Εις μνήμην: «Λέγουν ότι τον θάνατο, όπως και τον ήλιο δεν μπορεί κανείς να αντικρύσει στα μάτια. Εν τούτοις προσπάθησα» άρθρο του Κωνσταντίνου Μποβιάτσου για τον Γάλλο Φασιστή Robert Brasillach (31.03.1909 – † 06.02.1945)



του Κωνσταντίνου Μποβιάτσου

Κελί νούμερο 77

Παρίσι, φθινόπωρο 1944, «οι φυλακές με τα μεγάλα τείχη, και ο Φρέσνες γεμάτος - με χαμένους που ήταν γενναίοι». Η Γαλλία των «απελευθερωτών» κάνει τους λογαριασμούς της με την ήττα, τον Ιούνιο του 1940, με την κατάληψη ενός μεγάλου μέρους της επικράτειας της και του Παρισιού, με την δημοκρατία του Βισύ του Στρατάρχη Πεταίν, ο οποίος για πολλούς και διάφορους λόγους  συνεργάστηκε με τους Γερμανούς.


«Συνεχίζουν ν’ αστράφτουν οι τελευταίοι πυροβολισμοί

στο ομιχλώδες πρωινό, που οι δικοί μας πέσανε στη γη

ανάμεσά σας θα βρεθώ με ενδεκάχρονη χρονοτριβή

Εσάς απόψε σκέπτομαι Ώ του Φεβρουάριου νεκροί»

5 Φεβρουαρίου 1945

Πάνω από εκατό χιλιάδες θα πέσουν υπό των πυροβολισμών των εκτελεστικών αποσπασμάτων στο όνομα της ελευθερίας  και  της δημοκρατίας  της «France libre» ...

Το κελί νούμερο 77, των φυλακισμένων και καταδικασμένων σε θάνατο, φιλοξενεί  τυλιγμένο σε οκτώ κιλά αλυσίδων, τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Robert Brasillach, τριάντα έξι ετών όχι ακόμη συμπληρωμένα.

Ένα πρώιμο ταλέντο  που υποσχόταν πολλά για την λογοτεχνία, αρχισυντάκτης του περιοδικού «Je suis partout», το πιο ασυμβίβαστο και μαχητικό  περιοδικό του Γαλλικού Φασισμού.

Καθώς πλησίασαν οι Σύμμαχοι, στις 25 Αυγούστου, και ενώ πολλοί από τους φίλους και τους συντρόφους του ακολούθησαν τους Γερμανούς που υποχώρησαν, αυτός παρέμεινε για να μην δώσει, όπως θα πει στη δίκη, μια αρνητική εικόνα τον εαυτό του και σε εκείνους που πίστεψαν σε αυτόν. Κρύφτηκε  στο σπίτι μιας φίλης  του, την Marguerite Cravoisier, αλλά όταν μαθαίνει ότι η μητέρα του φυλακίστηκε, παραδίδεται.


Το «δικαστήριο» θα συνεδριάσει μόνο 25 λεπτά για να τον καταδικάσει σε θάνατο. Δέχθηκε την θανατική καταδίκη κραυγάζοντας «Τιμή μου!». Αργά το απόγευμα στις 5 Φεβρουαρίου 1945. Ο δικηγόρος Jacques Isorni πηγαίνει να τον δει. Το καθήκον του είναι σοβαρό: πρέπει να του ανακοινώσει ότι το αίτημα για χάρη, το οποίο υπέγραψαν οι περισσότεροι Γάλλοι διανοούμενοι, απορρίφθηκε από τον στρατηγό de Gaulle. Ο επίσημος λόγος, λέει ότι  υπάρχει  μια φωτογραφία του Brasillach με στολή της Wehrmacht στο Ρωσικό μέτωπο.


για το βιβλίο δείτε εδώ ...

Αυτό δεν το ανέχονται, ακόμα κι αν είναι ψεύτικο. Οι φωτογραφίες που τον απεικονίζουν κατά τη διάρκεια ενός σύντομου ταξιδιού για να συναντήσει  εθελοντές  αντι μπολσεβίκους, τον δείχνουν με πολιτικά ρούχα, αλλά και έτσι  να είναι: απαιτείται μια υποδειγματική χειρονομία ενάντια στους πολλούς, πάρα πολλούς, που έχουν συμμετάσχει στη συνεργασία (ο Celineβρίσκεται στον δρόμο προς σε μια Γερμανία που καταστράφηκε από βομβαρδισμό και θα καταφύγει τελικά  στη Δανία. Ο  Drieu la Rochelle έχει απομονωθεί από τον κόσμο και ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει το θάνατο).


Δεν χρειάζονται πολλά λόγια. Ο Brasillach το αισθάνεται και το περιμένει με  αυτό το λυπημένο χαμόγελο που χαρακτηρίζει τις φωτογραφίες που  έχουν σωθεί, πίσω από αυτά τα στρογγυλά γυαλιά και το βλέμμα ενός αγοριού που δεν έχει γίνει ποτέ ενήλικας. Και στον Jacques Isorni που θα ήθελε να μείνει περισσότερο,  να μοιραστεί  τις τελευταίες στιγμές, λέει: «Να είμαι μόνος. Θα έχω πολύ χρόνο. Πρέπει να το συνηθίσω»..

Στη συνέχεια σύρθηκε πάνω στο κρεβάτι.Θα συνεχίσει να γράφει μερικούς στίχους αφιερωμένους στους Νεκρούς του Φεβρουαρίου: «Οι τελευταίοι πυροβολισμοί  συνεχίζουν να ακούγονται - την αόριστη ημέρα εκεί που έπεσαν οι δικοί μας. - Με  έντεκα χρόνια καθυστέρηση, θα είμαι  άραγε ανάμεσά σας; Σας σκέφτομαι Εσάς ω νεκροί του Φεβρουαρίου!» (Στις 6 Φεβρουαρίου 1934, κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων με την χωροφυλακή, ένα επεισόδιο του οποίου ο Drieu la Rochelle δίνει έντονη εκπροσώπηση στο  βιβλίο του «Gilles» και το οποίο ώθησε τον Brasillach να αγκαλιάσει τον Φασισμό).

Μια τελευταία σημείωση που θα έχει τον τίτλο «Πρόσωπο με τον Θάνατο». Έτσι ξεκίνησε η κρύα νύχτα, η τελευταία του νύχτα. Είναι πάντα ο Ζακ Ισορνί που περιγράφει το πρωί της επομένης ημέρας, το οχυρό του Μοντρούζ, τον στύλο του καταδικασθέντων, την  διμοιρία που αποτελείται από δώδεκα άτομα, η φωτογραφία της μητέρας του μέσα στην καρδιά του, το βλέμμα του στραμμένο στον ουρανό και εκείνη  η κόκκινη σταγόνα αίματος που στάζει από το μέτωπο του και που ο Isorni μαζεύει σε ένα φύλλο χαρτιού για να το δώσει σε όσους τον αγάπησαν ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου