαδέρφη του, Sajida Talfah), συγγραφέας ενός έργου με τον αποκαλυπτικό τίτλο «Τρία πράγματα που ο Θεός δεν έπρεπε να έχει δημιουργήσει: Πέρσες, Εβραίοι και μύγες», αυτός ο Talfah λοιπόν είχε λάβει μέρος στο φιλογερμανικό στρατιωτικό πραξικόπημα του 1941 υπό τη φασιστική ομάδα αξιωματικών της «Χρυσής Πλατείας», υπό τον Rashid Ali Gaylani.
«Ο νεαρός Σαντάμ θαύμαζε τον θείο του» γι' αυτό. «Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την εντύπωση που έκανε αυτή η πατρική φιγούρα στο αγόρι στα χρόνια της μόρφωσής του ... ο χρόνος που πέρασε με τον θείο του στο Τικρίτ και τη Βαγδάτη διαμόρφωσε αναμφίβολα τις απόψεις του» (Coughlin).
Υπήρξαν τρία κύρια ρεύματα του αραβικού εθνικισμού: ο παναραβικός αιγυπτιακός νασερισμός (Νάσερ, Καντάφι), το παναραβικό Ιρακινό Κόμμα Μπάαθ του Σαντάμ Χουσεΐν, και το παναραβικό Συριακό Κόμμα Μπάαθ (Μισέλ Αφλάκ και Χαφέζ αλ-Άσαντ).
Στόχος είναι να αναδειχθούν τα κεντρικά χαρακτηριστικά του αραβικού εθνικισμού, οι θετικές «αναφορές στη ναζιστική Γερμανία μετά το 1945», ο «αντισιωνισμός από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ» το 1948. Αυτό γίνεται χρησιμοποιώντας το παράδειγμα θετικών αναφορών του Ανουάρ ελ-Σαντάτ, του μετέπειτα Αιγύπτιου ηγεμόνα, για τον Αδόλφο Χίτλερ το 1953, χρησιμοποιώντας το παράδειγμα Αιγύπτιων στρατιωτών που έφεραν μαζί τους αραβικά αντίγραφα του "Mein Kampf" κατά τη διάρκεια του πολέμου της Διώρυγας του Σουέζ το 1956, χρησιμοποιώντας το παράδειγμα εθνικοσοσιαλιστών αξιωματικών που μετακόμισαν στην Αίγυπτο μετά την επανάσταση του Νάσερ το 1952 (Otto Skorzeny, Johann von Leers, Hanna Reitsch).
Ο Σαντάτ «συχνά» προσέλκυε την
προσοχή μέσω αντιεβραϊκών δηλώσεων. Σύμφωνα με τον Himpele, άλλοι εκπρόσωποι
αραβικών καθεστώτων έχουν κάνει αντισημιτικές δηλώσεις, μεταξύ των οποίων: ο
ίδιος ο Νάσερ, ιδρυτής του αιγυπτιακού Νασερισμού (που το 1964 είπε σε Γερμανό
δημοσιογράφο ότι κανείς στην Αίγυπτο δεν πιστεύει ούτε πρόκειται ποτέ να
πιστέψει ότι πέθαναν έξι εκατομμύρια Εβραίοι στο Ολοκαύτωμα), ο Χαφέζ αλ-Άσαντ,
ηγέτης της Μπααθικής Συρίας (1971-2000), ο Μπασάρ αλ-Άσαντ, ο γιος και διάδοχος,
Μουσταφά Τλας, Υπουργός Εξωτερικών της Μπααθικής Συρίας μέχρι το 2004, ο Σαντάμ
Χουσεΐν, ηγέτης του Μπααθικού Ιράκ, ο Ταρίκ Αζίζ, υπουργός Εξωτερικών του.
Το 1951 εκδόθηκαν για πρώτη φορά στην αραβική γλώσσα τα «Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών». Μετά τον πόλεμο των έξι ημερών το 1967, η KGB της Σοβιετικής Ένωσης και η Στάζι της Ανατολικές Γερμανίας προμήθευαν το βιβλίο στους Άραβες σε μεγάλες ποσότητες (τη σύνδεση Στάζι-Αράβων είχε αναλάβει ο θρυλικός επικεφαλής της διεθνούς κατασκοπείας της Ανατολικής Γερμανίας, Μάρκους Βολφ, κι ας ήταν ο ίδιος κατά το ήμισυ εβραϊκής καταγωγής, άλλωστε θρυλείται -ως ανέκδοτη ιστορία- πως όταν ο Χόνεκερ τον είχε ρωτήσει "είσαι Εβραίος;" ο Βολφ είχε απαντήσει "δεν είμαι Εβραίος σύντροφε Χόνεκερ, είμαι κομμουνιστής").
Το έργο αυτό έχει φτάσει σε «αμέτρητες εκδόσεις» στον αραβικό κόσμο και είναι "μπεστ σέλερ" εκεί. Προκειμένου να υποδηλωθεί η αυθεντικότητα των «Πρωτοκόλλων», τα οποία βασίζονταν σε πλαστογραφίες, «συχνά τοποθετούνταν στο ίδιο ράφι της βιβλιοθήκης με τις εβραϊκές ιερές γραφές, Παλαιά Διαθήκη και Ταλμούδ».
Μια λιβανέζικη έκδοση από
το 2000, για παράδειγμα, έχει τον τίτλο: «Τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών και
η Διδασκαλία του Ταλμούδ». Στη Συρία, από την άλλη πλευρά, «δεν είναι
ασυνήθιστο» το εμπρηστικό φυλλάδιο να φέρει «τη σφραγίδα επίσημων γραφείων και
ιδρυμάτων» και ως εκ τούτου είναι «μέρος της επίσημης παρουσίασης της
ιστορίας». Ο Matussek λέει πως τον καιρό του Νάσερ, «η διάδοση των Πρωτοκόλλων
στην Αίγυπτο ... προχώρησε πολύ ... τόσο στο εσωτερικό όσο και σε επίπεδο
εξωτερικής πολιτικής». Το ίδιο συνέβη και επί Χόσνι Μουμπάρακ, του μετέπειτα
Αιγύπτιου ηγέτη.
Οι ιδιαιτερότητες του Ιράκ ως ενός καθυστερημένου, μετααποικιακού κράτους χωρίς ιστορική εδαφική ενότητα, γράφει ο Ιρακινός πολιτικός επιστήμονας Arras Fatah, το μετέτρεψαν σε ένα θρησκευτικά και φατριακά κατακερματισμένο κράτος. Πρόκειται για ένα «κράτος χωρίς έθνος», αφού οι Σουνίτες δεν ένιωθαν ένα με τους Σιίτες, ούτε οι Κούρδοι με τους Άραβες. Ο Σαντάμ, που κυβερνούσε από το 1968 ως το 2003, προσπάθησε με "σίδερο και αίμα" να φτιάξει κάτι που έστω να μοιάζει με ιρακινό έθνος, και το έντυσε ιδεολογικά με τον μύθο της (ρομαντικά μεταμορφωμένης) «Βαβυλωνιακής - Μεσοποτάμιας κληρονομιάς» και με μια αντιδραστική-σύγχρονη «παλινόρθωση της (ρομαντικά μεταμορφωμένης) Αραβικής Αυτοκρατορίας».
Ποιες ήταν λοιπόν οι ιστορικές φιγούρες που ηρωοποίησε η επίσημη εθνική αφήγηση του Μπααθικού Ιράκ; Πρώτον, ο Χαμουραμπί και ο Ναβουχοδονόσορ, οι "νομοθέτες - αυτοκράτορες" της ενιαίας υπό τους Βαβυλώνιους αρχαίας Μεσοποταμίας. Μετά ήταν ο Χάλιντ ιμπν αλ-Ουαλίντ, ως νικητής των Περσών και εξισλαμιστής της Μεσοποταμίας τη δεκαετία του 630 μ.Χ., και ο Χατζάτζ ιμπν Γιουσούφ, ο κυβερνήτης-αντιβασιλέας της επαρχίας του Ιράκ από το 691 ως το 714 που τερμάτισε τις εμφύλιες συγκρούσεις σουνιτών-σιιτών. Αυτοί οι δύο ήταν οι θεμελιωτές του "ισλαμικού έθνους του Ιράκ".
Και τέλος, ήταν ο Σαλαντίν, ο θρυλικός Σουλτάνος του Μεσαίωνα, γεννημένος στο Τικρίτ όπως και ο Σαντάμ, και νικητής των Σταυροφόρων. Αυτός ήταν το σύμβολο της άμυνας του Ιράκ ενάντια στην ιμπεριαλιστική Δύση, και υψώθηκε σε σύμβολο μετά το 1991, ενώ οι Χάλιντ και Χατζάτζ ήταν πιο προβεβλημένοι κατά τη διάρκεια του πολέμου Ιράν-Ιράκ τη δεκαετία του 1980.
Ο Σαλαντίν, φυσικά, ήταν Κουρδικής
καταγωγής, αλλά στην επίσημη αφήγηση του Μπααθισμού αυτό αποσιωπήθηκε, ο
Σαλαντίν παρουσιάστηκε ως "ένας Άραβας από το Ιράκ".
Ο Μπααθισμός ήταν λοιπόν μια προσπάθεια εθνογένεσης με σίδερο και αίμα, με το οποίο «οι αντιφάσεις δεν επιλύθηκαν, αλλά μάλλον κατεστάλησαν βίαια». Ήταν μια προσπάθεια που ήθελε ένα έθνος «εντελώς ομογενοποιημένο, χωρίς συγκρούσεις», που βασίζεται στην «εντολή και την υπακοή», σε μια «ηθική της υποταγής», «την ενοποίηση του λαού με το Κόμμα Μπάαθ», την κοινωνία σε «μόνιμη κατάσταση έκτακτης ανάγκης».
Η χώρα καλύφθηκε με ένα «πλέγμα ζωνών ασφαλείας», «μέσα σε καθεμία από τις οποίες είχε δημιουργηθεί ένα αρχηγείο της υπηρεσίας ασφαλείας (Mukhabarat)». Ως εκ τούτου, πρόκειται για τη συνολική κατίσχυση και κυριαρχία του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Μπάαθ, σε κάτι που πράγματι έφτασε να μοιάζει ανατριχιαστικά με τη Γερμανία του 1933-45.
Μετά την Νάκμπα του Μαΐου 1948, δηλαδή μετά τη συντονισμένη εθνοκάθαρση των Αράβων της Παλαιστίνης από το εβραϊκό κράτος, ακολούθησαν στην Αίγυπτο αντίποινα. «Μεταξύ Ιουνίου και Νοεμβρίου 1948, βόμβες εξερράγησαν στην εβραϊκή συνοικία του Καΐρου σκοτώνοντας περισσότερους από 70 Εβραίους και τραυματίζοντας σχεδόν 200», σύμφωνα με την Εβραϊκή Βιβλιοθήκη Εικόνων.
Κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Διώρυγας του Σουέζ το 1956 (όπου το
κράτος του Ισραήλ έπαιξε τον βρώμικο ρόλο του προωθημένου μισθοφόρου των ΑγγλοΑμερικανών
ιμπεριαλιστών κατά της Αιγύπτου), η κυβέρνηση Νάσερ εξέδωσε μια εγκύκλιο του
Υπουργού Θρησκευτικών Υποθέσεων προς όλα τα τζαμιά και τα σχολεία, η οποία
έλεγε: «Όλοι οι Εβραίοι είναι Σιωνιστές και εχθροί του κράτους». 25.000 Εβραίοι
εκδιώχθηκαν και οι περιουσίες τους κατασχέθηκαν. «Από 75.000 το 1948, το 2013 η
εβραϊκή κοινότητα στην Αίγυπτο αριθμεί μόνο μερικές δεκάδες» (Jewish Virtual
Library).
Το κείμενο αποτελεί μέρος του βιβλίου: Sylvia Ortlieb:Palästinensische Identität und Ethnizität. Genese und Entwicklung des Selbstverständnisses der Palästinenser.
Κολωνία 1995.




































